Γράφει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» η Κυριακή Μπεϊόγλου
Ο συγγραφέας, παράλληλα με την αφήγησή του για το εβραϊκό στοιχείο στην Καβάλα, διατρέχει όλους τους μεγάλους πολέμους και τα ιστορικά γεγονότα ώς τα τελευταία χρόνια. «Περνώντας από τα σοκάκια του Αϊ-Γιώργη, θαρρώ κάθε φορά πως θα ακούσω τα μελωδικά Λαντίνο απ’ το στόμα του Αβραάμ, του Μωύς, της Σάρας, του Σάμπυ, του Λέων, ανάλαφρα, όπως αυτοί μόνο ήξεραν να τα μιλάνε.
Το τιτίβισμα των παιδιών στην Ευγενίου Ιορδάνου, από τα εβραιόπουλα στο σχολείο, ηχεί στ’ αυτιά μου και ο Μπίνιος Σαραγούσης, ο τελευταίος διευθυντής, προσπαθεί να μην χαμογελάσει, δείχνοντας την ανύπαρκτη αυστηρότητά του».
Διαβάζοντας το βιβλίο «Οι Εβραίοι στη Μέκκα του καπνού» του Καβαλιώτη συγγραφέα Ιωσήφ Μεβοράχ, αναρωτήθηκα πολλές φορές πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν ένας παράφρων ηγέτης δεν διέκοπτε την ασταμάτητη ροή του χρόνου, δημιουργώντας ένα ανεπούλωτο τραύμα στην ανθρωπότητα με τον θάνατο έξι εκατομμυρίων Εβραίων.
Και κατ’ επέκταση, σκεφτόμουν ότι είναι αδύνατον να μην αναρωτηθεί κανείς αυτό που τονίζει εμφατικά ο συγγραφέας: «Τι έχασε η χώρα μας, όταν πάνω από εξήντα χιλιάδες Ελληνες εβραίοι οδηγήθηκαν στο Αουσβιτς, το Μπιρκενάου, την Τρεμπλίνκα και τα άλλα στρατόπεδα της φρίκης, ή πνίγηκαν στα παγωμένα νερά του Δούναβη;
Το 97% του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας αφανίστηκε στη φρίκη και δεν γύρισε ποτέ ξανά… Η Καβάλα κατέχει ένα αρνητικό ρεκόρ σε πανευρωπαϊκή κλίμακα: χάθηκε το 98% των Εβραίων Καβαλιωτών. Ενα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη, αν όχι το μεγαλύτερο.
Διασώθηκαν μόνο οι σαράντα δύο όμηροι της βουλγαρικής κατοχής και είκοσι με τριάντα που είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ, στον συμμαχικό στρατό, ή που δεν βρέθηκαν στην πόλη την περίοδο εκείνη». Τριακόσιες εβδομήντα εννέα οικογένειες της Καβάλας, αποτελούμενες από 1.484 άτομα, οδηγήθηκαν στον θάνατο.
Γιατί όμως τα θυμόμαστε όλα αυτά σήμερα; Γιατί, με τον πόλεμο που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στη Γάζα, δικαίως γενικεύονται οι αντιδράσεις και οι διαμαρτυρίες για το απάνθρωπο σφυροκόπημα εναντίον αμάχων, αλλά κινδυνεύουμε να μπούμε και σε παράλογες ατραπούς ταυτίζοντας τους λαούς με τα εθνικιστικά στοιχεία που πλαισιώνουν τις ηγεσίες.
Βιβλία όπως αυτό του Ιωσήφ Μεβοράχ θυμίζουν πως κάποτε, όχι πολύ παλιά, οι πόλεις, όπως το παράδειγμα της Καβάλας, ήταν πολυπολιτισμικά κέντρα που ανθούσαν έχοντας στους κόλπους τους διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες, και εθνότητες.
Πολύ εύστοχα ο Λέων Α. Ναρ στον πρόλογό του τονίζει πως «η ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Καβάλας είναι, βέβαια, κομμάτι της ιστορίας ολόκληρης της πόλης και δεν αφορά, φυσικά, μόνο τους Εβραίους κατοίκους της…
Το βιβλίο του Ιωσήφ Μεβοράχ, με νηφαλιότητα και ιστορική τεκμηρίωση, φωτίζει τη μνήμη των άδικα εξοντωμένων πολιτών η οποία, τις τελευταίες δεκαετίες, άρχισε σταδιακά να αποκαθίσταται επίσημα στην ελληνική επικράτεια».
Ο συγγραφέας αρχίζει το οδοιπορικό από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν Εβραίοι στην Καβάλα, το 513 π.Χ., συνεχίζει στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο και μεταφέρεται στην ανάπτυξη της εβραϊκής κοινότητας της πόλης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παράλληλα με την επεξεργασία του «μπασμά», καπνού εξαιρετικής ποιότητας.
Ο μπασμάς μετέτρεψε την πόλη σε καπνοπαραγωγικό και καπνεμπορικό κέντρο. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα το πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο για τον συνδικαλισμό και την εξέγερση του 1896 από εργάτες όλων των εθνοτήτων που δούλευαν στα καπνά και αποτελεί κορυφαία ιστορική στιγμή του συνδικαλισμού στη χώρα μας, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Καβγάς για το ψωμί».
Ο συγγραφέας, παράλληλα με την αφήγησή του για το εβραϊκό στοιχείο στην Καβάλα, διατρέχει όλους τους μεγάλους πολέμους και τα ιστορικά γεγονότα ώς τα τελευταία χρόνια σε συμπυκνωμένα κεφάλαια. Ιδιαίτερη βέβαια έμφαση δίνεται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις απάνθρωπες μαζικές δολοφονίες Εβραίων από τους ναζί.
Η πολύ προσωπική ιστορία της οικογένειας του Ιωσήφ Μεβοράχ και άλλων γνωστών του εβραϊκών οικογενειών ενώνονται με το Ολοκαύτωμα και το παγκόσμιο οικουμενικό δράμα που στιγμάτισε για πάντα την ιστορία της ανθρωπότητας.
Τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας είναι αρκετά, τόσο για τον αντισημιτισμό πριν το Ολοκαύτωμα όσο και για το μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ερωτήματα που θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τον δημόσιο διάλογο καθώς οι ενδεχόμενες απαντήσεις δεν είναι καθόλου απλές.
Θυμάται εύλογα κανείς εκείνη τη σιβυλλική τοποθέτηση του Πρίμο Λέβι: «Εμείς που επιβιώσαμε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είμαστε πραγματικοί μάρτυρες. Είμαστε εκείνοι που είτε από επιτηδειότητα είτε από τύχη, δεν φτάσαμε ποτέ στο έσχατο σημείο. Αυτοί που έφτασαν εκεί και έχουν δει το πρόσωπο της Γοργούς, δεν επέστρεψαν, ή επέστρεψαν βουβοί».
Στο βιβλίο εμπεριέχονται ποιήματα του Καβαλιώτη ομήρου στη Βουλγαρία Λέων Κ. Βαρών και ένα πραγματικά σπάνιο φωτογραφικό υλικό. Τελειώνει με τη «λίστα μνήμης» των 1.135 ονομάτων από τους 1.484 Καβαλιώτες Εβραίους που χάθηκαν. Λείπουν τα ονόματα 349 παιδιών που θανατώθηκαν αλλά δεν καταγράφηκαν.
Είναι ολοφάνερο στον αναγνώστη πως η συνύπαρξη των μειονοτήτων στην Καβάλα αποτέλεσε το θεμελιώδες συστατικό για να ανθήσει η τοπική κοινωνία τόσο στην οικονομία όσο και στον πολιτισμό. «Σήμερα», γράφει ο συγγραφέας, «περπατώ στην πόλη μου και στέκομαι μπροστά στο μνημείο του ολοκαυτώματος των Εβραίων.
Στο ίδιο σημείο όπου, τη βραδιά της 3ης του Μάρτη του ’43, οι Βούλγαροι κατακτητές μάζεψαν τους Εβραίους για να τους οδηγήσουν στον θάνατο. Αναρωτιέμαι αν παραδειγματισμένοι από το ιστορικό παρελθόν, θα μπορέσουν οι άνθρωποι να συνυπάρξουν ειρηνικά και να επανέλθει η αρμονία στις σύγχρονες κοινωνίες». Αυτό ακριβώς το τελευταίο αποτελεί βέβαια το μεγάλο στοίχημα. Ενα στοίχημα που αναμένεται να δούμε αν η ανθρωπότητα θα χάσει ή θα κερδίσει.
πηγή: www.efsyn.gr