Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Ήταν ώρα πολλή που είχε ξυπνήσει. Έξω σκοτεινιά. Μονάχα μια λωρίδα γαλαζωπό φως αχνοφαίνονταν ανάμεσα από τα μισόκλειστα κιουπέγκια. Έμπαινε μέσα στα κλεφτά και αντιφέγγιζε στον απέναντι τοίχο της κάμαράς του. Μια χαμηλοφωτεινή γραμμή ζωγραφίζονταν στον τοίχο, από τα ποδάρια του ως απάνω στο ταβάνι, όπου η γραμμή παραγώνιαζε κι έφτανε ως το εικονοστάσι. Τον πήρε η μυρωδιά από το φυτίλι του καντηλιού. Μπορεί και να τον ξύπνησε το τσικ τσικ της φλόγας του καθώς σώνονταν το λάδι του κι έπιανε το φυτίλι του νερό.
Το δικό του λάδι;…αναρωτήθηκε.
Ανασηκώθηκε, κι έψαξε με τα ποδάρια του τις παντόφλες του. Τη μια τη βρήκε. Η άλλη γλίστρησε κάτω από το ντιβάνι.
“Το φελέκι μου μέσα”, μουρμούρισε καθώς γονάτισε για να τη ψάξει με τα χέρια του.
Μόνος του ζούσε. Η γριά του ήταν σχεδόν εδώ και είκοσι ολάκερα χρόνια που είχε φύγει. Τυραννισμένα χρόνια.
Έκανε κρύο. Πολύ κρύο. Παγωνιά. Έριξε στη πλάτη τη ζακέτα του. Η ζωή του ήταν τώρα….εδώ, μα το μυαλό του αναδρόμιαζε και γυρνούσε πίσω.
Μικρός σαν ήταν: “Τη ζακέτα σου ρίξε απάνω σου”, του έλεγε η μάνα του.
Έσυρε τα πόδια του ως το μέρος. Νάναι ευλογημένο το παλικάρι του που τούφτιαξε το μέρος δίπλα στην κάμαρά του.
Ευλογημένο;
Τι λέει τώρα ευλογημένο! Τι είναι αυτά που λέει! Ευλογημένο και πεθαμένο γίνεται; Ο Θεός… αυτός. Γι αυτό έχασε και τη γριά του. Από τον καημό της πέθανε η Μερσίνα σαν χτύπησε η κακιά αρρώστια τον Χρόνη τους. Από πίσω του έφυγε κι εκείνη.
Έκανε την ανάγκη του κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Παγωμένο ήταν κι αυτό. Και η ψυχή του έτσι ήταν. Άναψε την μασίνα. Αυτή τη δουλειά την έκανε η Μερσίνα όσο ζούσε. Πήρε στα χέρια του το σακουλάκι με τον καλοψιλοκομμένο καπνό κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άφησε στην άκρη του τραπεζιού κι άναψε με το τσακμάκι του τη πετρογκάζ. Δεν είχε αλλάξει τίποτα γι αυτόν όλα τα τελευταία χρόνια. Μα όλα αυτά τα είκοσι τελευταία χρόνια δεν τα μπορούσε. Δεν τα άντεχε. Δε ζούσε. Κι ήταν τα χρόνια αυτά πολλά. Πολλά και γεμάτα πόνο. Να φύγει ήθελε κι αυτός.
Ρούφηξε μια καυτή γουλιά από τον καφέ του κι άναψε το τσιγάρο του. Όχι. Όχι.… Όχι όχι. Σήμερα δεν θα έπινε. Όχι.
Τακτοποίησε δυο τρία μαξιλάρια στη ράχη του κι έγειρε πίσω. Τον νανούρισε η φλόγα στη μασίνα και οι μικρές εκρήξεις των καυσόξυλων. Έτσι καίγονταν της καστανιάς τα ξύλα. Έτρεχε πίσω το μυαλό του. Τα δάκρυα που φάνηκαν στα μάτια του στάθηκαν εκεί δίχως να κυλήσουν στα μάγουλά του και στέγνωσαν καθώς βάρυνε η ανάσα του… .
Ο ήλιος ξεκόλλησε από τον αυχένα της βουνοσειράς και κίνησε το δρόμο του. Φωτεινός. Το τσιγάρο του γέρου Σταύρου ήταν σβηστό και κολλημένο στο κάτω χείλος του.
“Σήκω χριστιανέ μου, τράβα στον καφενέ να ξεσκάσεις λίγο”, άκουσε τη φωνή της γριάς του.
Άνοιξε τα μάτια του.
“Μα….το φελέκι μου μέσα”.
Σηκώθηκε και άνοιξε την κασέλα. Ψαχούλεψε λίγο μέσα της και το χέρι του άγγιξε το μπουκάλι. Με χέρια που έτρεμαν γέμισε με το διάφανο ποτό που του έπαιρνε τον πόνο ένα ποτηράκι. Το έφερε στα χείλη του. Ηρέμησε. Ύστερα σήκωσε το μπουκάλι και κατέβασε ακόμα δυο τρεις δυνατές γουλιές. Γλύκανε. Έκατσε για λίγο στην άκρη του κρεβατιού. Ύστερα σηκώθηκε και βγήκε έξω. Έκλεισε πίσω του την εξώθυρα ψιθυρίζοντας, “πάω Μερσίνα μου” και πήρε τον κατήφορο για τον καφενέ. Παραπατούσε. Δεν συνάντησε κανέναν στο δρόμο του. Έφτασε στη πλατεία. Στάθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Απέναντι του το κουρείο, δίπλα το μανάβικο και πιο κει ο καφενές. Του φάνηκαν κλειστά μα δεν ήταν σίγουρος. Προχώρησε και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του καφενέ. Κλειστή.
“Το φελέκι μου μέσα”.
“Ε μπάρμπα”, άκουσε μια φωνή πίσω του.
“Κλειστά είναι όλα”.
Προσπάθησε να ρωτήσει γιατί…
Κάτι ψιθύρισε…
“Καραντίνα μπάρμπα Σταύρο, καραντίνα….αλλά εσύ….που να πάρεις χαμπάρι εσύ, στον κόσμο σου εσύ”.
Τον κοίταξε παράξενα κι ύστερα έκατσε σκεφτικός με τις δικές του σκέψεις σε ένα πεζούλι για κάμποση ώρα.
Καραντίνα;… Κάτι είχε πάρει το αυτί του. Για μια αρρώστια έλεγαν που σκορπούσε θανατικό. Δεν τον έπιανε κι αυτόν να τον ξεσχολάσει. Να ησυχάσει.
Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά όταν πήρε τον ανήφορο. Στο σπίτι της Χαρίκλειας σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Εκείνη σκούπιζε τα φύλλα από την αυλή της.
“Στάσου λίγο μπάρμπα Σταύρο”, του είπε σαν τον είδε. Μπήκε μέσα στη κουζίνα και του έφερε ένα τάπερ με λίγο λαχανόρυζο. Εκείνος το πήρε δίχως να πει κουβέντα.
Έφτασε στο σπίτι του και να. Να….στην εξώθυρα τον περίμενε η γριά του, η Μερσίνα…
Αυτή ήταν…η Μερσίνα του ήταν… χαμογελαστή ήταν…
“Έλα… έλα… . έστρωσα το τραπέζι…έλα να φάμε …. ” την άκουσε να του μιλά…
Δεκεμβρίου είκοσι του είκοσι
___________
Φελέκι….τύχη