Του Γιάννη Κιουρτσόγλου, ξεναγού
Γεννημένος στην Καβάλα αρχές της δεκαετίας του ’70, μεγάλωσα με αφηγήσεις των συγγενών που είχανε ζωντανή ανάμνηση της περιόδου από το Β ΠΠ, στην οποία η περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή.
Ιστορίες βίας προς μικρά παιδιά γιατί έκρυβαν φαγητό στο παλτό τους, ομαδικών σφαγών, συλλήψεων και εκτοπισμών Εβραίων – εκείνης της εγκύου εβραιοπούλας πάνω από τις καμάρες, που απλά ξαφνικά χάθηκε κάποια στιγμή – δεινών που άφησαν τραύματα και μίσος.
Όχι πολύ αργότερα, στην κομμουνιστική εποχή του Ζιφκωφ, από αυτές τις ίδιες περιοχές ξεκίνησαν να ταξιδεύουν προς την χώρα των παλιών κατακτητών όλοι – οι γονείς μας μάς έφερναν αθλητικές φόρμες, λιχουδιές, αλλά και ηλεκτρικές σκούπες, σερβίτσια που ακόμη υπάρχουν σχεδόν σε κάθε σπίτι στην βόρεια Ελλάδα, αλλά και ιστορίες για την ζωή εκεί.
Στα ταξίδια προς την Βουλγαρία ο Έλληνας κάλυπτε το έλλειμμα της εθνικής περηφάνιας να νιώσει κι αυτός Ελβετός και να μπορεί να καταφέρει την αγοραστική του ικανότητα εκτός συνόρων. Μετά ο κόσμος άλλαξε, ο ανατολικός κόσμος και μαζί η Βουλγαρία μπήκανε σε μία τροχιά που προδιάγραψε γρήγορα ο δυτικός κόσμος και ο ανελέητος καπιταλισμός – η φτώχια των ανθρώπων ενός περήφανου για τον πολιτισμό του λαού συνάντησε την ηθική απαξίωση από πλευράς Ελλήνων.
Ο όρος “Βουλγάρα” δεν κατέκρινε το εμπόριο γυναικών και το trafficking, αλλά ρατσιστικά και σεξιστικά βεβαίως στιγμάτιζε και απευθυνόταν προς εκείνες τις γυναίκες, που ίσως οι συνθήκες τις έφεραν σε λημέρι ζωής που δεν τον ήθελαν – γυναίκες μορφωμένες και με παιδιά. Τα ίδια ευυπόληπτα στόματα που τις έβριζαν, ήταν τα ίδια που δεν έχαναν ευκαιρία για να ακουμπήσουν το στήθος μίας Βουλγάρας σε τακτά “επαγγελματικά” ταξίδια μακριά από τις οικογένειες τους.
Σ’ αυτήν την χώρα επέλεξα, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες, να σπουδάσω και να διαμορφωθώ μέσα από απίστευτες δυσκολίες και δοκιμασίες που αντιμετώπισα ερχόμενος σε σύγκρουση με ένα σκληρό με μετακομμουνιστικά υπόλοιπα κρατικό κατεστημένο από την μία και συναναστρεφόμενος κυρίως με ντόπιους μπαίνοντας σε έναν κύκλο ανθρώπων της τέχνης και της φιλοσοφίας (εκεί ασχολήθηκα με την μπαρόκ μουσική για πρώτη φορά – με την τέχνη εν γένει), μένοντας μακριά από την συνήθεια των καζίνο και των ελληνάδικων κλαμπ που είχανε ανοίξει για τους χιλιάδες Έλληνες φοιτητές.
Στήθηκα σε ουρές (υποκρινόμενος ακόμη και τον αρραβωνιαστικό)για να καταφέρουν με δυσκολία φίλοι να πάρουν βίζα από πρεσβείες και να ταξιδέψουν ως απλοί τουρίστες ή καλλιτέχνες, την ίδια στιγμή που αυτές εξέδιδαν βίζα σε ημέτερους και αμφιβόλου ρόλου ανθρώπους.
Και μετά ήρθε η ευρωπαϊκή ένωση και η χώρα, μαζί με την Ρουμανία, εισήλθαν σε αυτήν. Και άρχισε να μπαίνει μαζικά ο βουλγαρικός πληθυσμός στην Ελλάδα και ο τουρισμός δεν ήταν μία μονόπλευρη υπόθεση πια, αλλά με μία αμφιδρομία που ευεργέτησε χωρίς αμφιβολία. Εγώ τελείωσα στην σχολή ξεναγών ως διπλωματούχος ξεναγός και η σχέση μου με τον λαό μπήκε σε καινούρια φάση και τριβή.
Ζώντας στην Βουλγαρία στο πιο σημαντικό κομμάτι ζωής που η συνείδηση μας παίρνει σχήμα και μορφή, ευεργετήθηκα σε πολλά επίπεδα. Συγκρούστηκα με τον βουλγαρικό εθνικισμό από πολύ νωρίς – σε παρέες, σε δημόσιες υπηρεσίες κοκ- και κατάλαβα ότι αυτός προκύπτει, όπως κάθε εθνικισμός, από την θεώρηση της ιστορίας χωρίς την αναγνώριση λαθών και ως προϊόν της εκπαίδευσης εθνικής συνείδησης στα Βαλκάνια• έτσι κατάφερα να διακρίνω τον ελληνικό εθνικισμό.
Οι σημαίες κατέβηκαν από τα χέρια μου και υψώθηκε ο ανθρωπισμός και οι πανανθρώπινες αξίες, ο επαναπροσδιορισμός της λέξης πατριωτισμός και η υπεράσπιση αξιών που σκοπό έχουν την σύγκλιση και όχι την απομάκρυνση ή απόκλιση.
Από χτες περνάμε τα σύνορα από την Ελλάδα μέχρι την Εσθονία και Δανία χωρίς καμία στάση και διακοπή – όπως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος μας με την φύση να μην έχει σύνορα από μόνη της. Προσωπικά για μένα, το γεγονός της μη ύπαρξης συνόρων, είναι το φως ενός άλλου βαλκανικού διαφωτισμού που άργησε.
Εκείνου που θα διαλύσει κάθε έννοια διάθεσης επεκτατισμού και ανόητης εθνικιστικής προπαγάνδας και θα θέσει καινούριες προϋποθέσεις συζητήσεις των ειδικών για όσα αποτελούν τραυματικά ιστορικά πια γεγονότα.
Στο εφήμερο των ζωών μας και ενώ χτίζουν καριέρες κάποιοι οι οποίοι επενδύουν στον ψευτοπατριωτισμό, έχουμε ευθύνη να διατηρήσουμε όσα καλά συμβαίνουν. Καλά για όλους. Καλή χρονιά, άνθρωποι.