Ο δημιουργός-λογοτέχνης πρωταγωνιστεί στην πρώτη και στην τελευταία ιστορία της συλλογής υπενθυμίζοντάς μας πως ένα βιβλίο είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που, ακόμη κι όταν φτάνει στο τέλος του, μπορούμε να τον αναδημιουργήσουμε.
«Re-make/Re-model» είναι το τραγούδι των Roxy Music που βάζει ο οδηγός λεωφορείου να παίζει στο κασετόφωνο καθώς ο κόσμος πλησιάζει στο τέλος. «Δεν έχεις πουθενά να πας. Μη με ρωτήσεις γιατί, αλλά μόνο εμείς οι δύο έχουμε απομείνει», λέει ο οδηγός λεωφορείου στον μοναδικό πλέον επιβάτη, τον νεαρό Πάτρικ, καθώς αμέτρητα πυρακτωμένα κομμάτια μετεωριτών πέφτουν με ορμή από τον ουρανό προκαλώντας πυρκαγιές, κατάρρευση κτιρίων, συντριβή οχημάτων, σε ένα χολιγουντιανό σκηνικό Αποκάλυψης.
Πρόκειται για απόσπασμα από το διήγημα με τίτλο «Λεωφορείο» της συλλογής Τέλος πάντων, του Αχιλλέα ΙΙΙ, μια συλλογή που θυμίζει γαϊτανάκι. Γύρω από την κεντρική δοκό, το τέλος του κόσμου, περιστρέφονται σαν πολύχρωμες κορδέλες οι διαφορετικές εκδοχές του.
Στο μυθοπλαστικό σύμπαν του βιβλίου τα πολλαπλά σενάρια του τέλους δεν περιλαμβάνουν πάντα μια βιβλικής τάξης καταστροφή, όπως αυτή περιγράφεται –εξαιρετικά ζωηρά– στο «Λεωφορείο». Η συντέλεια μπορεί να μην αφορά τον κόσμο ολάκερο αλλά στον κόσμο ενός προσώπου.
Στο θαυμάσιο και πικρότατο διήγημα «Η σιωπή των αμνησιακών» το τέλος έχει τη μορφή της ολίσθησης προς την άνοια τριών γυναικών που συζητούν καθισμένες σ’ ένα παγκάκι στον κήπο πιθανώς ενός γηροκομείου.
Εξαιρετικό θεωρώ και το διήγημα «Ο χάρτης», που εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Κένυας και όπου πρωταγωνιστεί η Ανίσα, μια δασκάλα, της οποίας η γιαγιά είχε βρει φριχτό θάνατο επειδή θεωρήθηκε μάγισσα. Στον παγκόσμιο χάρτη που είναι κρεμασμένος στην τάξη της Ανίσα αρχίζει να συντελείται η εξής παράδοξη μεταβολή: η στεριά σιγά σιγά δίνει τη θέση στη θάλασσα, το γαλάζιο απειλεί να καλύψει τα πάντα.
Οι αλλαγές αυτές πάνω στον χάρτη πυροδοτούν αντίστοιχες αλλαγές και στη γη, σε μια ευφάνταστη ανατροπή: παύει ο χάρτης να αναπαριστά τον κόσμο, και πλέον ο κόσμος αντιγράφει, καθρεφτίζει τον χάρτη. Το τέλος υπαινίσσεται ένα είδος εκδίκησης εκ μέρους της αθωότητας ή, αλλιώς, μια επιβολή κοσμικής δικαιοσύνης.
Η μυθοπλαστική ευφυΐα του Αχιλλέα ΙΙΙ είχε πιστοποιηθεί και από τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του, μία εκ των οποίων μάλιστα (Παραχαράκτης) είχε λάβει το Κρατικό βραβείο νουβέλας/διηγήματος. Αν και τόσο στον «Παραχαράκτη» όσο και στον «Δεσμοφύλακα» η πλοκή συνδιαλεγόταν με την εικόνα –κάθε διήγημα συνοδευόταν από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία περασμένων εποχών–, εδώ η εικόνα δεν στέκει απέναντι από τις λέξεις.
Ξεπηδά από αυτές με ενάργεια και ζωντάνια. Η αφηγηματική και περιγραφική του δεινότητα, ωστόσο, δεν βαραίνει το κείμενο, καθώς στα εργαλεία του συγκαταλέγονται η πύκνωση και η οικονομία. Ακόμη μια διαφορά με τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα: ο περιορισμός της αχαλίνωτης τάσης για λογοπαίγνια.
Παρ’ όλο που το χιούμορ και το λογοπαίγνιο είναι από τα δυνατά χαρτιά του Αχιλλέα ΙΙΙ, η παιγνιώδης διάθεση υπηρετεί πλέον πιο ελεγχόμενα το νόημα. Ο συγγραφέας με τα αστεία του σκάβει μέχρι να βρει το θολό νερό της μελαγχολίας, αλλά κι ακόμη βαθύτερα, εκεί όπου ρέει δροσερό και διαυγές το νερό της στωικότητας και της ελπίδας.
Άλλωστε ο τίτλος «Τέλος πάντων» σημαίνει δευτερευόντως και την αποδοχή, την επιθυμία να πας παρακάτω. Καθώς διάβαζα το ανά χείρας βιβλίο, μου ήρθε στον νου ένας άλλος «σοβαρός παίκτης» (το παιχνίδι είναι σοβαρή υπόθεση, κάτι που γνωρίζουν καλά τα παιδιά): ο Ιταλός Καλβίνο, τον οποίο μάλιστα ο συγγραφέας δεδηλωμένα θαυμάζει.
Η δομή του βιβλίου θυμίζει –τηρουμένων των αναλογιών– την αρχιτεκτονική των Αόρατων πόλεων: κάθε «τέλος», όπως και κάθε «αόρατη πόλη», έχει χτιστεί με βασικό εργαλείο τη γλώσσα, την ικανότητά της να γεννά συνεχώς ευφάνταστες παραλλαγές στο ίδιο θέμα, απότοκες όλες ενός άκρως δημιουργικού νου.
Ο δημιουργός-λογοτέχνης, άλλωστε, πρωταγωνιστεί στην πρώτη και στην τελευταία ιστορία της συλλογής υπενθυμίζοντάς μας πως ένα βιβλίο είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που, ακόμη κι όταν φτάνει στο τέλος του μπορούμε να τον αναδημιουργήσουμε.
«Re-make/Re-model» είναι το τραγούδι των Roxy Music που βάζει ο οδηγός λεωφορείου να παίζει στο κασετόφωνο (στο διήγημα όπου ήδη αναφερθήκαμε) καθώς ο κόσμος –κι ετούτη εδώ η κριτική– πλησιάζει στο τέλος.
πηγή: efsyn.gr – Έλενα Μαρούτσου, Επιμέλεια: Μισέλ Φάις