Γράφει η Εύη Λαμπροπούλου
Κανένα όσκαρ στον Χάρη Φραγκούλη για το Καλύτερο Βλέμμα Δαρμένου Σκύλου, για το οποίο είναι σταθερά υποψήφιος από τους «Αισθηματίες» και δώθε. Κανένα βραβείο στη «Μόλλυ 6-8» από τις Νύχτες Πρεμιέρας, πήρε όμως Βραβείο Ένωσης Κριτικών στη Δράμα.
Μερικές ταινίες είναι μουλωχτά ατμοσφαιρικές και «συμπυκνώνουν ένα μυθιστόρημα χωρίς να προδίδουν το πνεύμα του». Ειδικά άμα βασίζονται στο Νίκο Νικολαΐδη. Τα πλάνα ξεκινάνε λίγο θολά(ίσως για λόγους τεχνικούς) όπως η ζωή όταν σου συμβαίνει και δε μπορείς να τη δεις καθαρά. Ο Σποράκος είναι μπερδεμένος, κουστουμαρισμένος, οι γκόμενες στα πόδια του. Πλέον μεγάλωσε και πέφτει πάνω στη Μόλλυ, το κορίτσι που γούσταρε μικρός, το κορίτσι του 6 με 8 της Κυριακής, υποθέτουμε λοιπόν ότι υπήρξε και κάποιο κορίτσι της Δευτέρας.
-Πώς έγινε και μου ξέφυγες ρε Μόλλυ;
– Δε σου ξέφυγα και πολύ βρε Σποράκο μου αλλά ήμουνα μικρή τότε, τί περίμενες από μένα το ατσούμπαλο, τώρα θα καπνίσω ένα τσιγάρο κέρασέ με…έπειτα ήμουνα το κορίτσι της Κυριακής σου, ή Μόλλυ 6 με 8, με ξέχασες;
– Ναι, με το ανγκορά πουλοβεράκι σου πράσινο αχνό σε χρώμα ραδιοφωνάκι βακελίτη.
Ο Φραγκούλης είναι ο Σποράκος, η Μόλλυ (η Κόκκαλη) είναι η πιο στυλάτη καρκινοπαθής, η ατάκα πάει σύννεφο, η ταινία έχει λίγη από την ψυχή της ‘στεκιάς του Μοντεζούμα’. Κι αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν, αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο για όλους τους έρωτες που από παρεξηγήσεις δεν έγιναν, αφού οι άνθρωποι φοβούνται, ντρέπονται και αποφεύγουν τους ανθρώπους ,ειδικά αυτούς που γουστάρουν, και καμιά φορά καταλήγουν με αυτούς που τους είναι εύκολοι, κι εμφανίζονται στο συγκλονιστικό ραντεβού κάποια μέρα με κάποια περούκα, με κλεμμένο χρόνο: χαμένες ευκαιρίες, χαμένοι παράδεισοι έτσι για να θυμόμαστε στα γεράματα και να κλαίμε, να λέμε, Τι απέγινε άραγε η Μόλλυ; Ο Νικολαΐδης ξέρουμε τι απέγινε, αχ βρε Νίκο, Αχ βρε Σποράκο.
To βλέμμα του Φραγκούλη αξιοποιείται φουλ – γίνεται και κατάχρηση – και στο «Όταν ήμουν στο λύκειο ήμουν ερωτευμένος με την Άννα»της Ελένης Μητροπούλου. Επιτέλους κωμωδία, διάλογος, ξεκαρδιστικές σεξουαλικές σκηνές. Ο Φραγκούλης με την Κόκκαλη, το σινεζευγάρι της χρονιάς, έχουν μια σάικο χημεία. Στο πάρτι τον αρπάζει απ’ το γιακά, τον βάζει κάτω.
– Γλύψε με, γλύψε με.
– Τώρα; Πού πού; (πανικόβλητος)
– Ασ’ το, γάμησέ το. Έλα.
Αλλά την παίρνει ο ύπνος.
Τι να γίνει. Δεν είναι εύκολο να βρεις κάποιον να σε εκτιμήσει γι’ αυτό που (δεν) είσαι.
Πολύ προσωπική, λίγο αφηρημένη και μελαγχολική όπως η ζωή, και κοιτάζει ας πούμε προς το πρωτοκοσμικό υπαρξιακό, προς τις ζωές των γυναικών με ατμόσφαιρα σίξτις, η βραβευμένη στις Νύχτες Πρεμιέρας αλλά και στις Κάννες,«Έκτορας Μαλό – Η τελευταία μέρα της χρονιάς»της Ζακλίν Λένζου στην οποία παίζει και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η ηρωίδα λυπάται, χαίρεται, φοράει ωραίο φόρεμα, και διαθέτει σκύλο, το σύμβολο της μοναξιάς και της αποξένωσης, το σύγχρονο σημαίνον της συναισθηματικής αυτάρκειας.Διαθέτει και μια μεγαλοαστική πνευματώδη οικογένεια για ασπίδα. Η Σοφία Κόκκαλη, που παίζει εδώ χωρίς τον Φραγκούλη, ενσαρκώνει ιδανικά την κόρη καλής οικογενείας. Στον αντίποδα, ο εξάκις βραβευμένος «Άβανος» του Παναγιώτη Χαραμή είναι σκονισμένος, γουέστερν, γκαράζ, Μητροπάνος. Περισσότερα για την ταινία, εδώ https://mikropragmata.lifo.gr/zoi/ti-einai-avanos
Η βραβευμένη«Σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» του Βασίλη Κεκάτου, που προβλήθηκε και στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, είναι φρέσκια, στυλιζαρισμένη, και κωμωδία και μαύρη, και δε διστάζει να φτάσει στο πιο ακραίο άκρο όλων, στο θάνατο. Πριν από την κηδεία, ο ήρωας προλαβαίνει ένα τελευταίο λαθραίο σεξ. Μέσα στο αμάξι, στην ερημιά συμβαίνει ο πιο στάνταρ και γουντιαλενικός διάλογος στην ιστορία των σχέσεων του τρέχοντος αιώνα. Λέει η κοπέλα,
– Τι έγινε; Γιατί δεν έχυσες;
– Εσύ; Έχυσες;
– Ναι. Δεν το κατάλαβες, του λέει παραπονιάρικα.
Ο Μάκης δεν κατάλαβε, ο Μάκης δεν έχυσε, ο Μάκης απομακρύνεται, γίνεται ψάρι, είναι σιωπηλή η ζωή των ψαριών, άηχος ο θάνατός τους, θυμίζει Γιώργο Χειμωνά: «Kανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε, κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και προπαντός, κανείς να μη μάθει ποτέ, πώς πεθάναμε». Κολλάει η φάτσα του ήρωα στο ρόλο του ψαριού, είναι πολλά τα ψάρια που αφήνονται να θαφτούν ζωντανά, αφήνουν τους άλλους να ρίχνουν χώμα πάνω τους, λάσπη, να τους παραχώνουν με τα σκουλήκια ζωντανούς, να τους κολλάνε κηδειόχαρτα πριν την ώρα τους. Το νου σας.
Διασκεδαστικός ο “Πολυέλαιος” του Αντώνη Γλάρου: στην κηδεία ακούμε τι σκέφτονται για τον μακαρίτη οι παριστάμενοι.
*** «Laultimahija»της Εύης Καραμπάτσου, ένα ντοκιμαντέρ για την ανατριχιαστική συνήθεια, σχεδόν έθιμο, του να σκοτώνουν τα νεογέννητα στη Χιλή, που θυμίζει τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Η γλυκύτατη, ελαφρώς πειραγμένη πρωταγωνίστρια, τα αναζητεί μετά θάνατον και νομιμοποιεί την ύπαρξη των στη ζωή, έστω και για λίγα λεπτά, μέχρι να τα πνίξει η μάνα τους, από φτώχεια.
*** To πειραματικό«Theshadowofthebride” της Alessandra Pescetta από την Ιταλία, ένα ρομαντικό, ανατριχιαστικό, ρευστό μνημόσυνο μέσα στο αλατισμένο νερό, για όλους αυτούς που πέθαναν στη Μεσόγειο και συνεχίζουν να πεθαίνουν. Άπειροι πέθαναν στον δεύτερο παγκόσμιο, στον ισθμό της Μεσίνα, στη Σικελία. Τι σκέφτονταν όταν χάνονταν; Τι σκέφτεται ο άνθρωπος πριν πεθάνει;
*** Φρέσκο και υποσχόμενο το «Deathcar»
Η Εύη Λαμπροπούλου είναι συγγραφέας. Έχει γράψει τα βιβλία «Χάπι-Λου» (Οξύ), «Σχεδόν σούπερ», «Όλα τα μήλα» (Κέδρος). Το επόμενο βιβλίο της θα κυκλοφορήσει σύντομα.