Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Νήπιο ακόμη ήρθε το 1924 στον Πειραιά από την Ιωνία, που έχει δώσει πλείστα τάλαντα στο ελληνικό τραγούδι, όπως και γενικότερα στον πολιτισμό της πατρίδας μας από χρόνια πανάρχαια μέχρι σήμερα.
Από τη Σμύρνη οι δικοί του είχαν περάσει στη Χίο με τη Μικρασιατική Καταστροφή και το μεγάλο γιαγκίνι. Στον Πειραιά οι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, βουτηγμένοι στη φτώχια, την ανέχεια και την ανασφάλεια. Έτσι τα μικρά προσφυγόπουλα, μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, στην πλειονότητά τους αναζητούσαν δρόμους για να ξεπεράσουν τα οικονομικά προβλήματα, μαθαίνοντας μια τέχνη.
Ο Κώστας Καπλάνης αποφάσισε να γίνει κουρέας. Παράλληλα όμως διαπίστωσε ότι μέσα του έκρυβε ένα «καπλάνι», μια τίγρη που τον οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια βιοπορισμού αλλά και συνάμα εσωτερικής ολοκλήρωσης. Η μουσική γι΄ αυτόν ήταν ταυτόχρονα ανάγκη, τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας και πρωταρχικά απόλαυση και ικανοποίηση. Με την πρώτη ευκαιρία έπιασε στα χέρια του ένα μπουζούκι.
Το μπαγλαμαδάκι
(Μουσική Κώστας Καπλάνης – Στίχοι Στράτος Παγιουμτζής)
Παίζει το μπαγλαμαδάκι
και χορεύω ζεϊμπεκάκι.
Οι πενιές του με ζαλίζουν,
μιαν αγάπη μου θυμίζουν.
Παίζει το μπαγλαμαδάκι
της καρδιάς μου το μεράκι.
Φέρτε μου το λουλαδάκι,
για να πιω ένα τσιμπουκάκι.
Μια και βρέθηκα μαζί σας,
θα φουμάρω στο τσαρδί σας.
Κι όταν γίνουμε μαστούρια,
θα σας πω και δυο τραγούδια.
Στην περίοδο της Κατοχής, ο Καπλάνης εμφανίζεται ως επαγγελματίας μπουζουξής μαζί με τον Αμπάτη. Το «μπαγλαμαδάκι» ήταν ένα παλιό μουρμούρικο ζεϊμπέκικο, που το 1946 το τραγούδησε ο Στράτος ο «Τεμπέλης» μαζί με τον Κερομύτη. Λίγο πριν, την ίδια χρονιά, δισκογραφήθηκε «Η μοντέρνα γυναίκα» με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Ακολούθησε το «Φέρε μας, κάπελα, κρασί», το 1947, με μουσική και στίχους δικούς του.
Φέρε μας, κάπελα, κρασί
με δυο ποτήρια και μισή.
Είμ΄ απόψε στα μεράκια
και γουστάρω να τα πιω.
Είν΄ το κορίτσι μου εδώ
που είχα μέρες να το δω,
διάταξ΄ ένα ζεϊμπεκάκι,
να χορέψουμε κι οι δυο.
Χόρεψε, βλάμισσα, τρελά
– το πορτοφόλι να ΄ν΄ καλά!
Στα μπουζούκια σ΄ έχω φέρει
για να σπάσουμε νταλγκά!
Ο Καπλάνης είχε φόρα κι έγραφε συνέχεια τραγούδια. Στο μεταξύ τα πειραχτήρια του κόλλησαν, όπως συνηθιζόταν στους ρεμπέτες και το παρατσούκλι: ο «Κεφάλας». Το 1949 κυκλοφόρησε ένα πολύ γνωστό τραγούδι, που το ερμήνευσαν πολλοί: η Μαίρη Λίντα με τον Τάκη Μπίνη, ο Λουκάς Νταράλας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελένη Βιτάλη, η Σωτηρία Μπέλλου.
Ένας αλήτης πέθανε
Ένας αλήτης πέθανε
στου πάρκου την πλατεία,
μα ούτε μάτια εδάκρυσαν
ούτε καρδιές εράγισαν.
Άραγε ποιος να ΄ναι αιτία…
Αχ, κακούργα κοινωνία!
Για κάποιο παραστράτημα,
για μια συκοφαντία
οι φίλοι τον μισήσανε
κι οι πόρτες όλες κλείσανε.
Άραγε ποιος να ΄ναι αιτία…
Αχ, γιατί τόση κακία!
Ένας αλήτης πέθανε
εχτές αργά το δείλι.
Ο Χάρος τον αγκάλιασε
εκεί που τον αντάμωσε,
μες στου πάρκου την πλατεία…
Αχ, κακούργα κοινωνία!
Ένα άλλο ωραίο ζεϊμπέκικο της δεκαετίας του «50, σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, το τραγούδησαν κι αυτό πολλοί ερμηνευτές και απ΄ όλους έγινε μεγάλη επιτυχία.
Ψιλή βροχή
Ψιλή βροχή, ψιλή βροχή
κι εσύ κοιμάσαι μοναχή
κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι
κι από τ΄ αγιάζι δέρνομαι.
Κακοκαιριά, κακοκαιριά,
θα σπάσει η δόλια μου καρδιά.
Στην πόρτα σου ξεπάγιασα
και στα σκαλιά σου πλάγιασα.
Ψιλή βροχή, ψιλή βροχή,
για σένα κλαίει μια ψυχή.
Άνοιξ΄ την πόρτα σου να μπω
και στρώσε μου να κοιμηθώ!
Παραμονές των Χριστουγέννων του 1955 ο Κώστας Καπλάνης έφυγε στην Αμερική, όπου παρέμεινε για πολλά χρόνια δουλεύοντας σε διάφορα κέντρα διασκέδασης, συνεργαζόμενος για κάποιο διάστημα και με τη Μαρίκα Νίνου. Γύρισε κι εγκαταστάθηκε στο Αυλάκι Αττικής, συνεχίζοντας να συνθέτει μέχρι τα γηρατειά του. Ο τελευταίος του δίσκος κυκλοφόρησε το 1995 με βασικό ερμηνευτή τον Τάκη Μπίνη και με τίτλο «Τραγουδοποιείον Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ». Δυο χρόνια αργότερα, το Μάρτη του 1997, πέθανε στην Καλιφόρνια από καρκίνο.
Σμύρνη
(σε στίχους της Ευγενίας Δρούζα)
Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί
για σκέψου πόσα χρόνια
πουλί δε γλυκοκελαηδεί,
δε φτάνουν χελιδόνια…
Η προσφυγιά με δυο καρδιές
γεννήθηκε κι αντέχει:
Η μια γελά στο αύριο,
στο χτες η άλλη τρέχει.
Πατρίδες που τις έκαψε
χέρι παραφροσύνης
κι αν βρεις μια στάλα ομορφιά,
είναι της ρωμιοσύνης.
R
Αϊβαλί, Αϊβαλί, ονείρου μαγικό χαλί,
Σινασός, Τσεσμές και Προύσα, της ανατολής τα λούσα.
Αχ, τι γλυκά ονόματα, τι αγιασμένα χώματα…