Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
«Καλά, ρε μαγκίτη, πότε την ήπιατε ολόκληρη νταμιτζάνα;». Ήταν αλήθεια, μια βδομάδα είχε περάσει από τότε που του την είχε γεμίσει με μπόλικο βερμούτ κι από λίγο ροσόλι, τσέρι, λικέρ μέντας, βενεδικτίνη και μαρασκίνο. Ο ψηλός ξερακιανός ποτοποιός τον θυμόταν κι από πιο παλιά, όταν μια μέρα η αστυνομία πήρε στο κυνήγι κάποιους φοιτητές κι αυτός χώθηκε από τη Μελενίκου στη Ροτόντα κι από εκεί στου Δεκαβάλλα, στην Καμάρα κι έπειτα αριστερά από την Παναγία τη Δέξια. Μπήκε στην ποτοποιΐα σχεδόν άνετος, τον χάσανε. Και σάμπως τι είχε κάνει; Απλά συμμετείχε σε μία φοιτητική συγκέντρωση στην παλιά φιλοσοφική, φώναζε κι αυτός μαζί με τους άλλους «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», επί δικτατορίας όμως…
Έπιασε κουβέντα με τον ποτοποιό, θαύμαζε γύρω του τις «μπόμπες» με τα κρασιά και παραδίπλα τις πολύχρωμες φιάλες με τα βαριά ποτά και τα ηδύποτα, στο τέλος ψάχτηκε, είχε κάτι ψιλά, ίσα που έφταναν για μία «Κούβα». Την πήρε, τυλιγμένη σε χαρτοσακούλα, παραμάσχαλα και έφυγε με βήμα αργό κι αδιάφορο, μη δώσει υποψίες στα όργανα και στα καρφιά, που άγρυπνα κατέγραφαν την κάθε κίνηση στις φοιτητικές γειτονιές, βόρεια και δυτικά του Πανεπιστημίου.
Την επόμενη φορά, Γενάρη του «68, ξαναπήγε και πήρε μία μεγάλη νταμιτζάνα με κοκτέιλ που του έφτιαξε με γνώση, φαντασία και μεράκι ο ποτοποιός. Να πίνουνε από κανένα με τους συγκατοίκους, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, οι έγνοιες, τα προβλήματα κι οι απαραδιές.
Και να που τώρα την ξανάφερε τη στρουμπουλή «Dame Jeanne» για πλήρωση. Αυτήν τη φορά θα την πήγαινε δώρο στο πάρτι της αγαπημένης του, το οποίο προβλεπόταν δυνατό και δόλιχο, αφού η φίλη του είχε καλέσει και κάποιους νεαρούς ένστολους που θα «καθάριζαν» σε περίπτωση καρφωτής για διατάραξη της κοινής ησυχίας. Αρχές Φλεβάρη και το κρύο τσουχτερό, πιο έντονο από τις ριπές του Βαρδάρη, μα τα νεανικά κορμιά ζεστά και έτοιμα για ξέφρενο χορό και περιπτύξεις.
Αυτός δεν ήτανε τρελός χορευταράς σαν μερικούς, ήταν των λαϊκών των δρόμων. Χόρευε ένα χασάπικο δικής του επινόησης, ένα χασαποσέρβικο με «ψαλιδάκια», άντε και μία αυτοσχέδια ζεϊμπεκιά. Και βέβαια στα πάρτι δεν συνηθίζονταν οι μπάλοι, τα συρτά και οι σούστες… Πήρε το βερμουτάκι του κι άραξε σε μια γωνιά, άναψε ένα «Κιρέτσιλερ» και κοίταζε τους άλλους που χόρευαν τρελά το σέικ και το ροκ. Η δικιά του ήταν επί της υποδοχής, τακτοποιούσε τα πανωφόρια των καλεσμένων και στη συνέχεια κερνούσε τα ποτά. Μόνο σε μια στιγμή, περνώντας δίπλα του ξυστά, του έδωσε ένα αθόρυβο φιλί.
Τα σαρανταπεντάρια τα δισκάκια χοροπηδούσαν στο πικάπ και σκόρπιζαν τριγύρω κέφι και ενέργεια. Ώσπου ήρθε κι η ευλογημένη ώρα των μπλουζ. Ήρθε η δικιά του και τον σήκωσε. Έπρεπε να χορέψουν μαζί το πρώτο σλόου, να δείξουν σε όλους τους παρευρισκόμενους ότι είναι ζευγάρι. Και ιδιαίτερα σε όσες κι όσους δεν το γνώριζαν, να μην υπάρξει κάποια παρεξήγηση… Ντρεπόταν λίγο, είναι αλήθεια. Κι όταν εκείνη έσερνε την καυτή ανάσα της στο λαιμό του, αυτός είχε γίνει κατακόκκινος και ευτυχώς που είχε σύμμαχο το μισοσκόταδο, που κάλυπτε την ερυθρίασή του.
Πήγε κατόπιν πάλι στη γωνιά του, κάθισε στο μικρό σκαμπό, η κοπελιά του αποσύρθηκε να φτιάξει μεζεδάκια στην κουζίνα, ζευγάρια χόρευαν παθητικά μικραίνοντας ολοένα τις αποστάσεις. Ζήτησε ένα κοκτέιλ δίχως πάγο σε μεγάλο ποτήρι, το έπινε αργά, πολύ αργά, για να το απολαμβάνει. Κάποια στιγμή την πρόσεξε. Ήταν η μόνη που φορούσε ανοιχτόχρωμα. Τον κοίταζε διαπεραστικά κι επίμονα. Κανένας δεν την είχε ζητήσει για χορό. Οι κοπελιές περίσσευαν κι αυτή δεν ήτανε θεά ούτε στην όψη ούτε στο σώμα. Τις φίλες της φιλενάδας του τις ήξερε, μόνο αυτή του ήταν άγνωστη. Ήτανε τελικά αυτή που χειριζόταν το πικάπ και δεν την είχε καν προσέξει ως τότε. Από τον τρόπο που επέλεγε το κάθε δισκάκι, φαινόταν ότι οι περισσότεροι δίσκοι ήταν δικοί της.
Μόλις είχε τελειώσει ένα τραγούδι κι ακολούθησαν λίγες στιγμές σιωπής. Έψαχνε ανάμεσα σ΄ ένα σωρό και βρήκε ένα κίτρινο δισκάκι. Τον κοίταξε επιδεικτικά κι όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες, τον πλησίασε και του είπε τρυφερά: «Με λένε Λένα και θα ήθελα να το χορέψουμε μαζί!». Ένιωσε λίγο αμήχανα, αλλά δεν έπρεπε να την προσβάλει. Σηκώθηκε, την άγγιξε απαλά στους ώμους. Η μουσική ήταν μεθυστική κι ερωτική. Πρώτη φορά του άκουγε το συγκεκριμένο τραγούδι, γι΄ αυτήν ωστόσο ήταν το αγαπημένο της. Του έπιασε τα χέρια και τα τοποθέτησε γύρω απ΄ τη μέση της. Ταυτόχρονα εκείνη τον έσφιξε στο στήθος της. Την έσφιξε κι αυτός. Στο τέλος τον ευχαρίστησε προτού προλάβει ο ίδιος ν΄ αντιδράσει.
Προχώρησε η ώρα και κατά τα μεσάνυχτα οι άστολοι ένστολοι προκάλεσαν – έντεχνα, που λένε – πολιτική συζήτηση. Τα περισσότερα άτομα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και δεν εκδηλώθηκαν. Αυτός δεν μπόρεσε. Θυμήθηκε τον σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη Κακριδή, που με εφηβικό ενθουσιασμό και με μάτια που κυριολεκτικά σπιθοβολούσαν, τους δίδασκε στο κατάμεστο Κεντρικό Αμφιθέατρο τον Κατά Ερατοσθένους λόγο του Λυσία, θέλοντας να τους δείξει το χρέος που έχουν οι Έλληνες απέναντι στο στυγνό και βδελυρό καθεστώς των κολονέλων. Έτσι κι αυτός. Τους τα ΄πε χύμα, δίχως φόβο. Ήταν δυο που αντιμάχονταν τις ιδέες του κι ένας κρυψίνους που δεν έβγαλε άχνα, αλλά κοιτούσε γύρω του προσέχοντας τις αντιδράσεις των φοιτητών και των φοιτητριών. Είχε εκνευριστεί με την παθητική στάση τους. Ούτε ένας δεν βρέθηκε να τον σιγοντάρει…
Σε μια στιγμή πήρε το μάτι του τη Λένα να ψάχνει μέσα στο σωρό, να βάζει εντέλει στο πικάπ ξανά το κίτρινο το σαρανταπεντάρι και να ΄ρχεται ίσια καταπάνω του χαμογελώντας. Έτσι αποφεύχθηκε ένα πιθανό θερμό επεισόδιο, ενώ συνάμα άρχισε μία σταθερή, μακρόσυρτη και σιωπηρή επικοινωνία, που κράτησε καιρό αρκετό, χωρίς να γίνουνε ποτέ ζευγάρι, ώσπου οι καιροί και οι συνθήκες να διαλύσουν, όπως συνηθέστερα γίνεται, την πιο ερωτική συνύπαρξη των τριών λεπτών.
Σε κάθε πάρτι από τότε οι δυο τους, όταν το κίτρινο δισκάκι χοροπηδούσε στο πικάπ, κάθε φορά κοιτάζονταν για μία στιγμή, πατούσανε κρυφά τα γέλια στο κατόπι κι αγκαλιάζονταν θερμά και σχεδόν άδολα…