Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Σε διακόσια μέτρα ακολουθήστε την έξοδο δεξιά”, ακούγεται να λέει η ψυχρή γυναικεία φωνή τού πλοηγού. Αμφιταλαντεύομαι. Να υπακούσω ή όχι. Ούτε δέκα λεπτά δεν πέρασαν από τη στιγμή που αφήσαμε πίσω μας το Las Vegas και πήραμε τον αυτοκινητόδρομο για το Salt lake city, και εκείνον, τον πήρε κιόλας ο ύπνος. Ωραία παρέα. Ταξιδεύουμε, ή μάλλον πιο σωστά ταξιδεύω μόνος μου, μιας και του γιου μου που συνταξιδιώτη και συνοδηγό τον έχω η αναπνοή βάραινε. Δεν είμαι ακριβώς μόνος μου όμως, καθότι έχω παρέα τις σκέψεις μου. Ξάγρυπνο συνταξιδιώτη μου τις σκέψεις μου πάντα έχω. Και αυτές, δίχως πλοηγό, ταξιδεύουν και χάνονται και βρίσκονται στον τόπο και στον χρόνο που εγώ επιθυμώ.
Μα πότε πρόλαβε κιόλας και κοιμήθηκε! Λίγο πριν στο βενζινάδικο όπου κάναμε υποχρεωτική στάση για καύσιμα, μιλήσαμε, και αποφασίσαμε να επισκεφθούμε την κοιλάδα της φωτιάς που ήταν στον δρόμο μας κάνοντας μια μικρή παράκαμψη. Valley of fire στα αμερικανικά κι αυτός τώρα ταξιδεύει στη valley of sleep με τα ρόδα. Έβαλα τον νέο προορισμό στον πλοηγό και πάτησα την ένδειξη:
“Πιο σύντομη διαδρομή”.
Και νάτην τώρα η φωνή μετά από περίπου δέκα χιλιόμετρα και φτάνοντας στα τρία χιλιόμετρα, στο ένα, και στα πεντακόσια μέτρα από τον κόμβο. Νάτην που με ενημερώνει – προειδοποιεί και τελικά:
“Σε διακόσια μέτρα ακολουθήστε την έξοδο δεξιά”. Και ύστερα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, επιτακτικά που σαν διαταγή ακούγεται: “Στρίψτε δεξιά.”
Να στρίψω ή να μη στρίψω;
Να την ακούσω ή όχι;
Δεν μου αρέσει να με διατάζουν και ας αυτή η φωνή μού μιλάει στον πληθυντικό. Τον ευγενείας που λένε, λες και η ευγένεια των ανθρώπων θέμα πληθυντικού είναι. Γυρνώ, κοιτώ τον γιο μου για να πάρω και την δική του έγκριση. Κοιμάται του καλού καιρού. Κοιμάται, μα η έκφρασή του μου φαίνεται συγκαταβατική.
Στρίβω δεξιά λοιπόν αφήνοντας στα αριστερά μου ένα σταθμό αυτοκινήτων, γεμάτο με φορτηγά και θεόρατες νταλίκες. Moapa Paiute Travel Plaza. Ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης. Στενός, αλλά με καλό οδόστρωμα και διαγράμμιση. Μια ατέλειωτη ευθεία. Χάνεται στο βάθος ο δρόμος και συγκλίνει στο οπτικό μου πεδίο σαν πίνακας ζωγραφικής εξαίρετης προοπτικής. Μια γραμμή γίνεται κι ύστερα μια κουκίδα. Οδηγώ για αρκετά χιλιόμετρα και το τοπίο τριγύρω μου ανάλαχτο παραμένει. Σαν να μη κινούμαι καθόλου. Σαν σε κυλιόμενο διάδρομο πάνω να βρίσκομαι που με κρατά στην ίδια θέση και βλέπω στο περίγυρο μου την ίδιες πάντα εικόνες. Μια απέραντη επίπεδη πετρώδης και αμμώδης άνυδρη έκταση. Κάκτοι διάφοροι, κάποιοι ψηλοί και χοντροί ωσάν αγκαθωτές κολώνες με δύο τρεις παρόμοιες διακλαδώσεις, άλλοι κοντόχοντροι με χρυσοκίτρινο φύλλωμα τραχύ και κίτρινα λουλούδια, και κάποια φυτά με στενόμακρα γαλαζοπράσινα φύλλα, σαν γιούκες, που αργότερα έμαθα πως μανιόκες τις λένε οι κάτοικοι του τόπου τούτου. Τοπίο ζοφερό και αφιλόξενο. Σταματώ σε μια μικρή χωμάτινη πάροδο και κόβω δύο τρία από τα κίτρινα λουλούδια. “Ενθύμιον”.
Ο γιος μου στη θέση τού συνοδηγού κοιμάται για τα καλά. Χαμπάρι δεν παίρνει. Ξενυχτισμένος είναι. Ολονυχτίς στο internet μιλούσε με την κοπελιά του, δεν άφηνε και μένα να κοιμηθώ και είχαμε μπροστά μας μίλια επί μιλίων. Τετρακόσια είκοσι μίλια στο σύνολο, κάπου 700 χιλιόμετρα περίπου. Μπαίνω στο αυτοκίνητο, ανοίγω τα παράθυρα και γέρνω το κάθισμά μου λίγο προς τα πίσω. Κλείνω τα μάτια, όχι για να κοιμηθώ μα ίσα για να ταξιδέψω, να ονειρευτώ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σε μνήμες που στο χωριό μου οδηγούν, γυρίζει ο νους μου.
Τοποθετώ και ακουμπώ το ξύλινο παιδικό σκαμνί μου που μαστορέψαμε με τον παππού μου δίπλα στον πέτρινο ντουβάρι τού αχυρώνα. Ανεβαίνω πάνω στο σκαμνί και με το χέρι μου ψαχουλεύω κάτω από το γείσο της πλακοσκεπής, στο τελείωμα του ντουβαριού. Εκεί κρύβω τα εξωσχολικά μου. Στα χέρια μου κρατώ τον “Μικρό Σερίφη”. Κάθομαι στο σκαμνί και ανοίγω το περιοδικό.
Νάτος, τον βλέπω.
Ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω μπροστά μου. Τον Τζιμ Άνταμς βλέπω. Τον σερίφη Δημήτρη Αδαμόπουλο, γιο Ελλήνων μεταναστών που περιπλανιόταν στο Φαρ Ουέστ και εφάρμοζε το νόμο μαζί με τους τρεις φίλους του. Την Ντιάνα Μόρισον. Την Ντιάνα μου! Άλλος ένας έρωτας παιδικός. Πίσω τους ακολουθεί, ο Πεπίτο. Ο Πεπίτο Γκονζάλες, ο αφελής Μεξικανός. Και ο Τσιπιρίπο; Το δωδεκάχρονο ινδιανάκι της φυλής των Κομάντσι, που είναι; Πού είναι ο Τσιπιρίπο; Γυρνώ αριστερά και τον βλέπω κάπου μακρύτερα. Κοιτά κάτω στη γη, παρατηρεί και σαν κάτι να ψάχνει. Κάπου εκεί ολοτρίγυρα κρύβεται μια ομάδα των κακών Ινδιάνων* της νομαδικής φυλής Ναβάχο.Το χόμπι τους λέει, είναι να γδέρνουν τα κεφάλια των φιλήσυχων λευκών εποίκων. Να τους παίρνουν τα σκαλπ γιατί έτσι γούσταραν. Τους μισώ τους Ινδιάνους! Όλους τους Ινδιάνους τους μισώ. Μόνο τον Τσιπιρίπο αγαπώ.
Κάπως σαν ζέστη πολλή άρχισε να με χτυπά και ξαφνικά εμφανίζονται πίσω από τους κάκτους αμέτρητοι κοκκινομούρηδες. Και να και ένα σύνταγμα του Αμερικανικού ιππικού. Τί ένα σύνταγμα, συντάγματα ολόκληρα και χιλιάδες ινδιάνοι! Φωτιά και σίδερο, κυκλωτικές κινήσεις από τους Ινδιάνους, και στη μέση εμείς. Βέλη τριγύρω μας πολλά σφυρίζουν και πυροβολισμοί. Τα κανόνια τον θάνατο σκορπούν και σκάζουν πάνω μας. Μάχες κανονικές και μένα οι σκοτωμοί δεν μου αρέσουν και φοβάμαι κιόλας. Αίμα και θάνατος. Τρέμω, ιδρώνω. Τινάζομαι επάνω.
“Τί έγινε; Γιατί σταματήσαμε;” ακούω να με ρωτά ο γιος μου. ”Ινδιάνοι”, του απαντώ ανοίγοντας τα μάτια μου έντρομος και κάθιδρος. Με κοιτά παραξενεμένος. Πού να του εξηγώ τώρα. Ζέστη πολύ. Αμείλικτος ο ήλιος αν και Μαρτιάτικος ρίχνει τις καυτές ακτίνες του και μας καίει. Κοιτώ την εξωτερική θερμοκρασία. Τριάντα δύο. Βάζω μπροστά τη μηχανή, κλείνω τα παράθυρα, θέτω σε λειτουργία τον κλιματισμό και ξεκινώ. Τέλος οι μάχες.
Ούτε ένα όχημα δεν ανταμώνουμε και η ευθεία του δρόμου συνεχίζεται με μονάχα δύο τρεις ανοιχτές στροφές. Ίσα, σαν για τη διόρθωση της πορείας, όπως στον ωκεανό οι ναυτικοί. Κοιτώ το ρολόι. Πάνω από πενήντα λεπτά θα πέρασαν από τότε που ξεκινήσαμε. Πέρα μακριά στο βάθος άρχισε να διαγράφεται μια οροσειρά με βουνοκορφές αιχμηρές και κατακόρυφες και μπροστά μας άλλαζε σιγά σιγά το τοπίο. Διάσπαρτα βραχώδη δημιουργήματα τής φύσης, κόκκινα σαν τη φωτιά που σαν μικρογραφίες των μακρινών βουνών, ξεπετάγονταν από το έδαφος.
Φτάνουμε. Φτάσαμε στην Valley of fire.
Εισιτήριο στην είσοδο δέκα δολάρια, και μπαίνουμε μέσα στο πάρκο με το αυτοκίνητο. Είναι ένα τεράστιο πάρκο. Χιλιόμετρα ολόκληρα, και όλη γύρω η φύση και το τοπίο είναι σαν εκείνα τα μέρη που βλέπαμε στο σινεμά σαν ήμασταν μικροί με τους καουμπόηδες και τους Ινδιάνους. Μεγάλα βράχια σαν τα δικά μας μετέωρα, αλλά και μικρότεροι σχηματισμοί, κατακόκκινοι σαν τη φωτιά στόλιζαν το επίσης κατακόκκινο έδαφος. Λίμνες και ποτάμια. Εικοσιοκτώ μίλια στριφογυρίσματα του δρόμου μέσα σε σαράντα δύο χιλιάδες στρέμματα. Σταματούσαν οι επισκέπτες τα αυτοκίνητά τους σε σημεία αυξημένου ενδιαφέροντος, σε ειδικές στάσεις διαγραμμισμένες για γιώτα χι και λεωφορεία. Σε μια τέτοια στάση πάρκαρα κατά λάθος σε θέση λεωφορείου. Περπατήσαμε σε ένα καλοφτιαγμένο μονοπάτι και πήγαμε να δούμε έναν πανέμορφο τεράστιο σε ύψος βράχο, στον οποίο ανέβαινε κόσμος πάνω του. Ψηλά. Ο γιος μου ανέβηκε και εγώ έμεινα κάτω, όπου με μια πέτρα στο χέρι κόκκινη σαν τη φωτιά, έγραφα και σκάλιζα σε έναν άλλο βράχο το αποτύπωμά μου. Ελληνική συνήθεια, αλλά και όχι μόνο από ότι είδα γύρω. Γυρίσαμε στη στάση να πάρουμε το αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε, αλλά μας είχε κλείσει ένας Αμερικανός με το τουριστικό λεωφορείο του. Επίτηδες, για το λάθος παρκάρισμά μου. Του μιλήσαμε, του είπαμε να κάνει λίγο μπροστά για να μας ελευθερώσει, αλλά δεν μας έδωσε καμία σημασία. Μονάχα μας κοιτούσε. Βλοσυρός. Και μείναμε εκεί ώρα πολλή, δίχως τόξα, δίχως βέλη.
Είπα μέσα μου ότι θα βγάλει το εξάσφαιρό του, και εδώ θα μείνουμε για πάντα.
Μετά, σκέφτηκα…..και τί πειράζει…. κάποιοι θα μας αναζητήσουν και θα μας βρουν.
Αλλά είναι πολύ μακριά αυτός ο τόπος και πώς και πού θα ξέρουν να μας ψάξουν….
Όμως…. γύρισα…. γυρίσαμε…
Θά ‘ναι εδώ και έξι με επτά χρόνια…
________
* 10 έως 12 εκατομμύρια ινδιάνοι κατοικούσαν στις ΗΠΑ. Και ήταν κι άλλοι πολλοί στην μακρινή την ήπειρο. Σφαγές, παραβιάσεις συνθηκών και επιδημίες, στις οποίες οι Ινδιάνοι δεν διέθεταν ανοσία. Στρατόπεδα εξόντωσης, κακές συνθήκες διαβίωσης σε περιοχές που υπάρχουν ακόμα και σήμερα….και….και….
Το 1900 είχαν απομείνει μόλις 250.000
Σήμερα;