Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Όλη η ομορφιά της φύσης στο κάτασπρο διάφανο σαν κρύσταλλο Βοημίας, πρόσωπό της. Μικρόσωμη, λυγερόκορμη ήταν η ελαφίνα μας, με τις καμπύλες της που εκείνο το καλοκαίρι είχαν εκτοξευτεί και είχαν πάρει του φεγγαριού τη στρογγυλάδα και τη φιδιού την κίνηση και χάρη. Την προκλητική ομορφιά τού σώματός της τόνιζε ακόμη περισσότερο η καμαρωτή λικνιστική περπατησιά της. Αυτή ήταν η Φιλάνθη. Η επονομαζόμενη ελαφίνα των Χιλίων. Σαν μεγάλου μεγέθους άστρα σε αφέγγαρη βραδιά τα γαλανά της μάτια, και τα μαλλιά της σαν τις φωτιές που ανάβουν στον ουρανό λίγο πριν χαθεί ο ήλιος τα ανοιξιάτικα δειλινά.
Φωτιές και πυρκαγιές άναβαν και στις καρδιές των παλικαριών στο διάβα της μα ούτε που την ένοιαζε αυτό. Και κείνος ο μανάβης ο Γιάννης ολοκαύτωμα είχε γίνει. Σημασία όμως δεν τους έδινε η Φιλάνθη. Τα μάτια της και την καρδιά της τα είχε κλέψει ο Διαμαντής.
Το «Άστα τα μαλλάκια σου» με την κιθάρα του και το «Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου», έφταναν και περίσσευαν.
Διαμαντής.
Σπαστά μαύρα σαν έβενος Κεϋλάνης μαλλιά, που άστραφταν από την μπριγιαντίνη και μαύρο κατάμαυρο μουστάκι πιο μαύρο κι από το μαύρο Κάμελ. Λες και μετά που έβαφε τα μαύρα σκαρπίνια του για να συναντήσει στα πευκάκια την αγαπημένη του, έβαφε και το μουστάκι του. Γοητιλίκη και σεξουαλικότητα διέθετε στο “έπακρον” όπως έλεγε κι ο ίδιος. Τύφλα να έχει ο Ροδόλφος, ο Βαλεντίνος.
Γοητιλίκη, ξεγοητιλίκη όμως, του έπριξε το συκώτι – για να μην αισχρολογήσω – η Φιλάνθη μέχρι να καταφέρει ο γόης Διαμαντής να μετρήσει περίμετρο, ακτίνα και διάμετρο, να ογκομετρήσει τα τέσσερα ημισφαίριά της και να ελέγξει το σισπασιόν της καθότι ο Διαμαντής διέθετε και κούρσα NSU.
Και τα μέτρησε πολλές φορές έκτοτε ο Διαμαντής καθόσον παντρεύτηκε την ελαφίνα του. Και κάθε φορά που μετρούσε και έκανε λάθος, νάσου και ένα κουτσούβελο. Έκανε παιδιά κι εγγόνια ο Διαμαντής με την Φιλάνθη, έζησε χρόνια καλά και όμορφα μαζί της και εσπούδασε την τοπογραφία πάνω στο σώμα της Φιλάνθης, ώσπου ήρθε η ώρα και ο αδυσώπητος ο χρόνος, εμάρανε καθετί μετρήδι και στρογγυλάδα και της ελαφίνας και του Βαλεντίνου.
Εμάρανε όμως και το μυαλό της αγαπημένης του κι εχάθη ο Διαμαντής από τα κουτάκια της μνήμης της. Ούτε το άστα τα μαλλάκια σου, ούτε τα γαλανά της μάτια, ούτε και το ανεξάντλητο ερωτικό ρεπερτόριο του Διαμαντή με την κιθάρα του ξυπνούσε μνήμες. Μαράζωσε ο Διαμαντής σαν αποφάσισαν τα παιδιά του να την κλείσουν στο ίδρυμα, αλλά τι να κάνει. Δεν μπορούσε να την «δει» μόνος του. Την επισκέπτονταν κάθε μέρα όμως αλλά ούτε που του έδινε προσοχή καθόλου. Τα είχε βρει και με τον Γιάννη, τον μανάβη της γειτονιάς τους, εκείνον που είχε πυρποληθεί για χάρη της πριν από δεκάδες χρόνια. Τα είχε χάσει και κείνος κάνα δυο χρόνια νωρίτερα και τα παιδιά του τον έστειλαν διακοπές στο ίδρυμα. Αντίζηλός του ήταν ο πατατάς, όπως τον κορόιδευε ο Διαμαντής και να που βρέθηκε πάλι μπροστά του. Τον κυρίευσε η ζήλια λοιπόν, πήρε την κιθάρα του και μια βαλιτσούλα κι αυτός, και αυτοεγκλείστηκε στο ίδρυμα.
Και το θαύμα έγινε, αλλά όχι το αναμενόμενον. Ξεσήκωσε το ίδρυμα η κιθάρα του Διαμαντή γλέντια, κακό, ξύπνησαν τα ένστικτα των γερόντων και τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια που τίποτα πια δεν θύμιζαν στην Φιλάνθη, ξεσήκωσαν την καρδιά τής συγκατοίκου της Φιλάνθης, της Ευτέρπης, κι ας μην είχε γαλανά μάτια. Ξεσήκωσαν όμως και το μυαλό του γόη και όχι μόνο.
Σκάνδαλο μεγάλο ξέσπασε, όταν συνελήφθη ο Βαλεντίνος από την υπηρεσία της νύχτας, με ότι μετρήδι του είχε απομείνει να προσπαθεί να εφαρμόσει τις τεχνικές μέτρησης των ξεχασμένων προ πολλού ανθρωπίνων διαστάσεων.
Σκάνδαλο μεγάλο και αναστάτωση προκλήθηκε στο ίδρυμα με συγκρουόμενες απόψεις υπέρ και κατά του γεγονότος. Κινδύνευσε όμως η ηθική του ιδρύματος και για αυτό ο Διαμαντής αποπέμφθηκε και εξορίστηκε σε άλλη απόμακρη πτέρυγα με απαγόρευση επίσκεψης άνευ συνοδού στο δωμάτιο της Φιλάνθης.
Γρήγορες όμως ήταν οι εξελίξεις, γιατί σ’ αυτήν την ηλικία ο χρόνος στενεύει και δεν κάνει χατίρια. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η αγαπημένη του Φιλάνθη έγινε άστρο και καρφιτσώθηκε στον θόλο τ’ ουρανού. Δυο μέρες μετά πήγε να της κάνει παρέα και η συγκάτοικός της η Ευτέρπη.
Μόνος τώρα με την κιθάρα του απέμεινε ο Διαμαντής.
Όποιος τύχει και περάσει αυτό το καλοκαίρι, αργά το απόγευμα από τον δημόσιο δρόμο, μπροστά από τον κήπο του ιδρύματος, θα δει τον κυρ Διαμαντή καθισμένο στο κατακόκκινο, σαν τα μαλλιά της ελαφίνας του παγκάκι τού διαδρόμου του κήπου, ακριβώς κάτω από την πτέρυγα του δωματίου της Φιλάνθης και της παρ’ ολίγον ερωμένης του και θα ακούσει την γλυκιά μελωδία της κιθάρας του.
Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου….
μάτια σου….
νύχτες αξημέρωτες θα κλαίω……
Παλαιοχώρι
Σεπτέμβριος του 2018