Στην μικρή πόλη του Τρεσβίσο, στην χώρα των Λεβανιέγων υπάρχει εδώ και αρκετές μέρες ένας γενικός ξεσηκωμός, όλοι ετοιμάζονται για τον μεγάλο τελικό της Κυριακής. Είχαν την ελπίδα πως η ομάδα τους φέτος θα έφτανε στον τελικό του κυπέλλου και τελικά τα κατάφερε, δεν τους διέψευσε.
Είχαν παρακολουθήσει όλες τις αναμετρήσεις του πρωταθλήματος και του κυπέλλου, οι <<Λύκοι του Τρεσβίσο>> ήταν σε καταπληκτική φόρμα, ήταν η χρονιά τους φέτος και τα παιδιά δεν τους απογοήτευσαν.
Τους είχε συνεπάρει όλους στην μικρή πόλη η προσπάθεια της ομάδας τους, κάτω από δύσκολες συνθήκες πάλεψαν και κατάφεραν να φτάσουν ως τον τελικό.
Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι, το παιγνίδι αυτό ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης στο Τρεσβίσο, άλλωστε όλοι οι παίκτες ήταν από την γύρω περιοχή, δικά τους παιδιά.
Είχε μπει η άνοιξη για τα καλά και η διάθεση όλων ήταν γιορτινή, το κλειστό γυμναστήριο της πόλης ετοιμαζόταν να υποδεχτεί την αναμέτρηση του μεγάλου τελικού.
Γαλάζιο και άσπρο τα χρώματα της ομάδας, με αυτά τα χρώματα ντύθηκε το Τρεσβίσο απ΄ άκρη σε άκρη προς τιμήν των <<Λύκων>> της.
Ο Χουάν παρακολουθούσε από απόσταση τον ξεσηκωμό, είχε την άποψη πως δεν χρειάζεται να σπαταλάς τον χρόνο σου στον αθλητισμό, δεν έχει να σου προσφέρει κάτι παραπάνω από μια απλή σωματική ευεξία. Στο κάτω-κάτω δεν του άρεσε το μπάσκετ, προτιμούσε το ποδόσφαιρο.
Όλα ήταν μια δικαιολογία, ο Χουάν ήταν θυμωμένος με τους υπεύθυνους της ομάδας που τον ενοχλούσαν συνέχεια και προσπαθούσαν να τον πείσουν να ασχοληθεί με ένα άθλημα που ούτε καν γνώριζε, μόνο και μόνο επειδή είχε τα σωματικά προσόντα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που κρυβόταν για μέρες στο σπίτι, φοβόταν πως κάποια στιγμή θα τον έπειθαν να κατέβει σε κάποια προπόνηση της ομάδας για να γνωριστεί με τα υπόλοιπα παιδιά.
O Xουάν είχε την ζωή του και τους το είχε τονίσει αρκετές φορές και σε έντονο ύφος μάλιστα,
ακολουθούσε το πρόγραμμα του αυστηρά και δεν παρέκλινε απ΄ αυτό, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
Ξυπνούσε πάντα νωρίς το πρωί, ήθελε να πίνει τον πρώτο καφέ της ημέρας στη βεράντα του
σπιτιού του, πριν τις εννιά, κατά τις δέκα κατηφόριζε για το μικρό καφέ της γειτονιάς του.
Εκεί θα έπινε το δεύτερο καφεδάκι αφού πρώτα θα σταματούσε στο μαγαζάκι με τα περιοδικά του φίλου του Ραμόν για να αγοράσει την τοπική αθλητική εφημερίδα, παρακολουθούσε από κοντά όλα τα αθλητικά δρώμενα της περιοχής.
Το απόγευμα έβγαινε από το σπίτι του γύρω στις έξι και ακολουθούσε την ίδια διαδρομή, στα ίδια στέκια πήγαινε, με τους ίδιους ανθρώπους έκανε παρέα, χωροθέτησε την περιοχή που ήθελε να κινείται και να ζει, εκατό μέτρα απόσταση γύρω από το σπίτι του ήταν όλος του ο κόσμος. Ήθελε να νιώθει σίγουρος, να περιτριγυρίζεται από γνωστούς και φίλους .
Αυτή ήταν η ζωή του Χουάν, προγραμματισμένη και οριοθετημένη αυστηρά.
Στην τοπική αθλητική εφημερίδα διάβαζε για τους << Λύκους του Τρεσβίσο>> και του δημιουργούσαν έναν ανεξήγητο εκνευρισμό οι αναφορές αυτές και μάλιστα στα πρωτοσέλιδα που εδώ και μέρες ασχολούταν συνεχώς με αυτή την ομάδα.
<< Μας έχουν ζαλίσει, στο κάτω-κάτω δεν έχουν καταφέρει και κάτι το τόσο σημαντικό για να τους αναφέρουν συνέχεια, ένας τελικός κυπέλλου μπάσκετ είναι και μάλιστα σε ερασιτεχνική κατηγορία>> και γυρνούσε γρήγορα και με εκνευρισμό την σελίδα.
Προσπερνούσε κάθε είδηση, κάθε πληροφορία που αναφερόταν στους <<Λύκους του Τρεσβίσο>>.
<< Έλα τώρα, τους έκαναν και ήρωες>> μονολογούσε με μια δόση πίκρας, όπως η γουλιά του καφέ που έπινε.
Στην ομάδα έπαιζε και ο φίλος του ο Πέδρο και ήταν ένας από αυτούς που τον ενοχλούσαν συνέχεια με το να κατέβει να ενισχύσει την ομάδα με την παρουσία του. Το πρωινό εκείνο αποφάσισε να ενοχλήσει τον Χουάν για τελευταία φορά, ήθελε να τον πείσει να έρθει στο παιγνίδι της Κυριακής, να στηρίξει τους <<Λύκους του Τρεσβίσο>> σε αυτό το παιγνίδι ορόσημο.
Εκεί στο καφέ του Μανόλο τον βρήκε το πρωί ο Πέδρο να πίνει τον εσπρέσο του, για τελευταία φορά του ζητούσε να στηρίξει την προσπάθεια τους, να έρθει στο παιγνίδι του κυπέλλου, να γίνει κι αυτός μέρος της γιορτής.
Εκνευρίστηκε ο Χουάν με την επιμονή του και για να αποφύγει την πίεση του φίλου του υποσχέθηκε πως θα ήταν κι αυτός εκεί την Κυριακή.
Το απόγευμα εκείνο για πρώτη φορά μετά από χρόνια ο Χουάν άλλαξε το πρόγραμμα του, αποφάσισε, έτσι από απλή περιέργεια, να παρακολουθήσει την τελευταία προπόνηση της ομάδας πριν από το μεγάλο παιγνίδι.
Θα το έκανε όμως με τρόπο, από μακριά, μην τυχόν και νομίσουν πως θέλει να ενταχθεί κι αυτός στην ομάδα.
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κουτσαίνοντας τρύπωσε στο γυμναστήριο, τα ήξερε όλα τα παιδιά, ήξερε την ιστορία του καθενός, ξαναείδε τον Φόνσο και θυμήθηκε το τροχαίο ατύχημα που είχαν μαζί πριν από αρκετό καιρό, όταν η μηχανή τους ξέφυγε από την πορεία της και άφησαν προσφορά στον Μολώχ της ασφάλτου τα κάτω άκρα τους.
Εκεί στην προπόνηση είδε για πρώτη φορά τον φίλο του τον Πέδρο να παίζει μπάσκετ, του ήταν αδιανόητο μέχρι εκείνη τη στιγμή το πως ένας άνθρωπος καθισμένος σε αμαξίδιο μπορούσε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό και μάλιστα με το μπάσκετ.
Έπρεπε να το δει με τα μάτια του…
Στο μυαλό του μέσα είχε σχηματίσει μια άλλη εικόνα, όσο και να είχε συζητήσει με τον φίλο του για το μπάσκετ σε αμαξίδιο, που δεν ήταν καν στα ενδιαφέροντα του, ουσιαστικά αυτές οι κουβέντες ήταν σαν να μην είχαν γίνει ποτέ.
Μέχρι εκείνο το απόγευμα εξακολουθούσε να νομίζει πως το παιγνίδι παιζόταν με άλλους κανόνες, με διαφορετικούς χρόνους ,χρόνους αναπηρίας, πως τα καλάθια ήταν σε διαφορετικό ύψος, αποκλείεται οι <<Λύκοι>> να φτάνουν την μπάλα στο στεφάνι, μάλλον αλλάζουν και το ύψος πριν από κάθε παιγνίδι, το βάζουν σε ύψος αναπηρίας. Αμ΄ εκείνο με τα βήματα πως θα μπορούσαν να το εφαρμόσουν σε ένα παιγνίδι μπάσκετ σε αμαξίδιο;
<<Κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους >> σκεφτόταν ο Χουάν.
Την παρακολούθησε όλη την προπόνηση, έμεινε έκπληκτος, καταρρίφθηκαν μπρος στα μάτια του όλα τα στερεότυπα που κουβαλούσε μέσα του.
Αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα ήταν άλλωστε και ο λόγος που δεν ήθελε να ασχοληθεί με το μπάσκετ σε αμαξίδιο.
Ήταν μεγάλο ποδοσφαιρικό ταλέντο ο Χουάν, το μέλλον του προδιαγραφόταν λαμπρό ήταν το καμάρι της περιοχής, Χουάν ο παίκτης με τα χρυσά πόδια, έτσι τον αποκαλούσαν στην χώρα των Λεβανιέγων, αυτό γράφανε στα πρωτοσέλιδα τους οι τοπικές εφημερίδες.
Του φαινόταν άβολο να καθίσει σε αμαξίδιο και να ασχοληθεί με το μπάσκετ, αν το έκανε αυτόματα κατατασσόταν στους ανθρώπους με αναπηρία και από το, ο Χουάν με τα χρυσά πόδια θα γινόταν ο Χουάν με τις χρυσές ρόδες…
Αυτό δεν θα μπορούσε να το αντέξει.
Όμως κάτι μέσα του σκίρτησε εκείνο το απόγευμα, είδε το πάθος των παιδιών, είδε να πέφτουν από τα αμαξίδια στην προσπάθεια να μαρκάρουν τον αντίπαλο και τρόμαξε, είδε τον Φόνσο να βουτάει με αυταπάρνηση στο παρκέ για να κερδίσει μια χαμένη πάσα και έκλεισε τα μάτια πιστεύοντας πως είχε χτυπήσει σοβαρά ο φίλος του, έμεινε άφωνος όταν ο Πέδρο έβαλε καλάθι τριών πόντων.
Τους είδε όλους ξαναμμένους, ο ιδρώτας έσταζε στο παρκέ, τα λάστιχα από τα αμαξίδια στρίγγλιζαν σε κάθε άμυνα, σε κάθε επίθεση, σε κάθε επαφή. Ο κρότος από τα αμαξίδια όταν συγκρούονταν στην διεκδίκηση της μπάλας ή στην προσπάθεια του παίκτη να αποκτήσει πλεονέκτημα του ξύπνησαν συναισθήματα που είχε θάψει μέσα του. Ως πρώην αθλητής μπορούσε να μυρίσει την αδρεναλίνη στον αέρα, μια άγρια, παράξενη χαρά τον συνεπήρε, μέθυσε στην σκέψη πως μπορούσε να ασχοληθεί και πάλι με την μεγάλη του αγάπη, τον αθλητισμό.
Ο σπορέας της ελπίδας, ο φίλος του ο Πέδρο, ήξερε πως η θέληση του Χουάν δεν ήταν χέρσα, μερικές σταγόνες αισιοδοξίας περίμενε ο σπόρος που είχε φυτέψει στον φίλο του για να ριζώσει.
Έφυγε όπως ήρθε, αθόρυβα, στα κλεφτά, δεν πέρασε από το καφέ του Μανόλο εκείνο το απόγευμα, προτίμησε να κάνει μια μεγάλη βόλτα, να βγει έξω από την πόλη για να μπορέσει να χωρέσει στο μυαλό του τις εικόνες που είδε.
Κατάλαβε πως στα χρόνια μετά το ατύχημα δεν ζούσε πραγματικά, είχε κτίσει μια αόρατη φυλακή και είχε παγιδεύσει εκεί μέσα τον εαυτό του. Δεν τολμούσε να ξεμυτίσει, δεν άντεχε τα βλέμματα που καρφωνόταν στο μέλος που του λείπει.
Νόμιζε πως διάβαζε τις σκέψεις των άλλων και ήταν σχεδόν βέβαιος πως όλοι τον λυπόταν, από τα κλειστά τους χείλη άκουγε…, Χουάν ο παίκτης με τα χρυσά πόδια, το ταλέντο, το καμάρι της περιοχής, Χουάν ο μεγάλος άτυχος στην χώρα των Λεβανιέγων.
Κανένα του όνειρο δεν θα πραγματοποιούταν τώρα πια, κρίμα που χάθηκε ένα τέτοιο γνήσιο ταλέντο.
Θυμήθηκε και τις κουβέντες που έκαναν με τον Πέδρο, τις ιστορίες που του έλεγε ο φίλος του για την ομάδα του τους <<Λύκους του Τρεσβίσο>> και που αυτός πεισματικά κρατούσε τα αυτιά του κλειστά σε ότι αφορούσε σε αυτήν την ομάδα. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, ο χρόνος είχε σταματήσει για αυτόν στις παλιές, καλές εποχές…
Ιστορίες γεμάτες με αθλητισμό, γεμάτες πάθος, για δυσκολίες που δεν στάθηκαν εμπόδιο παρά τους ατσάλωναν την θέληση και τώρα έφταναν ως τον τελικό. Του μιλούσε για τις χαρές που βιώσαν όταν κέρδιζαν στα εκτός έδρας παιγνίδια δυνατούς αντιπάλους, την στεναχώρια όταν δεν κατάφερναν να πάρουν το ροζ φύλλο αγώνα. Το δέσιμο που είχαν τα παιδιά μεταξύ τους, η προσήλωση σε μια κοινή προσπάθεια, το ομαδικό πνεύμα.
Σήμερα κατάλαβε πως δεν διέφεραν σε τίποτα από αυτά που είχε γνωρίσει στον αθλητισμό πριν το ατύχημα του.
Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα, η πόλη με ανυπομονησία περίμενε να έρθει η ώρα του τζάμπολ, το απόγευμα όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο κλειστό γυμναστήριο.
Ο Χουάν αργοπόρησε είχαν ήδη γεμίσει με αρκετό κόσμο οι κερκίδες, για μια στιγμή κοντοστάθηκε, πίστευε πως όλα τα βλέμματα θα έπεφταν πάνω του, πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε στις κερκίδες. Προς μεγάλη του έκπληξη είδε πως κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του, κάποια στιγμή μάλιστα ένιωσε αόρατος, κανείς δεν τον κοιτούσε περίεργα, αναθάρρησε.
Όμως ούτε κι αυτός στάθηκε στο ότι παρακολουθούσε έναν αγώνα μπάσκετ σε αμαξίδια, ήδη στα πρώτα λεπτά της αναμέτρησης έγινε ένα με τους υπόλοιπους θεατές, φώναζε, τραγουδούσε, εμψύχωνε μια ομάδα μπάσκετ, μια ομάδα με αθλητές του μπάσκετ…
Οι <<Λύκοι του Τρεσβίσο>> κέρδισαν τον τελικό, σήκωσαν για πρώτη φορά το πολυπόθητο κύπελλο και μάλιστα μέσα στην πόλη τους, η γιορτή μόλις ξεκινούσε.
Μα πιο πολύ από όλους το χάρηκε ο Χουάν, ήταν σίγουρα δικό του αυτό το κύπελλο, στον πιο κρίσιμο τελικό της ζωής του κέρδισε την πιο δύσκολη πεντάδα, μια πεντάδα που είχε σπουδαίους και έμπειρους παίκτες στην σύνθεση της , όπως η Απογοήτευση, ο Φόβος, η Άρνηση, η Αυτολύπηση, ο Θυμός.
Στην επόμενη προπόνηση των <<Λύκων>> ήταν εκεί, παρόν.
Στα επόμενα δυο χρόνια κατάφερε και έγινε ο πολυτιμότερος παίκτης, δεν έλλειψε από καμία προπόνηση, έπαιξε σε όλα τα παιγνίδια της ομάδας, διακρινόταν για το πάθος και τις αρχηγικές του ικανότητες.
Ήταν ο Χουάν από τα παλιά, ο Χουάν που όλοι γνώριζαν…
Στα επόμενα χρόνια οι <<Λύκοι του Τρεσβίσο>> κατέκτησαν δύο κύπελλα και ένα πρωτάθλημα, ο Χουάν είχε αναδειχθεί σε έναν από τους καλύτερους παίκτες του πρωταθλήματος.
Τον κάλεσαν μάλιστα και στην Εθνική ομάδα, η πρόσκληση αυτή του άνοιξε νέους ορίζοντες, τον πλησίασαν μεγάλες ομάδες της Ευρώπης για να τον εντάξουν στο δυναμικό τους.
Ο Χουάν δεν έκανε όνειρα πια, τα ζούσε…
Στα πρωτοσέλιδα τους οι τοπικές αθλητικές εφημερίδες έγραφαν, Χουάν, ο αθλητής με την ατσαλένια θέληση που δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αγώνα…