Dark Mode Light Mode

Το Μαραφέτι

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Η Μαριγώ γεννήθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, κάπου στα 1897 ή ίσως κάνα δυο τρία χρόνια αργότερα. Κανείς δεν θυμόταν πότε ακριβώς. Ποιός τα λογάριαζε τα χρόνια τότε. Και ούτε που ήξερε από χρονολογίες και τέτοια πράματα η Μαριγώ.

Κάτι θυμόταν στην αρχή σαν ήτανε μικρή, μα πέρασαν δεκαετίες και το ξέχασε. Άσε που την είχαν και λάθος γραμμένη. Το 1890 έλεγαν πως γεννήθηκε. Αν είναι δυνατόν, αφού η μεγαλύτερη αδερφή της, αυτή που πέθανε ενός χρονώ, ήταν γεννημένη το 1894.

Έξι αδέρφια είχε και ήταν η μικρότερη. Τρία κορίτσια μαζί με αυτή, και τέσσερα παιδιά. Το ένα παιδί, ο Στέργιος, σακάτικο κι ανήμπορο. Η άλλη αδερφή της πέθανε όταν η Μαριγώ ήταν επτά. Ίσα που την θυμόταν, αγίνωτο κοριτσάκι ακόμα ήταν. Το χτύπησε κακιά αρρώστια είπαν.

Κοπέλα μικρή ακόμα έμεινε ορφανή. Τον πατέρα της τον έσφαξαν οι Βούλγαροι στην πρώτη κατοχή το 1913. Τη μάνα της την πήραν μαζί τους. Ποιός ξέρει τι να απόγινε η δύσμοιρη. Ύστερα στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο χάθηκαν τα δύο μικρότερα αδέρφια της. Ο ένας, ο Παύλος, στη μάχη των Γιαννιτσών.

Για τον Δήμο δεν έμαθαν ποτέ τι απόγινε. Τα πρώτα χρόνια, κοπέλα ακόμα την φρόντιζε μαζί με το σακάτικο ο μεγάλος αδερφός της, ο Πασχάλης. Είχε οικογένεια ο Πασχάλης, πως να τα βγάλει πέρα. Κρίμα κι αυτός. Της έφτιαξε ένα χαμόσπιτο με πάτωμα χωμάτινο λίγο παραπάνω από το δικό του και την εγκατέστησε εκεί μαζί με το σακάτικο. Είχε γυναίκα και τρία μικρά παιδιά πως να χωρέσουν όλοι στο σπιτικό του. Ήταν και η νύφη της…..

Δεν είχε όμως παράπονο. Όσο μπορούσαν την πρόσεχαν και την βοηθούσαν. Και αυτή και το σακάτικο. Δεν παντρεύτηκε ποτέ η Μαριγώ, φρόντιζε το σακάτικο. Κρίμα κι αυτό. Αυτή ήταν η μοίρα της…. Πέρασαν πολλές δεκαετίες….πολλές, και στο μεταξύ “έφυγαν” πριν πολλά χρόνια τα αδέρφια της και η νύφη της, και τα ανίψια της ξενιτεύτηκαν κι έμεινε μοναχή.

Μαύρα όλα τα χρόνια της ήταν, με μικρές μονάχα χαρές σαν έρχονταν, μεγάλα πια, τα εγγόνια του Πασχάλη από την Γερμανία. Δεν είχε παράπονο κανένα η Μαριγώ από τη ζωή της… κανένα…. αυτό της έλαχε… ο Θεός ξέρει… δόξα σοι ο Θεός…. Δύο χιλιάδες είκοσι δύο.

Στην ηλικία μου περίπου ο Πασχάλης. Μαζί στο στρατό. Συνταξιούχος πια, γύρισε στην Πατρίδα. Μεγάλη Παρασκευή, συναντηθήκαμε στην εκκλησία, στην αποκαθήλωση.  Μιλήσαμε, θυμηθήκαμε, και είπαμε να πιούμε ένα καφέ να πούμε τα δικά μας. Καθίσαμε σε ένα καφενείο στο λιμάνι, ώρα πολλή. Είπαμε…είπαμε, και τι δεν είπαμε.

Και κάποια στιγμή….”Ρε Πασχάλη, να σε ρωτήσω κάτι, εκείνη η αδερφή του παππού σου του Πασχάλη, η Μαριγώ….” “Που τη θυμήθηκες, κάτσε θα σου πω την ιστορία της… την ιστορία μας”. Και μου τα είπε όλα…όλα…και τα τύπωσα και τα έγραψα εγώ…

“Πέθανε το καλοκαίρι του 1999….μπορεί και να είχε περάσει τα εκατό… ποιός ξέρει. Το Πάσχα της ίδιας χρονιάς αρρώστησε. Με πήρε τηλέφωνο ένας γείτονας που την πρόσεχε… του έστελνα χρήματα εγώ για τις ανάγκες της… του έδινα κι αυτουνού ένα ποσό… καλός άνθρωπος…με πήρε τηλέφωνο που λες… “δεν είναι καλά η γιαγιά” μου είπε…”

Πήρε το αεροπλάνο και ήρθε, ο Πασχάλης. Έκανε Πασχαλιά μαζί της. Χάρηκε η Μαριγώ.. “Πολύ χάρηκε φίλε μου…πολύ… ξαναζωντάνεψε… το καλοκαίρι τον Αύγουστο την πήρε ο Θεός”. “Να σου πω κάτι φίλε μου, πριν φύγω το Πάσχα της είπα να της βάλω τηλέφωνο για να μιλάμε.…. δεν είχε….και ξέρεις τί με ρώτησε;

“Με το μαραφέτι αυτό μπορώ να μιλώ με τους πεθαμένους;” “Όχι ρε γιαγιά”, της απάντησα. “Τότε άστο καλύτερα… ” Σηκωθήκαμε…κοιταχτήκαμε…. δώσαμε τα χέρια… “Καλή Ανάσταση”. “Καλή Ανάσταση Πασχάλη”.

Οι ζωές μας….

Προηγούμενο άρθρο

Βύρωνας - ΑΟΚ 1-1: Οι καλύτερες φάσεις και τα δύο γκολ της αναμέτρησης (video)

Επόμενο άρθρο

Μια βραδιά αφιερωμένη στον Γιάννη Σπανό / Πένυ Ξενάκη - Γιάννης Λεκόπουλος στη «Μυροβόλο Άνοιξις»