Αρχές του Αυγούστου εκείνης της χρονιάς ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που υπήρχε στον κόσμο.
Πρώτα πρώτα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων για την προαγωγή μου στην Δευτέρα τάξη του Γυμνασίου που δεν το περίμενα. Τα δυο πεντάρια στα Αρχαία και στην Ιστορία του πρώτου εξαμήνου ξεπεράστηκαν ανέλπιστα και έτσι στην νέα χρονιά θα είμαι στην Δεύτερη τάξη.
Το άλλο ευχάριστο γεγονός ήταν ότι είχα μαζέψει τριακόσιες δραχμές σε ένα μήνα από την δουλεία μου στο φρουτεμπορικό που έπιασα δουλεία τέσσερεις μέρες μετά τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Τα χρήματα αυτά δεν ήταν μόνο από την αμοιβή μου για την εργασία που προσέφερα αλλά και από εμπορικές δουλειές που έκανα σε συνάφεια με την δουλειά στο φρουτεμπορικό.
Συγκεκριμένα η αμοιβή μου ήταν είκοσι δραχμές την εβδομάδα από το μαγαζί μαζί με το μεσημεριανό φαγητό στο παρακείμενο Μαγειρείο. Η δε δουλεία που προσέφερα ήταν να πηγαίνουμε και να φορτώνουμε ένα φορτηγό αυτοκίνητο από τα χωριά της Χρυσούπολης καρπούζια.
Η δουλεία αυτή γίνονταν μαζί με έναν ακόμη συνομήλικο μου τον Αλέκο καθώς και το γέμισμα των κοφινιών κατά την πώληση των καρπουζιών στους μανάβηδες. Τα επιπλέον χρήματα μαζεύτηκαν από τα κακόμορφα καρπούζια που δεν έπαιρναν οι έμποροι από τους παραγωγούς και τα οποία τα παίρναμε εμείς συνήθως δωρεάν και τα οποία τα πουλούσαμε τα απογεύματα όταν σχολούσαν οι καπνεργάτες.
Έτσι βρέθηκαν στα χέρια της Μητέρας μου αυτές οι τριακόσες δραχμές που με έκαναν υπερήφανο και ένοιωθα και λίγο Ωνάσης. Για τον λόγο αυτό υποσχέθηκα στους φίλους μου ότι το Δεκαπενταύγουστο, ημέρα της ονομαστικής μου γιορτής, θα τους κερνούσα μια ώρα ποδηλατάδα.
Εκείνη την εποχή, αρχές τις δεκαετίας του 50, τα ποδήλατα ήταν σπάνιο είδος ιδίως για τα παιδιά της δικής μου οικονομικής τάξης και ποδήλατο νοικιάζαμε από ποδηλατάδικα. Στην Καβάλα γνωστά ήταν δύο τέτοια καταστήματα που και τα δύο ήταν στην οδό Δαμιανού.
Το ένα στην αρχή του δρόμου, του Μεταξά και το άλλο στην κορυφή, εκεί που η οδός αυτή συναντά σήμερα την οδό Κύπρου, του Παναγιώτη. Το Δεκαπενταύγουστο λοιπόν εκείνο ντυμένος στην τρίχα με το καινούργιο μου άσπρο πουκάμισο, δώρο της Μάνας μου και το καινούργιο μου χακί μακρύ παντελόνι, δώρο δικό μου στον εαυτό μου.
Ήταν η πρώτη φορά που φορούσα μακρύ παντελόνι στα δεκατρία μου και ήμουν έμπλεος υπερηφάνειας και η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Στις δέκα και μισή είμασταν, επτά μπόμπιρες στο ποδηλατάδικο του Μεταξά. Έγινε εκεί ένας μικρός χαμός στο διάλεγμα των ποδηλάτων και όταν έμαθε ο Μεταξάς ότι εγώ γιορτάζω και πληρώνω μας έκανε δώρο και ένα τέταρτο ώρας ακόμη.
Αφού γυρίσαμε όλο το κέντρο της πόλης και κάναμε τις κόντρες μας στην παραλία ήρθε η ώρα της επιστροφής μας. Για την επιστροφή διαλέξαμε την οδό Μεγ. Αλεξάνδρου. Σε ένα διάκενο , απέναντι από το καπνομάγαζο του Ρουσόπουλου ήταν μια παρέα παιδιών μεγαλύτερων από εμάς που είχαν βάλει μέσα σε ένα καφάσι τον Χρήστο τον Τζουρο και τον έσερνα πάνω κάτω ταλαιπωρώντας τον αφάνταστα.
Ο Χρήστος ο Τζούρος ήταν ένα βαρεία αλκοολικό άτομο γνωστός μας και γείτονας που όταν ακόμη ήταν στα καλά του αγαπούσε τα παιδιά και συμμετείχε στα παιχνίδια μας κυρίως σαν διαιτητής Σταματήσαμε τα ποδήλατα και προσπαθήσαμε με λόγια να τους πείσουμε να σταματήσουν το μαρτύριο του ανθρώπου.
Αυτοί απάντησαν ότι το κάνουν για το καλό του γιατί είναι χαρούμενος και συνεχώς γελά. Ο Άγγελος πιο ευαίσθητος από όλους μας πήγε κοντά στον Χρήστο , τον έπιασε από τον ώμο, αυτός γύρισε το θολό του βλέμμα και τον κοίταξε στα μάτια και σπάραξε.
Γεμάτος οργή ο φίλος μου γύρισε στους άλλους και τους είπε, —- Ρε μ@λ@κες δεν βλέπετε ότι ο άνθρωπος κλαίει. Αυτό ήταν η αιτία να πέσουν επάνω του και να αρχίσουν να τον καταχερίζουν. Πρώτος έτρεξα εγώ κοντά του για να τον σώσω από το μένος τους δίχως πρόθεση να χτυπήσω φωνάζοντας «Σιγά ρε παιδιά, σιγά δεν θέλουμε να μαλώσουμε μαζί σας».
Αγκάλιασα τον φίλο μου και άρχισα τότε να τις τρώω εγώ. Μόλις οι άλλοι της παρέας είδαν το αγώνα που άρχισε και την μειονεκτική μας θέση παράτησαν τα ποδήλατα και άρχισε μια κλοτσοπατινάδα Πεντακοσιάνων με τα παιδία από τις Παράγκες του Βύρωνα, όπως μάθαμε αργότερα.
Ο αγώνας δεν κράτησε πολύ γιατί ακούστηκε μια φωνή «έρχεται η Αστυνομία». Εμείς πήραμε τα ποδήλατα και πήγαμε να τα παραδώσουμε στο Μεταξά και οι άλλοι διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κάναμε απολογισμό του αγώνα που δώσαμε και τα αποτελέσματα ήταν για τον Άγγελο ένα μαυρισμένο και πρησμένο μάτι, ο Στέλιος είχε αφήσει στο πεδίο της μάχης το αριστερό του παπούτσι και είχε ένα καρούμπαλο στο κεφάλι που το έτριβε συνέχεια.
Όλοι κάτι είχαμε για να θυμούμαστε την ημέρα αυτή. Εμένα αιμορραγούσε η μύτη μου και το καινούργιο μου πουκάμισο είχε χάσει το δεξιό του μανίκι και η τσεπούλα που είχε στο αριστερό μέρος είχε ξηλωθεί και κρέμονταν. Αυτός που ήταν αλώβητος ήταν μόνο ο Λάζαρος. Στην επιστροφή μας πήραμε πάλι την οδό Μεγ. Αλεξάνδρου. Μας έτρωγε για να δούμε τι αφήσαμε στο πεδίο της «μάχης».
Εκεί δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ο Χρήστος ο Τζούρος μέσα στο καφάσι σε μια αφύσικη στάση με τα πόδια και το κεφάλι έξω από το κιβώτιο και το σώμα του μέσα σ αυτό και δυο μέτρα μακριά το παπούτσι του Στέλιου. Όταν πήγαμε κοντά του είχε κλειστά τα μάτια και βογκούσε. Με μεγάλη δυσκολία τον βγάλαμε από την φυλακή του, το βάλαμε να καθίσει επάνω στο καφάσι που το γυρίσαμε ανάποδα.
Ο άνθρωπος έκλαιγε και έτρεμε σαν ψάρι. Τον ρωτήσαμε που θέλει να τον πάμε και η απάντηση του ήταν, —- Στην θάλασσα παιδιά στην θάλασσα , στην θάλασσα να με πετάξετε να γλυτώσω. Δεν αντέχω άλλο. Και συνέχισε να κλαίει και να τραντάζεται όλο του το είναι. Δεν μπορέσαμε να καθίσουμε πολύ κοντά του γιατί η αποφορά του ήταν τέτοια που μας έπνιγε. Στην θάλασσα δεν τον πετάξαμε.
Πήγαμε πρώτα στα ταξί που ήταν στην πλατεία αλλά κανείς από τους ταξιτζήδες δεν ήθελε να τον μεταφέρει στο σπίτι του. Μετά από αυτό πήγαμε στο σπίτι του στην Οδό Νοταρά 4 και ειδοποιήσαμε την κυρία Ευδοκία την αδελφή του η οποία και τον φρόντιζε και τον εξανθρώπιζε όταν το πάθος του τον οδηγούσε στην αποκτήνωση.
Έτσι τελείωσε μια τέτοια μέρα που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις για να την θυμόμαστε σαν κάτι ξεχωριστό. Η θύμησή της όμως έμεινε στην ψυχή σαν πληγή αιμορραγούσα και σήμερα για την αντιμετώπιση τότε των περιθωριακών ατόμων από την κοινωνία που ήταν πολλές φορές η κύρια αιτία της κατάντιας τους.
Παναγιώτης Φώτου