Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Μονάκριβη κόρη του Μενέλαου και της Ελένης ήταν η Ερμιόνη. Της ωραίας Ελένης. Εκείνης που μας την έκλεψε ο Πάρις και κατασκοτωθήκαμε, μακελευτήκαμε για δέκα ολόκληρα χρόνια στην Τροία. Κι έπεσαν τότες κορμιά επί κορμιών. Άσε τις παράπλευρες απώλειες. Κι όλα αυτά, για μια γυναίκα!
Άκου … για μια γυναίκα! Αλλά έτσι έπρεπε να γίνει γιατί ήταν όμορφη πολύ η Ελένη κι είχε καψούρα μεγάλη ο Μενέλαος.
Λένε τώρα, πως η μονάκριβή της κόρη, η Ερμιόνη, ήταν όμορφη πολύ κι αυτή, και ίσως κι ομορφότερη. Κι ακόμα λένε πως ο πατέρας της, ο άμοιρος Μενέλαος που έμεινε δίχως γυναίκα στο κρεβάτι του, υποσχέθηκε να την παντρέψει με τον Ορέστη, τον γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, πριν την εκστρατεία. Επαιζε βέβαια ως υποψηφίου γαμπρού και το όνομα του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα. Τώρα…. την πάντρεψε, δεν την πάντρεψε, κανένας δεν γνωρίζει επακριβώς. Κι αν κάποια στιγμή την πάντρεψε, με ποιόν την πάντρεψε πρώτα; Ποιός χάρηκε πρώτος την παρθενία της; Τούτο παραμένει μερικώς συγκεχυμένο, έως και άγνωστο. Άλλοι λένε πως πήρε για άντρα τον Ορέστη, κι άλλοι ισχυρίζονται πως ο βετεράνος του Τρωικού πολέμου ο Νεοπτόλεμος ο γιος του Αχιλλέα ήταν αυτός που κρέμασε το ματωμένο νυφοσέντονο στα κάγκελα της βεράντας τού σπιτιού του. Πολύ μας τα μπερδεύουν οι τραγικοί μας ποιητές και οι δημοσιογράφοι της εποχής οι οποίοι ουδόλως διέφεραν από τους σημερινούς δικούς μας. Άντε να βγάλεις άκρη.
Και δες τώρα οι συμπτώσεις της ζωής.
Παρασκευή 16 Ιουνίου 1950:
“Μια αστραπή ξέσκισε τον ουρανό καθώς έπεφτε το βράδυ. Μια αστραπή και η ματιά τής Ερμιόνης μου. Μια αστραπή, που καταξέσκισε την καρδιά μου, την έκανε μικρά μικρά κομματάκια που χοροπηδούσαν όλα μαζί και με έκαναν να τρέμω σύγκορμος. Με σμπαράλιασε. Τρεις μήνες στο κυνηγητό την είχα. Στο παραπόρτι της αχυρώνας του Κωστή εκείνο το απόβραδο τη στρίμωξα. Σ’ αγαπώ, της είπα, λιώνω για σένα Ερμιόνη μου, της είπα. Κι απάντησαν τα χειλάκια της, κι είπαν επιτέλους εκείνο το πολυπόθητο το ναι. Κι έσβησα από πόθο καθώς με φίλησε στο μάγουλο. Ερμιόνη μου!”
Τούτο το παραπάνω γραμμένο βρέθηκε, με ολοστρόγγυλα ευανάγνωστα γράμματα, σε ένα κιτρινισμένο πολυκαιρισμένο χαρτί, σε μια μικρή εσοχή του τοίχου κάτω από το εικονοστάσι. Σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι βρέθηκε, στο δωμάτιο του δασκάλου που είχε εκείνη τη χρονιά διοριστεί σε ένα χωριό της Πιερίας κοιλάδας στους πρόποδες του όρους Παγγαίου.
Ελάχιστα πράγματα στη φύση είναι αρμονικά φτιαγμένα, κι έχουν σχήμα απολύτως γεωμετρικό. Ένας βράχος ας πούμε, ή ένα σύννεφο, ή το σχήμα μιας βουνοκορφής, ή οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες ενός σπηλαίου, αφήνονται στην τυχαιότητα της φύσης. Και όμως, εκεί είναι όλη η ομορφιά τους. Βλέπουμε ένα σταλαγμίτη και θαυμάζουμε την ομορφιά του. Καμιά γεωμετρία, καμιά χρυσή τομή δεν τον διέπει. Ουδεμία σχέση έχουν με τον Παρθενώνα, με το θαυμάσιο αυτό ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Έτσι ήταν και η δική μας σύγχρονη Ερμιόνη, η έκτη κατά σειράν κόρη του Κωστή και της Μαρίκας. Το στερνοπαίδι, η μόνη ανύμφευτη από τις έξι. Είπαν οι γονείς της να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια μπας και πετύχουν τον άρρενα. Τους βγήκε η Ερμιόνη. Αυτή, η δική μας Ερμιόνη όμως, ουδεμία σχέση είχε με την Ερμιόνη την αρχαία, την μοναχοκόρη τού Μενέλαου και της ωραίας Ελένης. Απείχε βεβαίως τα πολλά και από τις αρμονικές καμπύλες των αγαλμάτων των αρχαίων προγόνων μας. Οι καμπύλες της δικής μας Ερμιόνης ακολούθησαν την τυχαιότητα της φύσης και υπάκουσαν στα γονίδια της Μαρίκας.
Στρογγυλή παντού η Ερμιόνη μας, μα ήταν αυτή, αυτή η ματιά της ήταν που έκαιγε, κι έκαψε και τον δασκαλάκο. Αυτή η ματιά που σαν αστραπή ήταν, σμπαράλιασε τον Κύριλλο, τον νιόφερτο στο χωριό δασκαλάκο. Την ζήτησε από τον Κωστή κι εκείνος δίχως αντίρρηση του έδωσε το χέρι της και μαζί και δυο τρία χωραφάκια. Για το στάρι. Κάπως παραξενεύτηκε ο Κύριλλος για την ευκολία με την οποία του έδωσε ο Κωστής την χείρα τής Ερμιόνης, μα δεν έδωσε συνέχεια στη σκέψη του. Κανείς ποτέ δεν έμαθε πλην του πατέρα της που την έπιασε στα πράσα, πως σε εκείνον τον αχυρώνα, χάρηκαν τις στρογγυλάδες επί έναν ολόκληρο χρόνο, ο Περικλής και ο Νώντας. Περιοδικώς, εναλλάξ και κατά μόνας. Κι ένα πρωινό που έγινε μια σύγχυση στην συνεννόηση εμφανίστηκαν την ίδια ώρα οι εραστές. Ο Κωστής με την Μαρίκα είχαν φύγει για το χωράφι κι άφησαν πίσω την Ερμιόνη να ζυμώσει. Γύρισε όμως να πάρει τον μπούκλο με το νερό που ξέχασε, μπήκε στον αχυρώνα κι έγινε ο σύγχρονος Τρωικός πόλεμος. Στα μουλωχτά όμως. Κι έθαψαν τα μυστικά όλα. Εκεί, κάτω από τις αχυρόμπαλες.
Την παντρεύτηκε ο Κύριλλος την Ερμιόνη, κρέμασε και το ματωμένο σεντόνι και καμάρωνε. Όλος ο κόσμος το είδε. Το είδαν και ο Περικλής κι ο Νώντας και απόρεσαν. Με ανοιχτό το στόμα έμεινε ο Κωστής. Αίμα περιστεριού. Τέχνασμα της Μαρίκας.
Έζησε ήσυχη και όμορφη ζωή ο Κύριλλος. Την χάρηκε τη ζωή του. Και χάρηκε τις στρογγυλάδες της Ερμιόνης του στο έπακρο. Μαζί, και οι άλλοι. Έκανε πέντε παιδιά ο Κύριλλος. Τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Το ένα αγόρι του έμοιαζε πολύ. Ξανθό σαν κι αυτόν με γαλανά μάτια. Τα άλλα μελαχροινά, τσουκάλια.
Απόρεσε ο Κύριλλος, ποιόν άραγε να μοιάζουν; παραξενεύτηκε, κάπως κάτι σαν να σκέφτηκε, μα….. μα δεν έδωσε συνέχεια στη σκέψη του…
Τί κι αν έδινε….
Κι έζησε χρόνια πολλά. Κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Πέρσι ταξίδεψε για τον παντοτινό τον τόπο. Πλήρης ημερών. Με το χαμόγελο στα χείλη έφυγε.
Ήξερε; Γνώριζε; Ποτέ κανείς δεν έμαθε.
Τί κι αν ήξερε, τι κι αν γνώριζε!
Εκείνο το βλέμμα της….Αστραπή στα σωθικά του….
Μάιος του 2021