Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Χτύπησε το σταθερό μου. Αυτό το τηλέφωνό μου στο χωριό λίγοι το ξέρουν και σπάνια χτυπά. Και…. ούτε λίγο ούτε πολύ, ξέρω κάθε φορά ποιός είναι. Σαν από ένστικτο, σαν από το κουδούνισμά του να τον καταλαβαίνω μου φαίνεται. Ίσως και από την ώρα της μέρας που χτυπά και απ’τη διάρκειά του. Και τώρα, από το “τρέμουλο” τού χτυπήματος – κι ας αυτό φαίνεται μεταφυσικό καθώς αναγνώριση κλήσης δεν έχω – κατάλαβα αμέσως ποιός είναι. Γι αυτό και του απάντησα με εκείνο το γνωστό:
“Έλα”, που καταδείχνει ότι γνωρίζουμε τον καλούντα, και σε δεύτερο χρόνο “Λέγε” του λέω.
“Χρόνια πολλά….καλή χρονιά….. με αγάπη….ειρήνη …. αδελφοσύν…..” ακούω από την άλλη άκρη της γραμμής, τη γνωστή αργή σερνάμενη ωσάν το κουδούνισμα τού τηλεφώνου φωνή, που όμως μια γλύκα θυμική χαρίζει στα αυτιά μου κάθε φορά που την ακούω. Ούτε το “ήτα” όμως τον άφησα να μου πει, στο “αδελφοσύν…..” τον έκοψα με μιας, γιατί ήξερα ότι θα κατέβαζε πάλι όλου του κόσμου τις ευχές, και στο τέλος θα έκλεινε τούτο το ευχολόγιο με τη συνηθισμένη του όπως πάντα ατάκα, που περιείχε και τη αγαπημένη του λέξη: “Έμορφα”.
Βάζει μπροστά τη λέξη “έμορφα” ή “έμορφες” και ακολουθούν οι λέξεις: χρόνια, μέρες, ώρες….Κάτι χρονικό τέλος πάντων. Για παράδειγμα, “έμορφα χρόνια να έχεις”. Χρόνος, χρόνια, ώρες, μέρες. Αυτόν τον “χρόνο”, τον χρόνο γενικά όσος και όποιος και να είναι αυτός….. αυτόν τον χρόνο που οι ποιητές λένε πως σαν το ποτάμι κυλά και πως πίσω δεν γυρνά, εγώ καθόλου δεν τον εμπιστεύομαι, δεν τον χωνεύω, μα ούτε και στην ύπαρξή του πολυπιστεύω. Ας είναι όμως.
Τρεις φορές τα είπαμε τα χρόνια πολλά; Τέσσερις; Πέντε; Μπορεί και έξι. Ούτε που θυμάμαι πόσες. Και τηλεφωνικώς και διά ζώσης, αλλά αυτός εκεί. Επέμενε να τα λέει και να τα ξαναλέει και όταν του θύμισα ότι τα είπαμε πολλές φορές, εκείνος:
“Πειράζει να τα πούμε ακόμα μια φορά;”
“Πειράζει και παραπειράζει”, του απαντώ ολίγον εκνευρισμένος.
“Βαρέθηκα να τα ακούω όλα αυτά και όχι μόνο από σένα. Από όλους. Χρόνια πολλά ο ένας. Καλή χρονιά ο άλλος. Με υγεία ο παράλλος. Σιγά την υγεία που θα έχουμε σαν αποφασίσει ο Θεός την πίστη μας να δοκιμάσει – όπως λένε οι γραφές – στέλνοντάς μας εκείνες τις αρρώστιες που Θεϊκής παιδαγωγίας τις ονομάζουν οι πατέρες μας. Ούτε που θα πιάσουν οι ευχές και ούτε σωτηρία θα έχουμε.”
Με κάπως υψωμένη τη φωνή μου του μιλώ μα αμέσως το μετανιώνω και αλλάζω τόνο και ύφος.
“Έλα, σε πειράζω”, του λέω γλυκαίνοντας τη φωνή μου και “πανάθεμά με” μέσα μου λέω γνωρίζοντας και πόσο θρήσκος είναι. Πανάθεμά με, που μερικές φορές δίχως λόγο σοβαρό στραβώνω και δεν το θέλω καθόλου αυτό.
“Έλα, πες μου τώρα.”
Λίγο κομπιασμένα στην αρχή, με εκείνο το φόβο και τη συστολή που προκαλεί η ηλίθια συμπεριφορά και η εγωιστική απαξίωση των νεότερων προς τους ηλικιωμένους, μου μιλά, μα ύστερα ξεθαρρεύοντας:
“Να έρθεις λίγο που σε θέλω….”
“Τί συμβαίνει πάλι;” τον ρωτώ ελέγχοντας όμως τώρα τον τόνο της φωνής μου. Μόνο αυτό το “πάλι” τόνισα πιο πολύ, γιατί ήξερα ότι κάθε φορά που μου έλεγε να πάω γιατί: “Κάτι σε θέλω”, κάποια αγγαρεία μυριζόμουν πως θα με φόρτωνε ή κάτι περίεργο στο μυαλό του θα συνέβαινε και θα το τριβέλιζε. Κι άντε αυτό το τελευταίο, το μυαλό και την λειτουργία του να τα αντιμετωπίσω εγώ, που τίποτα από ψυχολογία δεν σκαμπάζω.
Βάσανο που είναι το μυαλό τού ανθρώπου! Καλύτερα να μην υπήρχε. Αυτό, το “ανθρώπινο όργανο” να το πω, που επιστημονικά τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος το λένε, καλύτερα να έλειπε από το κεφάλι μας ή εν πάση περιπτώσει να είχαμε ένα κουμπί, να το πατούσαμε και τέλος η λειτουργία του. Έτσι σκέφτομαι πολλές φορές που ντε και καλά και δίχως να το θέλουμε, τούτο το όργανο μας βασανίζει και μας τυραννά, αναγκάζοντάς μας να τριγυρίζουμε μέσα στα απέραντα θλιβερά κατασκότεινα σοκάκια του. Μα είναι κι άλλες φορές που το σοκάκιασμα αυτό είναι γεμάτο φως και ξυπνά μνήμες ζωής. Ζωής όμορφης μα κι άλλες που “ζήσαμε” και πέρασαν. Και τούτο το “ζήσαμε”, μέσα σε τούτες τις δυο (“) από εδώ και δυο (“) από εκεί γραμμούλες το βάζω, γιατί είναι και εκείνη η ζωή, η ζωή που δεν τη ζήσαμε παρά έτσι νομίζαμε πως ήταν. Μπέρδεμα μεγάλο με την ύπαρξη ή όχι του εγκεφάλου που μέσα του, του παρελθόντος μνήμες κουβαλά. Μπέρδεμα μεγάλο μέσα στον εγκέφαλό μου έχω κι άντε να το ξεμπλέξω.
Και όσο εγώ έκανα αυτές τις σκέψεις η φωνή συνέχισε:
“Να…να…. το ψυγείο. Το ψυγείο κάτι έχει…. κάτι συμβαίνει με το ψυγείο… δεν παίρνει μπρος στην ώρα του και δεν το ακούω, αλλά δεν είναι μόνο αυτό…. είναι και το άλλο…και το άλλο να σου πω…..το άλλο….το πιο σπουδαίο…. το πιο σοβαρό. Όταν κάποια στιγμή πάρει μπρος και το ακούω, έναν θόρυβο παράξενο κάνει…. ένα γουργούρισμα. Σαν εκείνο το γουργουρητό του θανάτου, σαν εκείνον που….. επιθανάτιο ρόγχο τον λένε….και με τρομάζει. Πολύ με τρομάζει. Τον θάνατο μου θυμίζει.”
Παραξενεύουν σαν γεράσουν οι άνθρωποι. Σαν γεράσουν….σαν γεράσουν…. καθόλου καλά δεν μου ακούγεται η λέξη “γεράσουν”, και μάλλον καταλαβαίνω ποιος είναι ο λόγος, μιας και άρχισαν και μένα να με βαραίνουν τα χρόνια. Ας το διορθώσω λοιπόν: Παραξενεύουν σαν μεγαλώσουν οι άνθρωποι. Μια αγωνία τους πιάνει για τη ζωή, ένας φόβος που τρόμος γίνεται καμιά φορά. Αγχώνονται δίχως λόγο σοβαρό και μια ανησυχία τους κυριεύει. Αμφιβολίες για όλα όσα γύρω τους συμβαίνουν φορτώνουν την ψυχή τους. Γίνονται καχύποπτοι κι όλο βλέπουν πώς κάτι δεν πάει καλά. Κι είναι και ο φόβος του θανάτου, του δικού τους θανάτου και όλων των άλλων γύρω τους. Έμψυχων και άψυχων. Της ζωής το τέλος.
Και πήγα.
Πήγα και τον βρήκα να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας πάνω στο οποίο είχε στρώσει ένα μικρό πεντακάθαρο – μπουζάτο που έλεγε η μάνα μου – τραπεζομάντηλο. Δύο άδεια πιάτα πάνω του, κουτάλι για το γιαούρτι, πιρούνι για τις πατάτες που ζεσταίνονταν στο φούρνο. Απέναντί του και δεξιά ψηλά η ομιλούσα τηλεόραση και στα αριστερά το σιωπηλό ψυγείο. Κι αυτός πεσμένος σε βαθιά περισυλλογή. Χάρηκε που με είδε.
“Το ψυγείο το έχω στο τρία και δεν δουλεύει. Το βάζω στο πέντε και αρχίζει να δουλεύει. Ύστερα αμέσως το κατεβάζω στο τρία και πράγμα παράξενο συνεχίζει να δουλεύει. Ύστερα σταματά και δεν ξαναπαίρνει μπροστά. Για ώρα πολλή δεν παίρνει μπροστά και εγώ αναγκάζομαι να κάνω συνέχεια το ίδιο. Πέντε, τρία, πέντε, τρία….πέντε, τρία. Ανάθεμά το…. μάτι δεν έκλεισα όλο το μεσημέρι.”
Μονοκοπανιά τα είπε όλα αυτά και σαν να ξαλάφρωσε μου φάνηκε. Σκέφτηκα λίγο κι ύστερα αμέσως του εξήγησα ότι έτσι συμβαίνει, πως φυσιολογικό είναι και πως τίποτα δεν έχει το ψυγείο. Επέμενε.
“Άκου λοιπόν τι θα κάνεις”, του λέω. “Θα αφήσεις το ψυγείο στο τρία όλη νύχτα. Αν θες βάλε και ένα θερμόμετρο μέσα αφού πρώτα διαπιστώσεις την θερμοκρασία που έχει τώρα. Το πρωί που θα σηκωθείς, θα δεις αν έχει πέσει η ψύξη και ανέβηκε η θερμοκρασία και τότε θα καταλάβεις αν έχει πρόβλημα ή όχι και αν ναι, θα φωνάξουμε τον ψυκτικό.”
“Καινούργιο θα πάρω”, μου λέει. “Δεν θέλω ψυκτικούς και τέτοια πράγματα. Πάλιωσε κι αυτό. Σαν και μένα έγινε.”
“Εντάξει”, συμφώνησα. “Εγώ εν τω μεταξύ θα πάω σπίτι μου και θα ψάξω στο Ίντερνετ για κανένα παρόμοιο ψυγείο….”
Άκουσε Ίντερνετ και ξεσηκώθηκε.
“Όχι, όχι…..όχι τον Ίντερνετ, άκουσα στην τηλεόραση ότι κλέφτες είναι σε αυτόν τον διάβολο τον Ίντερνετ. Θα πάμε στην Ιονική τράπεζα και θα πάρω μετρητά.”
Που τη θυμήθηκε τη Ιονική τη τράπεζα, ένας Θεός ξέρει.
Τα συμφωνήσαμε και τον καληνύχτισα.
Το πρωί χτυπά τρεμουλιαστά το τηλέφωνό μου.
“Έλα…. λέγε.”
“Όλα καλά με το ψυγείο, μονάχα το γουργουρητό έμεινε αλλά δεν βαριέσαι”, μου απαντά. “Έτσι κι αλλιώς καλά κάνει και τον θάνατο μου θυμίζει. Έτσι είναι η ζωή.”
Έτσι είναι η ζωή πραγματικά σκέφτηκα κι εγώ, και αμέσως ήρθε στον νου μου μια σκέψη που είχε εκφράσει κάποτε ένας φίλος μου όταν ρωτήθηκε εάν καταλαβαίνει τα όρια μεταξύ της ζωής και του θανάτου και πως τα νιώθει. Είχε πει:
“Αναπόφευκτη φίλε μου είναι η σκληρότητα της πραγματικότητας, και μάταια τα επίγεια και εφήμερα πράγματα.”
“Να σου πω”, μου λέει η φωνή στο ακουστικό και επανέρχομαι στον τόπο και στον χρόνο.
“Λέγε.”
“Χρόνια πολλά είπαμε, αλλά εγώ θέλω πάλι να σου ευχηθώ.”
Δεν είπα τίποτα παρά τον άφησα να μου μιλά, να λέει τις ευχές του με την τρεμουλιαστή σιγανή γλυκιά όμορφη φωνή του. Δεν τελείωσε όμως με την συνηθισμένη του φράση και την αγαπημένη του λέξη “Έμορφα”, παρά με ένα ευχαριστώ για την ανταπόκρισή μου στο κάλεσμά του και την βοήθειά μου. Από αυτά τα ευχαριστώ που δεν διδάσκονται ως τρόπος ευγένειας, παρά μονάχα βγαίνουν βαθιά απ’την καρδιά. Από αυτά που όποιος έχει την τύχη στη ζωή του να τα δεχθεί, δεν τα ξεχνά ποτέ του.
Το πιο Έμορφο ευχαριστώ της μέχρι τώρα ζωής μου ήταν.
Δεν τα σκοτώνουμε τα άλογα σαν γεράσουν. Στα μάτια βαθιά τα κοιτάμε και Έμορφα λόγια στα αυτιά τους ψιθυριστά τους λέμε. Και ζουν!
Παλαιοχώρι Παγγαίου
Τρίτη, επτά Ιανουαρίου του είκοσι είκοσι.