Dark Mode Light Mode

Το «μη διαχειρίσιμο» ταλέντο της Sinéad

Mείναμε έκπληκτοι και συγκινημένοι διαβάζοντας τα πολλά αφιερώματα στη φτωχή Sinéad από συναδέλφους μουσικούς.

Ακόμα και από συναδέλφους μουσικούς που δεν είναι πια εδώ (για παράδειγμα, η ανάρτηση στο προφίλ του Λου Ριντ-Lou Reed είναι υπέροχη). Η Annie Lennox, οι Massive Attack, ο Peter Gabriel έχουν γράψει όμορφα πράγματα. Ειλικρινή. Συναρπαστικά.

Ένα πρωτόγνωρο κύμα συγκίνησης, τουλάχιστον από όσο θυμάμαι, από τότε που υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα. Ο καθένας, με τον τρόπο του, θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής σε αυτή την μικροκαμωμένη ιρλανδή, με τη μοναδική φωνή, που άγγιζε με τρόπο φυσικό αδιάβατες κορυφές και ευχάριστη γλύκα.

Εμείς που τη γνωρίσαμε όταν ήμασταν ήδη πάνω από είκοσι, στο ντεμπούτο της, ελκυσθήκαμε μαζί της και μετά παγιδευτήκαμε στον τρόπο της να τραγουδάει ποπ (ή αν θέλετε «ποπ ροκ» όπως έλεγαν στην προϊστορική εποχή) κατά καιρούς κοφτερή, φουτουριστική. Στην οποία μαύρα σύννεφα γεμάτα αστραπές εναλλάσσονταν με μεγάλα ξεκαθαρίσματα γαλάζιου κάποιων ανεμοδαρμένων ουρανών, γράφει ο Ciuffi Martelli.

Πολλά, πάρα πολλά αφιερώματα. Μέχρι που ο Morrissey αποφασίζει να γράψει κάτι κι αυτός. Το κάνει με τον τρόπο του, όπως πάντα. Αλλά αυτή τη φορά, σε αντίθεση με άλλες απόψεις του στις οποίες δεν δόθηκε ιδιαίτερο βάρος, il suo j’accuse, το κατηγορητήριο του βρίσκει ομοφωνία.

Όπως είναι φυσικό, το δάχτυλο είναι στραμμένο προς την πολυεθνική δισκογραφική βιομηχανία, ένοχη ότι απαλλάχθηκε από αυτήν ακόμη και μετά από έναν θελκτικό αριθμό εκατομμυρίων αντιτύπων επειδή ήταν «δύσκολη καλλιτέχνης στην διαχείριση της».

Πολλοί δημοσιογράφοι εγείρουν την ανάρτησή του, αλλά οι εξακοντισμοί του Moz είναι και για τα μέσα ενημέρωσης. Τολμώ να πω ειδικά γι’ αυτά. Που πρόσφατα ασχολήθηκαν με τη Sinéad μόνο και μόνο για να αναδείξουν την «τρέλα» της, συχνά με κοφτερά σχόλια, tranchant, ή για την αυτοκτονία του μικρού δεκαεπτάχρονου γιου της.

Αντίθετα, δεν θυμάμαι ανασκοπήσεις για τα πιο πρόσφατα άλμπουμ της, ρεπορτάζ στις τηλεειδήσεις ή στα πολυάριθμα διαδικτυακά περιοδικά, που να συνδέονται με τους δίσκους που κυκλοφόρησε ακόμη και όταν βρισκόταν στην άκρη της σκηνής. Δεν θυμάμαι καμία αναφορά για τις ερμηνείες της τα τελευταία χρόνια.

Ούτε καν για το ευαίσθητο και συγκινητικό cover της του All Apologise ενός άλλου καλλιτέχνη που πέθανε πρόωρα με τραγικό τρόπο.

Αντίθετα, θυμάμαι τις περιπέτειες που είχα μέχρι να καταφέρω να βρω έναν αξιοπρεπή σύνδεσμο, un link decente, με το σπαρακτικό ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή της, το οποίο κανείς δεν έχει μεταδώσει ποτέ στην Ιταλία (αλλά θα δείτε ότι το κενό θα καλυφθεί σύντομα,  post mortem, μετά τη νεκροψία).

η Sinéad ξεκίνησε αμέσως στον «μεγάλο γύρο». Άλεσε γρήγορα μεγάλα νούμερα. Κάτι που είναι το όνειρο όλων ή σχεδόν όλων όσων γράφουν και ερμηνεύουν τραγούδια, αλλά που μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη. Που συντρίβει ακραίες ευαισθησίες, εύθραυστες προσωπικότητες.

Σκέφτομαι τους πολλούς, πολλούς καλλιτέχνες που, όπως εκείνη, γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία και στη συνέχεια παραμερίστηκαν. Απόκληροι της show biz αλλά και των media. Μερικές φορές χλευάστηκαν.

Δεν ξέρω αν αυτό το κύμα αφιερωμάτων στη φιγούρα της Sinéad συνδέεται επίσης με κάποιο αίσθημα ενοχής για το τι θα μπορούσε να έχει κάνει μια κοινότητα, η καλλιτεχνική, γι’ αυτήν. Για να τη βοηθήσei να νιώθει λιγότερο μόνη. Λιγότερο εγκαταλελειμμένη, ειδικά μετά τον τραγικό θάνατο του μικρού της γιου. Ένα χτύπημα πολύ βαρύ για να ξεπεραστεί.

Εξάλλου, δεν ξέρουμε αν ήθελε και αυτή να βοηθηθεί. Ή αν εκείνοι που προσπάθησαν να τη βοηθήσουν στη συνέχεια αποσύρθηκαν όταν αντιμετώπισαν τη δυσκολία να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της.

Μου έρχεται να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η καριέρα της αν αντί να υπογράψει σε μια μεγάλη δισκογραφική είχε πάει σε μια ανεξάρτητη ετικέτα. Μία από αυτές τις «φιλικές προς τον καλλιτέχνη», label “artist friendly“. Που δεν φοβούνται τους «προβληματικούς» καλλιτέχνες (στο μυαλό μου έρχεται η μακροχρόνια σχέση-συνεργασία κάποιου σαν τον Nick Cave με τη Mute Records).

Αλλά μετά σκέφτομαι ότι αν ήταν έτσι ίσως δεν θα είχα βρει το Lion and The Cobra της σε εκείνο το ράφι του Sound City (ένα δισκάδικο στην Tuscolana) αφού είχα δει το βίντεο κλιπ της Mandinka.

Ίσως δεν θα είχα ακούσει ποτέ το Nothing Compares 2 U. Ποτέ δεν θα με είχε κυριεύσει η κρυστάλλινη και αιματηρή ομορφιά του ντουέτου της με τον Peter στο Blood of Eden και ποιος ξέρει πόσα άλλα πετράδια ακόμα.

Το δάχτυλο του Morrissey που σημαδεύει δεν απευθύνεται μόνο στα μέσα ενημέρωσης και τη βιομηχανία δίσκων και συναυλιών, ένοχους πως την εγκατέλειψαν και την χαρακτήρισαν ως μια δύσκολη ανθρώπινη υπόθεση, [της κολλήσαν ρετσινιά].

Δεν συνειδητοποιούμε πώς οι πράξεις και τα λόγια μας, ή οι σιωπές και η αδιαφορία μας, μπορούν μερικές φορές να πληγώσουν βαθιά αυτούς που έχουν έντονη ευαισθησία.

Τα βέλη του Moz, και αυτός ιρλανδικό αίμα, irish blood, είναι και μια πράξη αγάπης και μπορούν να αποτελέσουν τροφή για σκέψη για όλους.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org

Προηγούμενο άρθρο

Πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Παγγαίου στα Κάστρα της Νέας Περάμου

Επόμενο άρθρο

Η αναβίωση του εθίμου «Αύγουστος-Παραύγουστος» από το Σύλλογο Γυναικών Παναγίας Θάσου (φωτογραφίες)