Dark Mode Light Mode

Το μικρότερο κακό ως στρατηγική λιποταξία

Emad El Byed/Unsplash

09/09/2024

Μετά τη Γάζα, ο κόσμος είναι διαφορετικός. Η αντίθεση αριστερά-δεξιά εξατμίζεται για να αντικατασταθεί από αυτή που αντιτάσσει τον παγκόσμιο Βορρά και τον Νότο, μια σύγκρουση που προέκυψε πριν από χρόνια.

Κυριαρχεί η πολιτική του μικρότερου κακού που εστιάζει στο βραχυπρόθεσμο, χωρίς να μετράει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, ξεκινώντας από την απώλεια της θέλησης για αλλαγή.

Γράφει ο Raúl Zibechi: «Σε δύσκολες και ακραίες εποχές όπως αυτές που ζούμε, πρέπει να αμφισβητούμε τις ψυχικές, πνευματικές δομές που έχουμε καλλιεργήσει εδώ και δεκαετίες. να μπορούμε να σκεφτόμαστε ενάντια στις παραδόσεις μας ως αριστεροί, να θέτουμε υπό συζήτηση τα πάντα και όχι μόνο αυτά που κάνουν και λένε εκείνοι από την άλλη πλευρά…

Εν ολίγοις, αυτό που χωρίζει τη δεξιά και την αριστερά είναι βασικά οι κουβέντες. Γνωρίζουμε ότι και τα δύο ρεύματα τείνουν να αναπτύσσουν διαφορετικές πολιτικές σε ορισμένες πτυχές: ποσοστιαίες αναπροσαρμογές στους μισθούς και τις συντάξεις, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρότητα με τους μετανάστες, περισσότερο ή λιγότερο συμπεριφορές macho – αλλά χωρίς αμφισβήτηση της πατριαρχίας, που θα συνεπαγόταν τη διάλυση των στρατευμάτων, όπως υποστηρίζει η María Galindo – και άλλα μη δευτερεύοντα πράγματα.

Ούτε η μεγαλύτερη αύξηση των μισθών που μπορεί να φανταστεί κάποιος, ούτε η αυστηρότερη νομοθεσία κατά των βιαστών και των παρενοχλούντων, ούτε η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών μπορούν να αγγίξουν τον πυρήνα του συστήματος.

Σήμερα αυτός ο πυρήνας είναι ο πόλεμος και η μη κατανόηση αυτού σημαίνει ότι μπαίνεις σε μια πιθανότητα που είναι αυτή η οποία επιτρέπει τη σφαγή και την εξόντωση παλαιστινίων και γεμενιτών, καθώς και των αυτόχθονων πληθυσμών της Λατινικής Αμερικής”

Καθώς η διεθνής κατάσταση γίνεται πιο τεταμένη και πλησιάζουν στιγμές πυρηνικού κινδύνου, τα ημίμετρα και η πολιτική του «μικρότερου κακού» δείχνουν σοβαρά όρια και, το χειρότερο, μπορούν να οδηγήσουν στην απώλεια μεταμορφωτικών οριζόντων ακριβώς την στιγμή που είναι πιο απαραίτητοι παρά ποτέ.

Οι ευρωπαϊκές και ηπα αριστερές δυνάμεις έχουν πέσει σε αυτή την παγίδα που τους οδηγεί να επιλέξουν τον Τζο Μπάιντεν (τώρα την Καμάλα Χάρις) για να αποτρέψουν τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.

Η γαλλική αριστερά έχει κάνει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, υποστηρίζοντας τον Εμανουέλ Μακρόν για να μπλοκάρει τον δρόμο της Μαρίν Λεπέν. Μεγάλο μέρος της πολιτικής της περιστρέφεται γύρω από το μπλοκάρισμα της ακροδεξιάς, αλλά για να γίνει αυτό σχηματίζονται συμμαχίες που επιταχύνουν την ολίσθηση της αριστεράς προς το κέντρο, δηλαδή προς το πουθενά.

Το γαλλικό Νέο Λαϊκό Μέτωπο πλέχθηκε διαμέσου μιας συμμαχίας με τους σοσιαλιστές και τους πράσινους, των οποίων οι πολιτικές είναι βαθιά νεοφιλελεύθερες, υποκλίνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και τάσσονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Στο μετεκλογικό σενάριο, οι κύριοι ωφελούμενοι ήταν ο Μακρόν και οι σοσιαλιστές, ενώ οι χαμένοι ήταν η μη υποταγμένη Γαλλία, η οποία παρέμεινε εγκλωβισμένη στη de facto συμμαχία μεταξύ των δύο «κέντρων», που μεγάλωσαν με την αφήγηση ενάντια στην άκρα δεξιά.

Τα μέσα ενημέρωσης που προωθούν εντονότερα πολιτικές κατά της ακροδεξιάς είναι οι New York Times, The Guardian και El País, μεταξύ πολλών άλλων, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζουν την κλιμάκωση κατά του παλαιστινιακού λαού και ζητούν την εντατικοποίηση των συνεχιζόμενων πολέμων.

Η ακροδεξιά αποκαλύφθηκε ένα σκιάχτρο στα χέρια της νεοφιλελεύθερης δεξιάς (στην οποία συμπεριλαμβάνω τους λεγόμενους σοσιαλιστές) για να νομιμοποιήσει το εξορυκτικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο.

Θέλουν να μας πείσουν ότι υπάρχει τεράστια διαφορά, για παράδειγμα, μεταξύ Μπάιντεν/Χάρις και Τραμπ ή μεταξύ δημοκρατικών και ρεπουμπλικανών.

Με αυτό δεν έχω την πρόθεση να υπονοήσω την παραμικρή επιείκεια προς εκείνους τους εξτρεμιστές πολιτικούς και αυτές τις ανοιχτά ρατσιστικές και ξενοφοβικές πολιτικές.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολύ λίγες διαφορές μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς, αλλά υπάρχουν και πολλές ομοιότητες με τις σοσιαλδημοκρατίες.

Στα κεντρικά ζητήματα, ας πούμε στις κρατικές υποθέσεις, υπερισχύουν τα κοινά σημεία: είναι σφοδρά κατά της ανεξαρτησίας στο ισπανικό Κράτος, πολεμοχαρείς σε διεθνές επίπεδο και υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια το μοντέλο συσσώρευσης με απαλλοτρίωση που διευρύνει το κλιματικό χάος σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Μετά τη Γάζα ο κόσμος είναι ένα διαφορετικό μέρος. Μία από τις κυριότερες αλλαγές είναι ότι η παλιά αντίφαση αριστερά-δεξιά εξατμίζεται και σε πλανητική κλίμακα αναδύεται μια νέα αντιπαράθεση που τείνει να γίνει η κύρια: αυτή που εναντιώνει τον Βορρά και τον Νότο του κόσμου.

Αυτή η σύγκρουση δεν είναι νέα, ξεκίνησε τουλάχιστον κατά τη διαδικασία αποαποικιοποίησης στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, και ενισχύθηκε από το Κίνημα των Αδεσμεύτων και τη Διάσκεψη του Μπαντούνγκ το 1955.

Οι πόλεμοι στην Ουκρανία, τη Γάζα και τη Μέση Ανατολή αλλάζουν το παγκόσμιο πανόραμα. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Παγκόσμιου Νότου δεν υποστήριξε τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας που προωθούνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και υποστηρίζει την Παλαιστίνη είναι ένα σημαντικό σύμπτωμα αυτής της βαθιάς αλλαγής.

Στο βαθμό που η δημοκρατική κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αρνείται να διαπραγματευτεί την ειρήνη στην Ουκρανία και δίνει στον Νετανιάχου λευκή κάρτα για να συνεχίσει τον πόλεμο στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη και τώρα και στην Υεμένη, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, εκτός από τις δηλώσεις.

Έχω επίγνωση του γεγονότος πως πολλοί άνθρωποι απορρίπτουν αυτή την άποψη και μπορεί ακόμη και να θυμώσουν. Αλλά σε δύσκολους και ακραίους καιρούς σαν αυτούς που ζούμε (επιμένω στο γεγονός ότι η πυρηνική επιλογή είναι πολύ κοντά), πρέπει να αμφισβητήσουμε, να θέσουμε υπό συζήτηση τις ψυχικές δομές που έχουμε καλλιεργήσει εδώ και δεκαετίες. να είμαστε σε θέση να σκεφτόμαστε ενάντια στην παράδοσή μας ως αριστεροί, να αμφισβητούμε τα πάντα και όχι μόνο αυτά που κάνει και λέει η άλλη πλευρά. 

Ας πάρουμε τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή. Η δεξιά την αρνείται και δεν είναι διατεθειμένη να κάνει κάτι για να τη σταματήσει, αντίθετα υποστηρίζει τη μαζική κατανάλωση υδρογονανθράκων.

Οι προοδευτικοί μιλούν πολύ για το κλίμα, προωθούν εκδηλώσεις όπως τα ετήσια Συνέδρια για τις κλιματικές αλλαγές (COP), αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν αλλάζει γιατί αρνούνται να μεταμορφώσουν το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, αφήνοντας τις όποιες αλλαγές στα χέρια της αγοράς.

Εν ολίγοις, αυτό που χωρίζει τη δεξιά από την αριστερά είναι βασικά οι κουβέντες. Γνωρίζουμε ότι και τα δύο ρεύματα τείνουν να αναπτύσσουν διαφορετικές πολιτικές σε ορισμένες πτυχές: ποσοστιαίες αναπροσαρμογές σε μισθούς και συντάξεις, περισσότερη ή λιγότερη αυστηρότητα με τους μετανάστες, περισσότερο ή λιγότερο συμπεριφορές μάτσο (αλλά χωρίς να αμφισβητείται η πατριαρχία, που θα συνεπαγόταν τη διάλυση των στρατών, όπως η Μαρία Γκαλίντο-María Galindo αξιώνει) και άλλα μη δευτερεύοντα πράγματα.

Ούτε η μεγαλύτερη αύξηση των μισθών που μπορούμε να φανταστούμε, ούτε η αυστηρότερη νομοθεσία κατά των βιαστών και αυτών που προκαλούν κακά, ούτε η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών θα μπορούσαν να αγγίξουν τον πυρήνα του συστήματος.

Σήμερα αυτός ο πυρήνας είναι ο πόλεμος και η μη κατανόηση αυτού σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια πιθανότητα που είναι εκείνη που επιτρέπει τη σφαγή και την εξόντωση παλαιστινίων και γεμενιτών, καθώς και των αυτόχθονων πληθυσμών της Λατινικής Αμερικής.

Η πολιτική του «λιγότερου κακού» επικεντρώνεται στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, χωρίς να μετράει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η κύρια συνέπεια είναι η απώλεια των στρατηγικών οριζόντων, της θέλησης για αλλαγή, που αναγκαστικά συνεπάγεται την απόκτηση επαρκούς αντοχής για να αμφισβητείς την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων κολυμπώντας ενάντια στο ρεύμα.

Δεν ήταν η «κατάσταση εξαίρεσης» ο κανόνας για τους καταπιεσμένους, όπως έλεγε ο Walter Benjamin; Καθώς ο καιρός περνούσε, η ευκολία επικράτησε: «Τίποτα δεν έχει διαφθείρει τη γερμανική εργατική τάξη περισσότερο από την ιδέα να ακολουθεί το ρεύμα». Σε αυτό το άνετο κολύμπι, «η τάξη ξεμάθαινε τόσο το μίσος όσο και την ικανότητα για θυσίες», δήλωνε στη XII διατριβή για την ιστορία.

Είναι σαφές ότι δεν είμαστε στο ύψος του καθήκοντος.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος Comune-info

Προηγούμενο άρθρο

"Μια ορειβατική δράση για όλους"

Επόμενο άρθρο

Η πρώτη πινακίδα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου στην Καβάλα