Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
«Καθώς έφθασαν οι γυναίκες στο μνήμα σου και δεν ευρήκαν το άχραντο σώμα σου, αξιολύπητα έκλαιγαν και έλεγαν: ΄άραγε έκλεψαν εκείνον πού τού έκλεψε η αιμορροούσα γυναίκα την γιατρειά; Άραγε αναστήθηκε εκείνος που προείπε και πριν από το Πάθος την Ανάσταση; Αληθινά ανεστήθη ο Χριστός, αυτός που χαρίζει στους πεσμένους την Ανάσταση΄»[1].
Με αυτά τα μοναδικά ποιητικά λόγια αναφέρεται στο συγκλονιστικό γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, που συνέθεσε το θαυμάσιο Κοντάκιο το αφιερωμένο στην αγία και ζωηφόρο ημέρα της Αναστάσεως του Πάσχα. Και μεταφερόμεθα όλοι νοητώς εκεί στον Πανάγιο Τάφο του Θεανθρώπου και με δέος και άπειρη ευγνωμοσύνη αντικρύζομε τις άγιες Μυροφόρες Γυναίκες που επήγαν πολύ ενωρίς το πρωΐ εκείνης της πρώτης ημέρας του Κυρίου για να απλώσουν επάνω στο νεκρό σώμα του Διδασκάλου πολύτιμα αρώματα, σύμφωνα με τα έθιμα της Ιουδαϊκής Θρησκείας, και μαζύ με αυτά να κλαύσουν και να θρηνήσουν τον Χριστό, ο οποίος πριν από δύο ημέρες είχε σταυρωθή στον Γολγοθά και τον οποίο ενεταφίασαν και αυτές μαζύ στο μνημείο, όπως ακριβώς καταγράφεται στα Ευαγγέλια. Ήταν ακόμη νωπές στη σκέψη τους οι μνήμες των γεγονότων που προηγήθηκαν. Η Ανάσταση του Λαζάρου, η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ με τα βαΐα, η συκιά που ξεράθηκε, η γυναίκα εκείνη η αμαρτωλή που έπλυνε τα πόδια του Κυρίου, τὸ πλύσιμο των ποδιών των μαθητών, ο Μυστικός Δείπνος, η προσευχή του Διδασκάλου εκεί στη Γεθσημανή, τα δάκρυα, ο ιδρώτας, η προδοσία του Ιούδα, η φυγή των μαθητών, η άρνηση του Πέτρου, το Πραιτώριο, ο Πιλάτος, οι φωνές, οι χλευασμοί, τα γέλια, οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα, οι κολαφισμοί, οι ύβρεις, η κόκκινη χλαμύδα, ο δρόμος του μαρτυρίου για τον Γολγοθά, ο Σταυρός, το καλάμι, ο σπόγγος, το ξύδι, τα καρφιά, η λόγχη, ο σεισμός, το σχίσιμο του καταπετάσματος, οι δύο ληστές, και ο θάνατος εκείνου που προσέφερε τον εαυτό του θυσία ζωντανή επάνω στο θυσιαστήριο της πληγωμένης από την αμαρτία ανθρωπότητος. Ὀλα αυτά ήταν μέσα στις σκέψεις τους, και καθώς το χάραμα της νέας ημέρας φαινόταν στο πρόσωπό τους, και η λεπτή αύρα εκινούσε ελάχιστα τα φύλλα των δένδρων, ἐφθασαν στον Τάφο. Ήταν αυτές οι ηρωϊκές και συνάμα φοβισμένες γυναίκες που μετέφεραν μαζύ με τα μύρα των αρωμάτων και τα μύρα τα πνευματικά της πίστεως που είχαν μέσα στην ψυχή τους.
Γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «Και όταν επέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα για να πάνε να αλείψουν το Σώμα του Ιησού. Ήλθαν στο μνήμα πολύ πρωΐ την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Και ἐλεγαν μεταξύ τους: ΄Ποιος θα βρεθή για να κυλήση για εμάς την πέτρα από την είσοδο του μνημείου;΄ επειδή ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως εκοίταξαν προς τα εκεί, παρετήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλισθεί από τον τόπο της. Μόλις εισήλθαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά και ετρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: ΄Μη τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από την Ναζαρέτ, τον Εσταυρωμένο; Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Νά και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πήτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι ο Ιησούς πηγαίνει πριν από σάς στην Γαλιλαία και σάς περιμένει. Εκεί θα τον ιδήτε, όπως σάς το είπε. Οι γυναίκες εβγήκαν και έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος. δεν είπαν όμως τίποτε σε κανέναν, επειδή ήταν φοβισμένες»[2].
Και μετά άλλαξαν όλα μέσα στις ψυχές των μαθητών, των μυροφόρων, των πρώτων εκείνων χριστιανών. Η χαρά της Αναστάσεως του Χριστού μετεδόθη αμέσως και η εμφάνιση του στους μαθητές του και σε όλους τους άλλους που αναφέρονται στα Ευαγγέλια τούς ήνωσε, τους εχάρισε την πνευματική εκείνη δύναμη, η οποία την ημέρα της Πεντηκοστής καθιέρωσε την ίδρυση της αγίας μας Εκκλησίας.
Γι΄ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλλει: «Ελάτε τώρα να γίνωμε μέτοχοι και κοινωνοί της βασιλείας του Θεού, σήμερα που είναι η δοξασμένη ημέρα της εγέρσεως του Χριστού πίνοντας από το καινούργιο κρασί του αμπελιού της ευφροσύνης του Θεού και να τον υμνήσωμε σαν Θεό στους αιώνες»[3].
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στον Κατηχητικό του Λόγο για την Ανάσταση τονίζει μεταξύ των άλλων: «Ελάτε να απολαύσετε τον πλούτο της απείρου καθαρότητος της δωρεάς του Θεού. Ουδείς πλέον δεν πρέπει να θρηνή για την πτωχεία του επειδή τώρα εφάνη η βασιλεία για όλους. Ουδείς πλέον δεν πρέπει να οδύρεται για τα σφάλματά του επειδή η συγγνώμη ανέτειλε από τον τάφο του Χριστού. Ουδείς πλέον δεν πρέπει να φοβήται τον θάνατο επειδή μας ηλευθέρωσε ο θάνατος του Σωτήρος»[4].
Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης γράφει αναφερόμενος στην Ανάσταση τού Χριστού: «Άς εορτάσωμε λοιπόν την τριήμερη Ανάσταση που έγινε πρόξενος αιωνίου ζωής… Φέρνοντας λοιπόν στο νού του ο προφήτης Δαβίδ την αποκατάσταση του μεγαλείου, την κατάργηση του θανάτου, την ελευθερία όσων ήταν κάποτε δούλοι, φωνάζει και λέγει: ΄ο Κύριος έγινε βασιληάς, εφόρεσε το μεγαλείο του΄. Ποιό μεγαλείο εφόρεσε; Την αφθαρσία, την αθανασία, την σύναξη των Αποστόλων, το στεφάνι της Εκκλησίας. Δεν προδίδει πλέον ο Ιούδας, δεν απειλεί ο Καϊάφας, δεν αρματώνεται ο Ηρώδης για τον φόνο των παιδιών, δεν δικάζει ο Πιλάτος, ούτε φυλακίζουν οι Ισραηλίτες. Το φθαρτό έγινε άφθαρτο και Εκείνος πού τον εθεωρούσαν απλό άνθρωπο μόνον, απεδείχθη Θεός αληθινός»[5].
Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Χθές σταυρωνόμουν μαζύ με τον Χριστό και σήμερα δοξάζομαι μαζύ του. Χθές νεκρωνόμουν και σήμερα ζωοποιούμαι μαζύ του. Χθές έμπαινα στον τάφο και σήμερα αναστένομαι μαζύ του. Εμπρός ὰς προσφέρωμε καρπούς σε Εκείνον ο οποίος έπαθε για χάρη μας και ανεστήθη. …Άς προσφέρωμε ως καρπούς τους εαυτούς μας, το πολυτιμώτατο και το αγαπητώτατο κτήμα του Θεού»[6].
Ο άγιος Απόστολος Πέτρος μάς λέγει στην πρώτη Καθολική Επιστολή του: «Γνωρίζετε καλά τί πληρώθηκε σαν αντάλλαγμα για να απευλευθερωθήτε από τον μάταιο τρόπο ζωής, που εκληρονομήσατε από τους προπάτορές σας. Δεν δόθηκε σαν αντάλλαγμα κάτι πού φθείρεται, όπως το ασήμι ή το χρυσάφι, αλλά το ανεκτίμητο αίμα του Χριστού, ο οποίος θυσιάσθηκε σαν άμωμος και άσπιλος αμνός»[7].
Αγαπητοί μου,
Μέσα σε μια κοινωνία παγκοσμιοποιημένη όπου ο φόβος του θανάτου και η αβεβαιότητα των στιγμών της ανθρωπίνης ζωής και της προσβολής και απαξιώσεως του ανθρωπίνου προσώπου, μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο οποίος είναι «χθές και σήμερον α αυτός και εις τούς αιώνας»[8], με την εκ νεκρών Ανάστασή του προσφέρει σε όλους μας την αιωνία αγάπη μέσα στην αγία μας Ορθόδοξο Εκκλησία. Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο οποίος «δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήση και να προσφέρει την ζωή του λύτρο για όλους»[9].
Με εγκάρδιες πατρικές ευχὲς και πασχαλινές ευλογίες
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ |
V Ο ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ & ΘΑΣΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
[1] Αγίου Ρωμανοῦ του Μελωδού, Προοίμιον ΙΙ Κοντακίου ΄Εις την αγίαν και ζωηφόρον της Αναστάσεως ημέραν του Πάσχα΄, του Όρθρου της Κυριακής του Πάσχα. «Καταλαβούσαι γυναίκες το μνήμα σου και μη ευρούσαι το άχραντον σώμα σου ελεεινά δακρύουσαι έλεγον. ΄Άρα εκλάπη ο συληθεὶς εκ της αιμόρρου την ίασιν; Άρα ηγέρθη ο προειπών και προ του πάθους την έγερσιν; Αληθώς ανέστη Χριστός ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν΄».-
[2] Μάρκ.16, 1-8. «Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Και λίαν πρωΐ της μιάς σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγον προς εαυτάς. τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος. ήν γαρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. Ο δε λέγει αυταίς. μη εκθαμβείσθε. Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε. ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου. είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον. εφοβούντο γαρ».-
[3] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Α΄ Τροπάριον της η΄ ωδής του Κανόνος του Πάσχα. «Δεύτε του καινού της αμπέλου γενήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμῳ ημέρᾳ της εγέρσεως, βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας».-
[4] Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος. «Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινὴ βασιλεία. Μηδεὶς οδυρέσθω πταίσματα. συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος».-
[5] Aγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις την Ανάστασιν του Κυρίου, ΕΠΕ 11, 32, 1 & 32, 8-11 καὶ 32, 15,1 – 7 & Ψαλμ. 92,1. «Εορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ανάστασιν ζωής αιωνίου πρόξενον… Σκοπών τοίνυν ο προφήτης Δαβίδ της ευπρεπείας την διόρθωσιν, του θανάτου την λύσιν, των ποτε δούλων την ελευθερίαν βοά και λέγει. ΄ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο΄. Ποίαν ευπρέπειαν ενεδύσατο; Την αφθαρσίαν, την ἀθανασίαν, των αποστόλων την σύγκλητον, της Εκκλησίας τον στέφανον. Ουκέτι Ιούδας προδίδωσιν, ουκέτι Καϊάφας απειλεί, ουκέτι Ηρώδης προς παιδοκτονίαν οπλίζεται, ουκέτι Πιλάτος δικάζει, ούτε Ισραηλίται κρατούσι. το γαρ φθαρτόν γέγονεν άφθαρτον και ο παρ’ αυτοίς νομιζόμενος άνθρωπος ψιλός, Θεός αποδεικνύεται αληθινός».-
[6] Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Α΄ Εις το Άγιον Πάσχα. ΕΠΕ 1,66, 17-20 & 66, 24-25. «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι. χθες συνενεκρούμην, συζωοποιούμαι σήμερον. χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι. Αλλὰ καρποφορήσωμεν τω υπέρ ημών παθόντι και αναστάντι. …Καρποφορήσωμεν ημᾶς αυτούς, το τιμιώτατον Θεώ κτήμα καὶ οικειότατον».-
[7] Α΄ Πέτρ. 1, 18-19. «Ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίῳ ή χρυσίω, ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμῶν αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού».-
[8] Εβρ. 13, 8.-
[9] Ματθ. 20, 28. «Ο Υἱός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών».-