Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Μπορεί η πολλαπλώς σχολιασθείσα από τον Τύπο ανεξήγητη (για πολλούς επρόκειτο για πολιτικαντισμό) αργοπορία ονομασίας της νέας πρωθυπουργού Ελιζάμπετ Μπόρν και η ορκωμοσία της μακρονικής κυβερνήσεως να εκάλυψαν εξ ολοκλήρου για λίγα 24ωρα την εσωτερική επικαιρότητα της χώρας, όμως τα διεθνή θέματα καταλαμβάνουν πάντοτε σεβαστή θέση στις συζητήσεις και τα σχόλια των πιο πολιτικοποιημένων πολιτών. Εν πάση περιπτώσει θα επανέλθω στην δημιουργηθείσα νέα κατάσταση, όταν η κυβέρνηση της κ. Μπόρν εξαγγείλει το πρόγραμμά της. Για την τελευταία, η οποία χαρακτηρίζεται από την λαϊκή εφημερίδα «Le Parisien» σαν γυναίκα με πυγμή, περιορίζομαι να διευκρινίσω ότι όταν ήταν υπουργός εργασίας του ακραίου κεντρώου Μακρόν επέβαλε με το νομοσχέδιό της (ασφάλεια-ανεργία) την μείωση κατά πολύ αυτού που εδικαιούτο ένας απολυθείς εργαζόμενος. Εκτός αυτού ιδιωτικοποίησε πολλές υπηρεσίες του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου (CNSF), πριν δε της προσχωρήσεώς της στο κόμμα του Μακρόν, υπήρξε επί σειράν ετών στενή συνεργάτις του σοσιαλιστή προέδρου Ολάντ και του επίσης σοσιαλιστή πρωθυπουργού Ζοσπέν.
Οι πραγματοποιηθείσες δημοσκοπήσεις, προ του διορισμού της κ. Μπόρν, άφηναν να εννοηθεί ότι το πλείστο των Γάλλων είναι επικριτικοί έναντι της πολιτικής Μακρόν στον εσωτερικό τομέα, ιδίως σε εκείνο της ακρίβειας της ζωής και της επιμηκύνσεως του χρόνου δικαιώματος εισδοχής στην σύνταξη. Η ακολουθούμενη όμως πολιτική του προέδρου τους στη διεθνή σκηνή-σκακιέρα (ουκρανικό) χωρίς να επικροτείται θορυβωδώς, κατέστησε μετά την εκλογή του κατά τι ολιγότερο αρνητική εικόνα που είχαν οι Γάλλοι για τον ένοικο του Ηλυσίου μεγάρου. Μερικοί μάλιστα εκ των πολιτικών της Δεξιάς, ιδίως οι σαρκοζιστές, επικροτούν σιωπηρώς τους ελιγμούς στους οποίους προέβη τελευταίως δηλώνοντας δημοσίως την αντίθεσή του στη είσοδο της Ουκρανίας στην Ε.Ε. όπως άλλωστε αλλά ολιγότερο εμφαντικώς και η Γερμανία. Ως εκ τούτου είναι κατανοητό ότι ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκυ, υποχείριο καθαρά και ξάστερα εξασκήσεως της πολιτικής των ΗΠΑ στην Ευρώπη, εξέφρασε με όρους «τσουχτερούς» την δυσαρέσκειά του έναντι των Παρισίων, παρ΄όλον ότι ο Μακρόν σε μια τηλεφωνική συνομιλία διευκρίνισε στον Ουκρανό πρόεδρο ότι η υποψηφιότητα του Κιέβου μπορεί να εξετασθεί τον Ιούνιο. Ο Ζελένσκυ, κωμικός επί σκηνής πριν την εκλογή του, διαθέτων έντονο διπλωματικό ένστικτο, διησθάνθη ότι εάν άνοιγε για την χώρα του η πόρτα της πάλαι ποτέ αποκαλούμενης Κοινής Αγοράς, θα ακολουθούσε εκείνη του ΝΑΤΟ, Εωσφόρος για τους Ρώσους. Οι απόγονοι του Τoλστόι είναι όλο και περισσότερο επιφυλακτικοί στις κινήσεις του ΝΑΤΟ εφ’όσον αυτό δεν θέτει φρένο στην προώθηση των δυνάμεών του στα ανατολικά, σε απόσταση αναπνοής από τα ρωσικά σύνορα.
Άλλωστε πριν από λίγες μέρες η αίτηση της Φινλανδίας να γίνει μέλος του δυτικού στρατιωτικού συνασπισμού, προεκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Η χώρα των λιμνών, παραδοσιακώς ουδέτερη υπό τον προέδρο Κεκκόνεν, (1956-1982), δεκατρία έτη αργότερα το 1995, υπό τον φέροντα ετικέτα σοσιαλδημοκράτη πρόεδρο, Αχτισάαρι κατέστη μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Γιατί λοιπόν, αναρωτιέται ένας καλόπιστος παρατηρητής, να δυσφορεί η Ρωσία με την αίτηση μιας χώρας χαρακτηριζόμενης σαν σοσιαλδημοκρατική που θέλει να ανήκει σε ένα ευρύτερο δυτικό (στρατιωτικό) σύνολο; Για ένα απλό λόγο που ανάγεται στην γεωγραφική θέση της Φινλανδίας, η οποία έχει 1.300 χιλιόμετρα κοινά σύνορα με την Ρωσία. Επιπροσθέτως η Ιστορία αυτού του κράτους είναι πολύ πιο περίπλοκη καθώς απέκτησε μετά τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο την ιδιότητα ουδέτερης χώρας. Στην διάρκεια των ετών 1939-1940, η φινλανδική περιοχή Καρελία, διεκδικούμενη και από την Μόσχα, τόπος καταγωγής του αποθανόντος αιφνιδίως σοβιετικού ηγέτου Αντρόπωφ, κατελήφθη από την όμορη ΕΣΣΔ, και το Ελσίνκι εναντιώθηκε με την συμπαράσταση των χιτλερικών στον Κόκκινο Στρατό. Το 1941-1944 πολέμησε την σοβιετική Ρωσία στο πλευρό του Γ’ Ράιχ. Το 1947, μετά την ήττα του ναζισμού, αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με τους νικητές συμμάχους και ένα χρόνο αργότερα, το 1948, με απαίτηση του Στάλιν, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, υπέγραψε ένα σύμφωνο «αμοιβαίας αλληλοβοήθειας» με την ΕΣΣΔ. Με όλες αυτές τις παλινωδίες και τα διπλοματικοστρατιωτικά πάνε-έλα, πώς θα ήταν δυνατό η Μόσχα να μην διατηρεί υποψίες γι’ αυτή τη χώρα που διακηρύττει ότι η εισδοχή της στο ΝΑΤΟ θα προστατεύει καλλίτερα την ανεξαρτησία της η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν απειλήθηκε ουδόλως από την Ρωσία μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Παρ’ότι και η Σουηδία υπέβαλε και αυτή αίτηση εισδοχής, (χωρίς βάσεις και πυρηνικό εξοπλισμό) στο ΝΑΤΟ, η περίπτωσή της είναι διαφορετική απ΄εκείνη της Φινλανδίας. Πρωτίστως δεν έχει κοινά σύνορα με την Ρωσία και επιπροσθέτως έμεινε ουδέτερη στην διάρκεια των δυο πολέμων που εξαπέλυσε η Γερμανία. Υπό τον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό Όλαφ Πάλμε (μυστηριωδώς δολοφονηθέντα, ο φόνος του οποίου παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξιχνίαστος), που ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Τρίτου Κόσμου, η σκανδιναβική χώρα απoλάμβανε της παγκοσμίου εκτιμήσεως όλων των προοδευτικών ανθρώπων και προσέφερε χωρίς φειδώ το πολιτικό άσυλο σε όποιον της το ζητούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός, φοβούμενος την δραστηριότητα των Κούρδων πολιτικών εξορίστων στην Φινλανδία και την Σουηδία εναντιώθηκε βάζοντας βέτο στην εισδοχή τους στο ΝΑΤΟ, παραλείποντας σκοπίμως να αναφέρει το γεγονός ότι η χώρα του αποτελεί από το 1952 τον ακρογωνιαίο λίθο του ΝΑΤΟ στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, όχι προς υπεράσπιση των λαών αυτής της περιοχής αλλά για την εποπτεία τους…