Θεατής του κόσμου απ΄ το ανοικτό παράθυρο, δεν έχω άλλο τρόπο…
Η περιοχή που μένω, στα όρια της συνοικίας. Δρόμος περνάει μπροστά απ΄ το σπίτι μου, κόβει τη γειτονιά στη μέση. Στα αριστερά του, πενταώροφη μπεζ πολυκατοικία. Στα δύο πρώτα διαμερίσματα, μπουκαμβίλιες, τριανταφυλλιές.
Οι επάνω όροφοι, άδειες βεράντες, κατεβασμένα παντζούρια, ο πέμπτος είναι ρετιρέ, τραβηγμένος μέσα, δεν φαίνεται. Δίπλα μια σχεδόν μονοκατοικία, μπροστά έχει κήπο, πικροδάφνη κατέλαβε το χώρο, δίχτυ κρατάει τις γάτες μακριά.
Πάνω της στέκουν δύο πατώματα γυμνά από τοίχους. Φθαρμένα πέτρινα σκαλιά χωρίζουν τα τσιμεντένια σπίτια απ΄ αυτά με τους τσατμάδες. Απομεινάρια κατοικίας δένουν με τα παλιά σκαλοπάτια. Στα πεσμένα κομμάτια σοβά αχνοφαίνονται τα χρώματα που προτιμούσαν οι ένοικοι. Οι επόμενες δύο κατοικίες, ετοιμόρροπες περιμένουν τη σειρά τους…
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου τσιμεντένια σκαλάκια βγάζουν στο καρνάγιο. Πράσινος κάδος ακουμπάει σε στύλο φωτισμού, πίσω τους παιδικός σταθμός κυκλωμένος από γαλάζια κάγκελα, το κτίριο βαμμένο στο ίδιο χρώμα. Κίτρινες γραμμές οριοθετούν χώρο στάθμευσης. Το γκρίζο του μπετόν σπάει από πολύχρωμα παρτέρια. Λεμονιά μισοκρύβει τη θέα στο καρνάγιο.
Ήσυχη γειτονιά, όμως, τα βράδια με πανσέληνο, τα ετοιμόρροπα σπίτια αλλάζουν μορφή. Οι πεσμένες σκεπές, πρόσωπα που χάσανε το μισό τους κομμάτι. Τα γερμένα παράθυρα, μάτια που κοιτάνε προς το μέρος μου. Το ωχροκίτρινο φως που πέφτει στα σπασμένα τζάμια, τα κάνει μοχθηρά, κακόβουλα.
Τα αυλάκια που έσκαψε η βροχή στους σοβάδες, φλέβες που χτυπάνε στα μηλίγγια. Ο πεσμένος τοίχος, αληθινή πληγή στο πλάι του σπιτιού, οι τσατμάδες σκελετωμένα πλευρά, προσπαθούν να προστατέψουν το εσωτερικό του.
Φορές φορές νομίζω πως βλέπω να χτυπά η καρδιά του σπιτιού, μια καρδιά που πάλλεται χωρίς ρυθμό, αλλόκοτα. Δεν είναι κόκκινη, μπλε το χρώμα της, απόκοσμη. Κάποια βράδια νιώθω πως η καρδιά μου ακολουθεί τους κτύπους της. Η ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα, στόμα έτοιμο να σε καταπιεί.
Όταν φυσάει, τρίζει, κουνιέται πέρα δώθε. Καμουφλαρισμένη απ΄ τον θόρυβο στήνει παγίδα, καραδοκεί. Δύο σιδερένιες κολόνες εξέχουν απ΄ το υπόστεγο, τεράστια δόντια, έτοιμα να καρφώσουν ανυποψίαστους περαστικούς… Κάτι τέτοιες νύχτες, κλείνω τα παντζούρια.