Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Ποιός Άγιος Βασίλης;
Ποιά καμινάδα;
Ποιά δώρα;
Δεν υπήρχε Άγιος Βασίλης στα χρόνια εκείνα τα δικά μου. Ούτε Άγιος Βασίλης από την Καισάρεια υπήρχε, ούτε Santa Claus από την Φινλανδία υπήρχε, ούτε πουθενά σε όλο το κόσμο υπήρχε. Ούτε έλκηθρα και τάρανδοι υπήρχαν. Αυτό ήξερα εγώ, γιατί έτσι ο μπαμπάς μου, μου έλεγε, αλλά και καμμιάφορα, σαν να μου έλεγε ότι υπήρχε ο Άγιος, μα να, λεφτά δεν είχαμε λέει λάδι να αγοράσουμε, και να….και έτσι…και αλλιώς….
Και γω, να καταλάβω δεν μπορούσα, τί σχέση είχαν τα λεφτά και το λάδι με τον Άγιο Βασίλη.
Και έτσι τότε, καταλάβαινα όμως εγώ, ότι σαν να υπήρχε ο Άγιος Βασίλης, μα ίσως να μη μπορούσε να φτάσει μέχρι εδώ, στο χωριό μου, και γι αυτό κι εγώ λέω ότι δεν υπήρχε, αφού, ποτέ δεν τον είχα δει. Βέβαια κάποια άλλα παιδάκια μού είχαν πει ότι υπήρχε, γιατί, και γω τα είχα δει να φορούν καινούργια παπούτσια και να έχουν και από κείνα τα κουρδιστά τα αυτοκινητάκια. Ναι, ίσως και να υπήρχε. Μάλλον θα υπήρχε. Πρέπει να υπήρχε. Αλλιώς πως….
Ναι…..ναι υπήρχε, μα μέχρι το χωριό μου….μέχρι το σπίτι μου, δεν μπορούσε να φτάσει γιατί μακριά πολύ ήταν. Άσε που και να έφτανε στο δικό μας το σπίτι, δεν θα μπορούσε να κατέβει από την καμινάδα γιατί σαν πολύ στενή να ήταν. Έτσι έλεγε ο μπαμπάς μου.
“Θες να σφηνώσει και να έχουμε ύστερα κι άλλα ντράβαλα. Δεν μας φτάνει που είναι έτοιμη να γκρεμιστεί, νά’χουμε και τον Άγιο Βασίλη να σπάσει τα παΐδια του.”
Έτσι ο μπαμπάς μου έλεγε. Μέχρι και σε πολλά άλλα σπίτια τού χωριού μου να φτάσει δεν μπορούσε. Στα περισσότερα. Μπορεί και σε όλα, αλλά μάλλον και ίσως, σε πέντε έξι σπίτια να μπορούσε να πηγαίνει. Ύστερα όμως έπρεπε να φύγει βιαστικά για να προλάβει να πάει εκεί που τον περίμεναν. Στα μεγάλα εκείνα σπίτια, που ζέστη πολλή σε όλα τα δωμάτια είχαν θα πήγαινε. Ακόμα και κει που κοιμούνταν ζέστη πολλή είχαν. Και είχαν και μεγάλα τζάκια και φαρδιές καμινάδες. Εκεί έπρεπε να πάει, γιατί εκεί τον περίμεναν.
Και ήταν και οι καμινάδες μεγάλες και φαρδιές και καινούργιες και καθαρές.
Και μεις, ήταν μακριά το σπίτι μας, κοντά στο βουνό. Που να έτρεχε τώρα γέρος άνθρωπος.
Και η καμινάδα του σπιτιού μας όπως ήταν και πολύ στενή και βρωμερή, που να χωρέσει. Ήταν για και πολύ χοντρός….
Αλλά ήταν και παλιό το σπίτι μας, μισογκρεμίστηκε και ο τοίχος του τζακιού και πάει μαζί και η καμινάδα και πάει και το τζάκι. Έπεσε η καμινάδα, πάει και το τζάκι.
Και τον γκρέμισε τον τοίχο τελείως ο μπαμπάς μου και έχτισε καινούργιο, δίχως τζάκι. Κι έτσι απόμεινε μονάχα η μασίνα.
Άσε που κι όταν ήταν το τζάκι, τέτοιο τζάκι φτωχικό και επικίνδυνο το φοβόταν ο Άγιος, μη και πάθει τίποτα και σφηνώσει και σκάσει από την κάπνα, πεθάνει, κι ύστερα δεν μπορέσει να πάει στου καπνέμπορα το σπίτι.
Κι ούτε κάλτσες κρεμούσαμε δίπλα στο τζάκι, όταν αυτό δεν είχε γκρεμιστεί. Ένα ζευγάρι φορούσα και το άλλο το στέγνωνε η μαμά μου δίπλα στη μασίνα κι άλλο περίσσιο δεν υπήρχε. Είχα βέβαια και τα τερλίκια, αλλά η μαμά μου έλεγε τερλίκια δεν κρεμούν. Άσε που – έλεγε η μαμά μου -, ότι δεν χωρούν τα δώρα μέσα στις κάλτσες και στα τερλίκια.
Νάτο…. νάτο τώρα κι αυτό!
Τα δώρα!
Τι ήταν κι αυτό, το άλλο;….τα δώρα;
Τί ήταν εκείνα που δώρα τα έλεγαν;
Τί ήταν πάλι αυτά τα δώρα;
Εγώ, μόνο αργότερα όταν πήγα στο σχολείο έμαθα τι ήταν τα δώρα και δεν ήταν “τα”, ήταν “η”. Τα δώρα ήταν εκείνη με τα πράσινα μάτια και τα μαύρα σγουρά μαλλιά που Δώρα την έλεγαν και ήταν, “η” Δώρα. Όχι “τα” Δώρα. Και ήταν και όμορφη πολύ. Γελούσε πολύ και μια φορά με φίλησε κιόλας. Για να ψηλώσω με φίλησε γιατί ήμουν πολύ κοντός κι αδύνατος. Έτσι η Δώρα έλεγε. Μα δεν ψήλωνα και με φιλούσε συνέχεια. Γι αυτό και γω δεν ήθελα να ψηλώσω και δεν ψήλωνα. Για να με φιλάει δεν ψήλωνα.
“Θα σε κατσιάσει αυτή”, έλεγε η μαμά μου.
“Είσαι που είσαι σαν σαμιαμίδι, σε φιλά κι αυτή κι έτσι θα απομείνς.”
Και με αυτά και με τα άλλα περνούσαν τα χρόνια. Και κάποια στιγμή ψήλωσα κι έχασα τα φιλιά της Δώρας. Έναν άλλον φιλούσε, εκεί στο Κρυονέρι, πίσω από τις κυδωνιές, που μπορεί, κοντός κι αδύνατος να μην ήταν, αλλά όμορφος πολύ ήταν. Έτσι μου είχε πει η Δώρα. Ότι όμορφος πολύ είναι. Όχι σαν και μένα. Έτσι μου είπε και γω σαν να στεναχωρέθηκα λίγο, αλλά, “δεν βαριέσαι” είπα, έτσι που έλεγε και η Νόπη.
Η Νόπη. Εκείνη η Νόπη που πήγαινε μαζί με κείνον που είχε γυαλιστερά κολλημένα μαλλιά, στο Πάρκο. Στο Πάρκο στις καστανιές την πήγαινε και την φιλούσε, κι ούτε που κάτσιασε καθόλου η Νόπη, γιατί πολύ ψηλή ήταν και είχε και τις στρογγυλάδες της, που έλεγε η θεία Χαρίκλεια. Την είχα ακούσει που το έλεγε η Νόπη στη μαμά μου ότι την πηγαίνει στο πάρκο και την φιλάει. Και όταν πια σταμάτησε να την φιλάει, “δεν βαριέσαι”, εκείνη είπε.
Και είπε και κείνο το άλλο, ότι, έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Έτσι, “δεν βαριέσαι”, είπα και γω, και πάει και η Δώρα.
Τέλος πάντων, για τον Άγιο Βασίλη και τα δώρα έλεγα, και το μυαλό μου στη Δώρα, στη Νόπη και στα φιλιά με πήγε.
Και πέρασαν χρόνια πολλά.
Πέρασαν πολλά χρόνια, κι άλλα χρόνια κι ακόμα περισσότερα.
Χρόνια πολλά πέρασαν και μεγάλωνα εγώ. Και πήγαν και ήρθαν Άγιοι Βασίληδες και Σάντα Κλάους και Φάδερ Κρίσμας και Περ Νοέληδες και Σίντερ-Κλάασηδες. Και έλκηθρα και τάραντοι πέρασαν και Μέρι Κρίσμας και Χάπι Νιού Γίαρ και ρεβεγιόν φανταχτερά ήρθαν κι έφυγαν.
Και δώρα πολλά πήγαν και ήρθαν κι έμαθα επιτέλους τί είναι τα δώρα.
Και πήγα και ήρθα και εγώ πολλές φορές, ούτε θυμάμαι που πήγα κι ήρθα και πόσες φορές, ως που ένα πρωινό, δεν πάει πολύς καιρός, καθώς σήκωσα τα μάτια μου στο μπάνιο μέσα και κοίταξα στον καθρέφτη απέναντι μου,
είδα το δώρο μου.
Έναν Άγγελο με ολάνοιχτα κάτασπρα δυνατά φτερά είδα.
Το τελευταίο και πιο σπουδαίο προς τον εαυτό μου δώρο….
Δεκέμβριος 2018
Περιοχή συνημμένων