Γράφει ο Ιωάννης Κιουρτσόγλου
Ένα πολύ μεγάλο δώρο που προσφέρει η γενέτειρα Καβάλα, στην σύγχρονη ασχήμια και ψευτοπατριωτισμο made in Balkans, που ρίχνει σκιά σ αυτήν, είναι η άγνωστη φύση, μόλις χλμ μακρυά από το τραυματισμένο και κακοπαθές κέντρο της.
Βγαίνεις νωρίς το πρωί για να αθληθείς στο περιαστικό (και χωρίς καμία μέριμνα φροντίδας/σήμανσης) δάσος της και νιώθεις σα να σου στέλνει ψιθύρους η μυθολογία, εμφανίζοντας από το πουθενά αυτά τα δύο ελάφια. Και σαστιζεις. Σταματάς να μην τα τρομάξεις (κυρίως ο ζεβζεκης ο Αμύντας, βασικά) και δεν θες να χάσεις τη στιγμή.
Κομψά και με γοητεία στις κινήσεις τους, σχεδόν σε παρασέρνουν να φανταστείς μεγαλύτερους πληθυσμούς στην αρχαιότερη ιστορική και προϊστορική εποχή – άλλωστε η Άρτεμις ως Βενδιδα και Ταυροπολος, σ αυτήν την θρακική γη (και κόρη του Σαβαζιου – Διονύσου, που τον είδαμε να αφικνείται μέσω Βακχων) δηλώνει παρούσα στα μουσεία του νομού – τόσο στο (κολοβό) αρχαιολογικό μουσείο Καβάλας όπως και με εργαλεία από κέρατα ζώων, στο αρχαιολογικό μουσείο Φιλίππων. Και βέβαια στην Αμφίπολη.
Η σχέση μας με την φύση ως λαός, συνήθως περιορίζεται στην εξ αποστάσεως. Ή στην ανέγερση παράνομων κατοικιών, στην φυσική κατοικία της άγριας ζωής, με την καταπάτηση της (ή το κάψιμο της πρώτα). Δεν γνωρίζω κατά πόσο έχει ενταχθεί η γνωριμία με την φύση στα σχολικά προγράμματα.
Θεωρώ – και σχετικά πρόσφατα το ανέφερα σε συζήτηση με υποψήφια δήμαρχο – ότι ένα καλό σε βάθος χρόνου που μπορεί να κάνει ένας/μία δήμαρχος είναι να εισάγει την ουσιαστική φυσιολατρία στις συνειδήσεις των πολιτών μίας κοινότητας.
Και τέλος – το κυνήγι στον 21ο αι είναι από τις χυδαιότερες μορφές επιβολής του ανθρώπου, που στηρίζεται στην ανισότητα. Και σίγουρα από εκείνες που δεν υπάρχει τίποτα το χρήσιμο, ούτε καλό.