“Laraged’allerjusqu’auboutetlàoùveutbiennousmenerlavie”,
Η μανία να πάμε μέχρι το τέλος και εκεί που θέλει να μας οδηγήσει η ζωή» ( ( KenyArkana – LaRage)
Losguardodiun “flâneur” Το βλέμμα ενός που κόβει βόλτες, ενός περιπλανητή
«Δεν είσαι εσύ που διαλέγεις τη Μασσαλία, είναι η Μασσαλία που σε επιλέγει», έτσι λατρεύουν οι μαρσεγιέζοι να μιλούν για την πόλη τους. Η Μασσαλία καλλιεργούσε πάντα μια γοητεία από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγεις και την οποία τόσο η λογοτεχνία όσο και η κινηματογραφία συνέβαλαν όχι λίγο στο να καταστήσουν αιώνια. Με περηφάνια οι κάτοικοι της Μασσαλίας, ή τουλάχιστον όσοι δεν είναι κατέχοντες, υπογραμμίζουν ότι η Μασσαλία δεν είναι η Γαλλία και κυρίως δεν είναι Παρίσι. Και με Παρίσι εννοούμε το «μικρό Παρίσι» ή ό,τι είναι ξένο στις απέραντες περιοχές βόρεια της πρωτεύουσας με τις οποίες, ωστόσο, οι σχέσεις είναι μάλλον στενές, τόσο που, την καλοκαιρινή περίοδο, δεν είναι λίγοι οι παριζιάνοι banlieusards, αυτοί από τα προάστια, που έρχονται να περάσουν τις διακοπές με συγγενείς ή φίλους στη Μασσαλία.
Ο ανταγωνισμός με το Παρίσι δεν είναι τίποτα λιγότερο από τεράστιος, αφού δύο εντελώς αντίθετες «κοσμοθεωρίες» αντιμετωπίζουν η μία την άλλη και που δεν έχουν καμία σχέση με τις, αν και όχι δευτερεύουσες προστριβές της δικής μας «διανοητικής στενότητας, του τοπικισμού». Βιβλία όπως το Duri a Marseille, Σκληροί στη Μασσαλία ή η τριλογία του Izzo, για να αναφέρουμε μόνο μερικά, ή ταινίες όπως π.χ. Μπορσαλίνο και Μπορσαλίνο κ. Σια, Borsalino e Borsalino&Co, πέρα από τα auteurnoirs που έβλεπαν τη Μασσαλία περισσότερο ως «τόπο της ψυχής» και ως παράδειγμα μιας πραγματικής κοσμοθεωρίας, Weltanschauung, παρά ένα υποβλητικό τοπίο στο οποίο πλαισιώνονται ιστορίες, έχουν κάνει αυτή την πόλη κάτι ξεχωριστό. Το ίδιο το ιταλικό «έγκλημα» δεν έχει γλιτώσει: σκεφτείτε μόνο τα ποτάμια του μελανιού, που συνορεύουν με το επικό ποίημα, τα οποία χύθηκαν για να αφηγηθεί η επική ιστορία της Φυλής, του Clan των μαρσεγιέζων και των κύριων εκφραστών της, των MaffeoBellicini, AlbertBergamelli και JacquesBerenguer οι οποίοι, κυνηγημένοι από τη Μασσαλία, είχαν φτιάξει τη βάση τους στη Ρώμη όπου έδωσαν αποδείξεις για το πόσο άξια ήταν η φήμη τους. Στα χρονικά της εποχής, μάλιστα, τα ονόματά τους διαπρέπουν δίπλα σε φιγούρες διαμετρήματος, ας πούμε, όπως αυτή του FrancisTuratello 1.
Η φήμη της Μασσαλίας είναι τέτοια που έρχεται πολύ πριν τους κατοίκους της. Η μόνη ευρωπαϊκή πόλη ικανή να συναγωνιστεί, λόγω «ανασφάλειας» και «εγκληματικότητας», με τις πιο ταραγμένες πόλεις της Νότιας Αμερικής, η Μασσαλία έχει σίγουρα κάτι μαγικό και ιδιαίτερο, τόσο που το ρητό: «τη Μασσαλία είτε την αγαπάς είτε τη μισείς», περιέχει περισσότερα από ένα κόκκο αλήθειας. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να ξεφύγεις από τη γοητεία που σε αναγκάζει η πόλη να αναπνεύσεις, από τη στιγμή που θα κατέβεις τα σκαλιά της Saint-Charles. Όταν γράφετε για τη Μασσαλία, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να καταλήξετε να αιχμαλωτιστείτε από το μυθολογικό που κουβαλάει η πόλη μαζί της, dal mitologema, καταλήγοντας έτσι να επηρεάζεστε σε κάθε προσπάθεια αφήγησης. Σίγουρα η σύντομη εθνογραφική αναφορά που ακολουθεί μπορεί να μην είναι εντελώς ανοσία σε αυτήν. Ωστόσο, με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, ο γράφων προσπάθησε να διατηρήσει μια κάποια νηφαλιότητα επιρρεπή στις επιταγές της «αντικειμενικότητας» και της «μη αξιολόγησης» 2.
Το αποτέλεσμα μιας παραμονής περίπου ενός μήνα (από 9 ιανουαρίου έως 4 φεβρουαρίου 2023) στην πόλη του minstral, του μιστράλ, του μαίστρου δηλαδή, η έρευνα, γράφει ο EmilioQuadrelli, είχε ως στόχο να περιγράψει ορισμένες πτυχές της κοινωνικής ζωής των υποτελών μαζών και τη σχέση τους με τα ανταγωνιστικά πολιτικά κινήματα, όλα αυτά στον απόηχο ενός κειμένου, Κόκκινα προάστια, Rossobanlieue 3, που από πολλές απόψεις άνοιξε μια γραμμή έρευνας για την «κοινωνική περιθωριοποίηση» σε ανοιχτή αντίθεση με τη συμβατική ρητορική της δημοσιογραφίας μεγάλου μέρους της αριστεράς και των ίδιων των ανταγωνιστικών κινημάτων. Η έρευνα διεξήχθη χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της κοινωνικής εθνογραφίας, ξεκινώντας με τη χρήση κάποιων gatekeeper που επέτρεψαν την πρόσβαση σε συγκεκριμένα κοινωνικά και αστικά συμφραζόμενα, μαζί με την ενοποιημένη πρακτική της «συμμετοχικής παρατήρησης.” 4. Η έρευνα είχε ως επιχειρησιακή βάση τον αθλητικό χώρο (μια αίθουσα πυγμαχίας) η οποία, όντας ο συγγραφέας πρώην αγωνιστικός αθλητής, κατέστησε δυνατή την άμεση δημιουργία μιας καλής δόσης ενσυναίσθησης και εμπιστοσύνης με έναν ορισμένο αριθμό κοινωνικών παραγόντων. Η συλλογή «ιστοριών ζωής» και κάποιες «σε βάθος συνεντεύξεις» αποτελούν τον αφηγητή του κειμένου 5. Τούτου λεχθέντος, προτού βουτήξουμε στην ιστορία των κοινωνικών παικτών, ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε τον σκελετό, το κάδρο αυτού για το οποίο μιλάμε μέσα από τρεις σύντομες αναλαμπές της αστικής ζωής.
Μασσαλία, ένα οποιοδήποτε απόγευμα της εβδομάδας, τραμ 1, στάση George. Μια σκηνή γεμάτη εύκολες παρεξηγήσεις εμφανίζεται μπροστά στα μάτια όσων δεν είναι από τη Μασσαλία. Περίπου τριάντα άτομα με μπλε στολές, που μπερδεύονται εύκολα με τους μπάτσους, καταλαμβάνουν ολόκληρη τη στάση και τους παρακείμενους χώρους. Το προφανές πράγμα που πρέπει να σκεφτεί κανείς είναι ότι κάτι πολύ σοβαρό έχει συμβεί. Μια ληστεία, μια συμπλοκή, πιθανώς ένας φόνος. Στο τραμ κανείς δεν δείχνει ενδιαφέρον για αυτό που συμβαίνει, μόνο ο αφελής ξένος αρχίζει να παρατηρεί τα πάντα με μια συγκαλυμμένη περιέργεια. Λίγες στιγμές και όλα ξεκαθαρίζουν, και αυτό που, με την πρώτη ματιά, θα μπορούσε να φανεί ως μια μάξι αστυνομική επιχείρηση, αποδεικνύεται κάτι πολύ πιο πεζό: οι άντρες και οι γυναίκες με τις μπλε στολές δεν είναι μπάτσοι, αλλά επαληθευτές των τίτλων ταξιδιού. Μπλοκάροντας και περικυκλώνοντας τους λίγους επιβάτες που κατεβαίνουν από το τραμ, ελέγχουν ότι δεν είναι «πορτογάλοι, τζαμπατζήδες». Μια φαινομενικά δυσανάλογη ανάπτυξη δυνάμεων που όμως, όπως θα μου εξηγηθεί αργότερα, δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος λειτουργίας των «ελεγκτών» και δικαίως. Το να ενεργούν σε μεγάλες ομάδες, να μην επιβιβάζονται στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αλλά να ελέγχουν τα εισιτήρια μόνο στο έδαφος και όταν η ισορροπία δυνάμεων είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, αντιπροσωπεύει το μόνο escamotage, το μόνο τέχνασμα για να αποφύγουν να γίνουν βορά σε ταξιδιώτες χωρίς εισιτήριο. Μια έκθεση των γεγονότων που, μεταξύ των κατοίκων της Μασσαλίας, δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Όπως όλες οι καθιερωμένες κοινωνικές πρακτικές, μακροπρόθεσμα καθίστανται απλή ρουτίνα.
Μασσαλία, ένα κανονικό απόγευμα Σαββάτου στην συνοικία LaPlaine. Πριν προχωρήσουμε στη σύντομη περιγραφή των γεγονότων, είναι απαραίτητο να πούμε λίγα λόγια για αυτή τη γειτονιά γιατί, με τρόπο τόσο συνοπτικό όσο και αποτελεσματικό, μπορεί να επικεντρωθεί σε δύο ιδιαίτερα σημαντικές πτυχές της ζωής αυτής της πόλης: οι διαδικασίες κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης και, στη δεύτερη γραμμή, η μη δευτερεύουσα απορία μεταξύ «κινήματος» και τάξης. Στην πραγματικότητα, η LaPlaine δεν είναι η κλασική περιοχή όπου μια δεξιά και συντηρητική αστική τάξη οδηγεί την ύπαρξή της κρατώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις αποστάσεις, ακόμη και μέσω μιας άκαμπτης ένοπλης επιτήρησης, από τις υποδεέστερες κοινωνικές τάξεις, αλλά μια αριστερή συνοικία, προοδευτική, εναλλακτική και πολύ μακριά από τις αντιδραστικές ρητορικές. Μια πραγματικότητα η οποία, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο à lapage, επίκαιρο, είναι μοντέρνα και η οποία, από πολλές απόψεις, φαίνεται να υποδηλώνει το εγγύς μέλλον της Μασσαλίας, η οποία, τον τελευταίο καιρό, έχει γίνει ο κύριος προορισμός για τους bobos, αυτή τη μεσαία τάξη κατά μέσο όρο πλούσια σε «πολιτιστικό κεφάλαιο» που, ως επί το πλείστον, δεν αντιστοιχεί σε ένα «οικονομικό κεφάλαιο» ίσης αξίας 6. Χρησιμοποιώντας ίσως κάπως ξεπερασμένη ορολογία, αυτό το στρώμα ενσαρκώνει το σύγχρονο πρόσωπο του ρεφορμισμού και της σοσιαλδημοκρατίας και αναζητά ένα κοινωνικό και αστικό «μοντέλο» ικανό να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι μεταμοντέρνες κοινωνίες ενώ εξομαλύνει την ίδια στιγμή τις απορίες του 7. Όλων αυτών, η LaPlaine ενσαρκώνει μια χαρούμενη σύνθεση, ακόμα κι αν, με μια όχι πολύ προσεκτική ματιά, οι απορίες της μεταμοντερνικότητας δεν φαίνεται να βρίσκουν καμία ευτυχή λύση, αν μη τι άλλο, το αντίθετο. Πράγματι, το Σαββατοκύριακο, τα παιδιά από τις Βόρειες γειτονιές ορμούν σαν βάρβαροι 8 στην «εναλλακτική γειτονιά», με όχι ακριβώς ειρηνικές προθέσεις. Αν και τα χρονικά επικεντρώνονται στις κλοπές και τις ληστείες, που σίγουρα συμβαίνουν αλλά είναι πολύ περιορισμένης εμβέλειας, αυτό που φαίνεται να προκύπτει σε αυτές τις συμπεριφορές είναι πάνω από όλα «η πρόκληση». Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια διείσδυση σε μια περιοχή η οποία, όσον αφορά τον τρόπο σύλληψης και οργάνωσης της, έχει σχεδιαστεί για να τους κρατήσει έξω. Η ακόλουθη σύντομη περιγραφή προσφέρει ένα καλό παράδειγμα αυτού.
Γύρω στις 23:00 την παρασκευή 20 ιανουαρίου, συνοδευόμενος από δύο κορίτσια του Collectifbox, πήγα στην εσπλανάδα της συνοικίας LaPlaine. Οι χώροι ξεχειλίζουν από κόσμο που μπαινοβγαίνει, πολλοί νέοι περνούν μεταξύ τους μερικούς «μπάφους» καθισμένοι στους χαμηλούς τοίχους που οριοθετούν τη μικρή παιδική χαρά. Τις εισόδους των μαγαζιών ελέγχουν «μπράβοι» που ρυθμίζουν την είσοδο και την έξοδο ενώ άλλοι επιβλέπουν τους εσωτερικούς χώρους. Ομάδες κινητής αστυνομίας σταθμεύουν στις παρυφές της συνοικίας, κάνοντας κατά διαστήματα ελέγχους. Η πρώτη εντύπωση που έρχεται στο μυαλό του περιστασιακού «flâneur» είναι ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια «Disneyland της εναλλακτικής» όπου, μέσα σε μια καλά καθορισμένη περίμετρο, οι αντισυμβατικοί «τρόποι ζωής» μπορούν να καταναλωθούν με απόλυτη ηρεμία. Ένα είδος «απελευθερωμένης όασης», αλλά κοινωνικά και πολιτιστικά περιορισμένης 9, που δεν συνεπάγεται την παραβίαση οποιουδήποτε guastafeste, σπασαρχίδη 10 και εδώ ακριβώς μπαίνουν στο παιχνίδι τα «παιδιά από τις Βόρειες συνοικίες». Μια ομάδα από αυτά, περίπου δέκα, όλα αρσενικά (κυρίως με «σκούρο δέρμα» ακόμα κι αν ήταν ορατή η παρουσία τουλάχιστον δύο λευκών) κατάφερε να εισχωρήσει κρυφά στις περιμέτρους της «Disneyland of the alternative», ερχόμενη αμέσως σε επαφή με τον ασφάλεια. Αναπόφευκτα, ακολουθεί ένας καυγάς στον οποίο η μικρή συμμορία έχει το κάτω χέρι, τόσο πολύ που, βιαστικά, αναγκάζεται να υποχωρήσει. Στη φυγή τους, τα αγόρια αναποδογυρίζουν τραπέζια, παίρνουν μαζί τους ό,τι βολικό και καταφέρνουν να ξεφύγουν. Σε αυτό το σημείο η βραδιά συνεχίζει ήσυχα ακολουθώντας τους ρυθμούς και τις τελετουργίες της. Προς τα ξημερώματα, η «Disneyland της εναλλακτικής» αποστρατεύεται.
Αυτά τα πράγματα, από πολλές απόψεις και έχοντας κατά νου το ιταλικό πανόραμα της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα, σίγουρα δεν είναι καινούργια. 11. Οι εισβολές νεαρών gang στις γειτονιές της μεσαίας τάξης ήταν σχεδόν η καθημερινότητα, όπως και η εισβολή τους σε κλαμπ και ντίσκο όπου σύχναζαν «καλά παιδιά» ήταν μια από τις πολλές «προκλήσεις» που αποτέλεσαν το φόντο των «τελετουργιών» τους. Μια κοινωνική πρακτική που, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο, βρήκε επίσης την πολιτική της ενσάρκωση μέσα από τους μιλανέζους «Κύκλους του νεανικού προλεταριάτου», των οποίων το αποκορύφωμα έφτασε με την «επίθεση στη Σκάλα» 12. Αυτό που διακρίνει, που ξεχωρίζει όσα συμβαίνουν στη LaPlaine από εκείνο που συνήθως λάμβανε χώρα στη σκηνή των «καλών γειτονιών» των ιταλικών πόλεων είναι το κοινωνικό μπλοκ με το οποίο συγκρούονται οι σύγχρονες συμμορίες. Στην πρώτη περίπτωση, ήταν η μεσαία τάξη με το διπλό πέτο και τη γούνα που υπήρξε αντικείμενο των βαρβαρικών επιδρομών, σήμερα είναι μια αναμφισβήτητα χαλαρή, casual κοινωνική τάξη που επιδεικνύει piercing και τατουάζ με κάποια αυταρέσκεια 13. Αυτά είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, τελείως περιθωριακά επεισόδια που ωστόσο μπορούν να πουν κάτι εξίσου σημαντικό για το κοινωνικό μοντέλο που διέπει την πόλη. Το να βγαίνεις στη σκηνή, πέρα από τη θέληση των κοινωνικών παραγόντων που εμπλέκονται, είναι μια σαφής φωτογραφία των σχέσεων εξουσίας που αποτελούν το φόντο της σύγχρονης κοινωνίας, όπου ταξική γραμμή και χρωματική γραμμή τέμνονται, αλλά όχι μόνο.
Αυτό που εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ως η αιώνια επανάληψη του Τα αγόρια της οδού Pál, I ragazzidellaviaPál 14 στην πραγματικότητα περιέχει κάτι εντελώς διαφορετικό. αφενός, ένα κοινωνικό μπλοκ που είναι κοινωνικά νομιμοποιημένο και, δυνάμει αυτού, ένα πλήρη κάτοχο (πολιτικού) λεξιλογίου, από την άλλη μια άμορφη μάζα, απρόσωπη και με βαρβαρικά χαρακτηριστικά, περιθωριοποιημένη, κοινωνικά αποκλεισμένη και ικανή να εκφράζεται μόνο με και μέσα από την απλή φωνή 15. Όχι τυχαία, πριν από λίγα χρόνια, ο Σαρκοζί χρησιμοποίησε τον όρο racaille για να ορίσει αυτή την απρόσωπη μάζα, δηλαδή κάτι που είναι έξω από τις περιμέτρους της πολιτικής ζωής και στερείται πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης 16. Μια κατεξοχήν «μελαχρινή, μαύρου δέρματος» μάζα, όπου οι κληρονομιές της αποικιοκρατίας συγχωνεύονται με την προλεταριακή συνθήκη. Μια κατάσταση από την οποία δεν ξεφεύγουν , παρά το ότι είναι λευκοί, οι νεαροί «γάλλοιγάλλοι», καθώς, όπως έχει πολύ καλά αφηγηθεί στο LaHaine, η οριακή-περιθωριακή κατάσταση, στην πραγματικότητα, σκουραίνει, ακόμη και το δέρμα των λευκών, dei blanc 17. Αυτό είναι το ρατσιστικό σενάριο που αποτελεί το φόντο της Μασσαλίας και το οποίο, όπως θα δούμε καλύτερα αργότερα, έχει γίνει ένα μη δευτερεύον μέτωπο μάχης για ορισμένες εργατικές και προλεταριακές πραγματικότητες.
Ένα κανονικό απόγευμα πέμπτης κοντά στη LaCastellane, το βόρειο banlieue της Μασσαλίας που έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί ο Ζιντάν. Αυτό που για έναν κάτοικο της Μασσαλίας φαίνεται ως απλή ρουτίνα, στα μάτια ενός περιστασιακού επισκέπτη παίρνει εντελώς διαφορετικές πτυχές. Ξαφνικά ο επισκέπτης θα νομίζει πως βρίσκεται μπροστά από μια τηλεόραση παρατηρώντας τις συνήθεις εικόνες ενός ισραηλινού σημείου ελέγχου, checkpoint israeliano κοντά σε ένα «σημείο διέλευσης παλαιστινίων». Μάλιστα, η είσοδος στο banlieue, στη γειτονιά ρυθμίζεται, μπαίνοντας και βγαίνοντας, από έναν απροσδιόριστο αριθμό αστυνομικών δυνάμεων πλήρως εξοπλισμένων. Κάθε άτομο, κάθε αυτοκίνητο, ταυτοποιείται προσεκτικά και ερευνάται. Η επιχείρηση μπορεί να συνεχιστεί για ώρες χωρίς κανένα γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια ανάπτυξη δυνάμεων. Πολύ σπάνια, και μόνο με μια σημαντική προσφορά μέσων, οι αστυνομικές δυνάμεις τολμούν να διεισδύσουν στον αστικό οικισμό, αφού ο κίνδυνος να αντιμετωπίσουν ένοπλες συγκρούσεις όχι δευτερεύουσας έντασης δεν είναι αμελητέος. Ο βαθμός οπλισμού που υπάρχει στον πληθυσμό αυτών των περιοχών είναι τόσο γνωστός όσο και εκτεταμένος. Για τους λόγους αυτούς ο έλεγχος της επικράτειας γίνεται κυρίως με τη σφράγιση των συνόρων. Η επιχείρηση, όπως μου εξήγησε η σύντροφός μου, δεν συνδέεται με κάποια ιδιαίτερη κατάσταση: αυτό που βλέπουμε είναι η κανονική ρουτίνα της «αστυνομικής δουλειάς» προς τους κατοίκους των «Βόρειων συνοικιών», αλλά η οποία, για όσους είναι συνηθισμένοι, μοιάζει με μια πραγματική πολεμική επιχείρηση.
Αυτές οι σύντομες περιγραφές μας επιτρέπουν ήδη να πούμε κάτι για την πόλη και το κοινωνικό μοντέλο που τη χαρακτηρίζει. Μπροστά σε μια mainstream ρητορική που κάνει τη Μασσαλία μια τουριστική πόλη με παράδειγμα την καρτ ποστάλ της Όψης του λιμανιού del Vieuxport, αναδύεται μια μητρόπολη γεμάτη συγκρούσεις και καθόλου ειρηνευμένη, στην οποία ελλοχεύει μια μη δευτερεύουσα εκρηκτική γόμωση. Ωστόσο, αυτό είναι ένα δυναμικό που τις περισσότερες φορές δεν υπερβαίνει την οργή. Μέσα από αυτή την έρευνα προσπαθήσαμε να μιλήσουμε για τις δραστηριότητες ορισμένων κοινωνικών και πολιτικών πραγματικότητων που εργάζονται για να δώσουν πολιτικό σχεδιασμό και δύναμη στη λύσσα, a larage.
(1 – συνεχίζεται)
- Σχετικάδείτε: A. D’Agostino, Francis Faccia d’angelo. La Milano di Turatello, Milieu, Milano 2012
- Weber, Il metodo delle scienze storico – sociali, Einaudi, Torino 2014
- Bugliari Goggia,“Rosso banlieue”. Etnografia della nuova composizione di classe nelle periferie francesi, Ombre Corte, Verona 2022
- Πρακτικά αδύνατο, δεδομένης της απεραντοσύνης των κειμένων που το αφορούν, να συνταχθεί μια λίστα ικανή να εξηγήσει την πυκνότητα των επιχειρημάτων που έχει και συνεχίζει να προκαλεί αυτού του είδους η έρευνα. Για μια καλή θεωρητική επεξήγηση, που σφραγίζεται από μια μη δευτερογενή εμπειρική εξήγηση μέσω παραδείγματος, μπορεί κάποιος να δει: A. DalLago, R. De Biasi, Introduzioneall’etnografiasociale, Laterza, Roma – Bari 2006.
- Από πολλές απόψεις, το «στυλ εργασίας» που υιοθετείται εδώ ακολουθεί τα βήματα ενός κειμένου όπως π.χ το Lacittà e leombre, A. DalLago, E. Quadrelli, Feltrinelli, Milano 2003, που προσπάθησε να αφηγηθείτην ιστορία μιας πόλης (Γένοβα) μέσω της φωνής των σκιών, δηλαδή εκείνου του τμήματος του πληθυσμού που είναι αόρατο αλλά συνεχώς επικαλείται, ως προάγγελος της αστικής ανασφάλειας και της κοινωνικής σήψης, από την επίσημη πολιτική και κοινωνική θεωρία. Με όλους τους περιορισμούς του, επομένως, και αυτό το έργο προσπάθησε να δώσει γλώσσα σε εκείνους που η κυρίαρχη τάξη λόγου υποχρεώνει να παραμείνουν σιωπηλοί.
- Σε αυτή την πτυχή, όσο ξεπερασμένη κι αν είναι, ένα «κλασικό» της κοινωνιολογίας παραμένει θεμελιώδες P. Bourdieue, Criticasocialedelgusto, IlMulino, Bologna 2001
- Παρεμπιπτόντως, παραδειγματικό, S. Stavrides, Città come commoning, Agenzia X, Milano 2022
- Οι προτάσεις του Φουκώ για τους βαρβάρους παραμένουν εντελώς επίκαιρες και, ειδικότερα, αυτές που εκτίθενται στοBisognadifenderelasocietà, Feltrinelli, Milano 2009.
- , E. Goffman, La vita quotidiana come rappresentazione, Il Mulino, Bologna 1969
- Χρησιμοποιώ τον όρο guastafeste, σπασαρχίδεςαναφερόμενος στον H. G. Gadamer, Verità e metodo, Bompiani, Milano 2000
- : G. Martignoni, S. Morandini, Il diritto all’odio, Bertani, Verona 1977
- Η «στολή» των κατοίκων των «Βορείων συνοικιών» είναι ευρέως αναγνωρίσιμη αφού φορούν αθλητικές φόρμες, κυρίως Adidas και Puma, με τα σύμβολα της ομάδας της πόλης Olympique de Marseilles ή κοστούμια παραλλαγής, ενώ η εμφάνιση, illook των τακτικών επισκεπτών της LaPlaine είναι αυτή τoυfauxscruffy casual, casualψεύτικa αλλοιωμένο, ο όρος dégagéτο αποδίδει καλύτερα, εκτός από το ότι έχουν τελείως διαφορετικά κουρέματα, κοντά και ξυρισμένα εκείνοι των «βορείων συνοικιών» μακριά ή dredoiάλλoi, γεγονός που κάνει τις δύο κοινωνικές ομάδες άμεσα αναγνωρίσιμες.
- Molnar, I ragazzi della via Pál, Feltrinelli, Milano 2013
- Από αυτή την άποψη, τα επιχειρήματα του Agamben παραμένουν θεμελιώδη στο Ilpoteresovrano e lanuda vita, Einaudi, Miano 2005.
- Αυτή είναι η ονομασία που χρησιμοποίησε ο Σαρκοζί για τους κατοίκους της banlieue με αφορμή τις ταραχές, degli émeutesτου 2005. Cfr., A. BugliariGoggia, “Rossobanlieue”, cit.
- , A. Bugliari Goggia, Rosso banlieue, cit.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλοςcarmillaonline