Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Ήμαν χορευταρού εγώ….χορευταρού δε λες τίποτα… κώλο δεν έστρωνα στη καρέκλα σα πηγαίναμε σε κανένα κέντρο…. στο “Χρυσό Πέταλο” ας πούμε ή στο “Κρυονέρι” … σταματημό δεν είχα…τώρα όμως…άστα να πάνε τώρα… κούτσα κούτσα και με το μπαστουνάκι…
Ογδόντα ένα….. δεκαέξι Οκτωβρίου του σαράντα με έκανε η μάνα μ’….κι ο πατέρας μ’ έφυγε αμέσως μετά στον πόλεμο… με δύο ποδάρια έφυγε, με ένα γύρισε…..τι να σε λέω τώρα…
Ο γιατρός με είπε στη θάλασσα να μπαίνω ως εκεί που πατώ…και εκεί να περπατώ στην άμμο και λίγο σα να χοροπηδώ να κάνω… με αρέσει… σα να χορεύω είναι και θυμάμαι τα νιάτα μου…
Στο κέντρο του Τζώνη….εκεί πέρα στην άκρια… έκατσα εκεί μια γκαζόζα να πιω κι ήταν κι αυτός εκεί… ο Γιώργος… ο άντρας μ’… εκεί τον γνώρισα… από τον Αμυγδαλεώνα είναι…σιδεράς ήταν…. όλο με κοιτούσε στα μάτια κι εγώ ντρέπομαν… μαύρος σαν το κατράμι ήταν… από τα σίδερα, το καμίνι με τα κάρβουνα και το φυσερό… κι από τον κάμπο… από το μαύρο το βαλτίσιο χώμα….μαύρο και σα σκόνη ταλκ το χώμα έμπαινε μέσα στη πέτσα μας… την πότιζε κι άφηνε τη μαυρίλα του…
Το πενήντα οχτώ τον πήρα για άντρα……φτώχεια… το πενήντα εννιά γέννησα τα δίδυμα… την Ειρήνη και την Ελευθερία… ήταν βλέπεις και αριστερός πανάθεμα τον….τον αγάπησα πολύ… πέρασα καλά μαζί του κι ακόμα καλά περνώ…. καλός άνθρωπος ήταν, καλός άνθρωπος είναι… με προσέχει πολύ …. Ευτέρπη και Ευτέρπη όλο είναι…
Δουλέψαμε στα χωράφια, στη βάλτα… καλαμπόκια…φτώχεια… τέσσερα χρονώ άφησα τα κορίτσια στη μάνα μ’ και φύγαμε στη ξενιτιά… στο Βέλγιο….εκεί να δεις μαυρίλα… από το πρωί ως να νυχτώσει στα ορυχεία….σαν έρχονταν με τον αδελφό του και τον γαμπρό του, στο σπίτι δεν γνώριζα ποιος είναι ποιος…..
Το εβδομήντα ένα πίσω στην πατρίδα…. για τα παιδιά… γι αυτά… να πάνε στο γυμνάσιο…να τα προσέχω… οι άλλοι έμειναν πίσω…
Είχαμε ένα καλό κομπόδεμα, κάναμε ένα μικρό σπιτάκι στην Κηπούπουλη, εδώ παραπάνω λίγο πιο πάνω από την Αγία Ειρήνη….αααα χτυπά η καμπάνα….επτά και μισή …. βγαίνει και ο ήλιος…..φέραμε και τα ηλεκτρικά μας και ξανά ξενιτεμός…. στην Εύβοια….στη Λάρκο…ξανά στα ορυχεία… την έμαθε τη δουλειά… εδώ ήταν λίγο καλύτερα μα πιο λίγα λεφτά, μια πάνω από τη γη δούλευε, και μια σα τυφλοπόντικας στα μαύρα σκοτάδια….με το ζεμπίλι και τα καμίνια πάλι…να κουβαλά και να καίγεται…ογδόντα τρία είναι τώρα ο άντρας μ’….το 1996 βγήκε στη σύνταξη και γυρίσαμε πίσω… διορθώσαμε το σπίτι… κουζίνες μπάνια και βαψίματα… ρίξαμε και ένα πάτωμα ακόμα… η Ελευθερία μου μένει πάνω, με τον άντρα της και τα εγγόνια μου… μεγάλα είναι δουλειές δεν έχουν… νοσοκόμα είναι η Ελευθερία… η άλλη, η Ειρήνη, ζει στη Γαλλία… παντρεύτηκε με Γάλλο…. γιατροί είναι και οι δυο… παιδιά δεν τους έδωκε ο Θεός.… τους περιμένω… θα έρθουν σε μια βδομάδα….
Πήγε οκτώ … χτυπά η καμπάνα πάλι …η Αγία Ειρήνη…. νάτος ο Γιώργος….
Εσύ, εσύ από το Διδυμότειχο είπες πως είσαι; … εδώ πως βρέθηκες; … άσε, μη με λες ακόμα….θα με τα πεις σαν έρθει κι ο άντρας μ’… νάτος κατεβαίνει τα σκαλιά… καλά κρατιέται, βλέπεις…εκείνος εκεί είναι…. εκείνος με το ψάθινο καπέλο…..
Ακτή Καλαμίτσας
Ιούλιος του 2021