Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Έφτασα στα χρόνια, όπου, γνωρίζω πια πολύ καλά, τι έχω απαρνηθεί και γιατί, τι έχω διαγράψει «εν πλήρει συνειδήσει», ποια πράγματα έχω σβήσει από τη μνήμη μου ή τα έχω καταχωνιάσει στα σκοτεινά υπόγεια της θύμησής μου και ξέρω σε τι κρατώ ακόμα λίγη πίστη. Έμαθα τι είναι αυτό που δωρίζει ζωή.
Βλέπω τις πέτρες με μια μοναδική τάξη τοποθετημένες, στα πολυκαιρισμένα τσιμεντένια διαδρομάκια του κήπου. Σαν ψηφιδωτό είναι, και είναι, σαν να τον βλέπω. Σαν να βλέπω εκείνον μου φαίνεται να τις μπήγει με χάρη, στο φρέσκο χαρμάνι του τσιμέντου, φτιάχνοντας τα δικά του σχέδια ωσάν αρχαίος τεχνίτης.
Αρχιμάστορας αυτός κι εγώ – ο μικρός του κάλφας.
Καταγραφές που τις ανασύρει το υποσυνείδητο δίχως καμιά προσπάθεια. Πιάνω στα χέρια μου πέτρες, κι αυτά κινούνται μόνες τους.
Ακόμα και όταν βρίσκομαι σ’ άλλους τόπους και τυχαίνει τέτοια «ψηφιδωτά» να δω, με πέτρες ποταμίσιες ή θαλασσινές, αυτόν στο νου μου φέρνω. Και γυρίζω πίσω, στον τόπο μου. Στα μέρη της ψυχής μου γυρίζω και τον βλέπω.
Τον βλέπω και τον ακούω κιόλας.
«Δώσ’ μου μια μικρή άσπρη πετρούλα, που να χωρά εδώ……. έτσι μπράβο. Τώρα θέλω μια μεγάλη σκουρόχρωμη…… να, εκείνη την μαύρη, την γυαλιστερή………πρόσεχε….μη τρέχεις».
Σαράντα έξι ολόκληρα χρόνια κλεμμένα από τον προηγούμενο αιώνα και άλλα δεκάξι θεμέλιο του νέου. Και οι μνήμες – βγαλμένες με ολόχρυσο μακρύ σκοινί από τα βάθη άπατης σπηλιάς – μελίσσι ολάκερο.
Βουίζουν και σου παίρνουν το μυαλό και κλείνεις την καταπακτή.
Ανήμπορος να τις διαχειριστείς.
Αλλά είναι όλη σου η ζωή.
Η όμορφη ζωή σου είναι γεμάτη με χαρές, λύπες και πόνους, κι όνειρα πολλά, όνειρα πολλά κι ας θαμπά, λησμονημένα και ανεκπλήρωτα στου χρόνου την παγίδα έμειναν και σβήσαν.