Το ψωμάκι των αδελφών Κούφαλη έφτασε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τη δεύτερη ημέρα του Αυγούστου. Ίσα που το είχαν «ξεφουρνίσει» και διαβάστηκε άμεσα πριν καν κρυώσει. Κάπως έτσι απνευστί φυσικά διαβάζονται όλα τα κείμενα του Αντώνη και του Κωνσταντίνου. Κάποιοι θα μπορούσαν να το αποκαλέσουν ακόμη και μαζοχισμό, να παρακαλάς να δεχθείς τα συγγραφικά ραπίσματα του λόγου τους, τις γροθιές που επιφυλάσσουν για το κοινό τους φέρνοντας τους πάντες ενώπιος ενωπίω με τεράστια ζητήματα της σύγχρονης ζωής.
Αυτή τη φορά η θεματολογία τους ήταν όσο πιο επίκαιρη θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Αφού απογυμνώνοντας την καθημερινότητα από τα υπόλοιπα τρέχοντα ζητήματα, η προσφυγιά μένει να ορθώνεται ως μέγιστο πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου. Έχοντας λοιπόν διαβάσει το κείμενο που γράφτηκε κατά παραγγελία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά τέθηκα σε φάση αναμονής. Πρώτα παρακολούθησα στενά την πορεία που διέγραψε μακριά μου κι έπειτα περίμενα τη στιγμή που η παράσταση «Το ψωμί της Νινευί» θα έφτανε και στην Καβάλα. Έγινε κι αυτό το βράδυ της Πέμπτης τερματίζοντας το διάστημα της αναμονής.
Στην αίθουσα του θεάτρου «Αντιγόνη Βαλάκου» δεν έπεφτε φυσικά ούτε καρφίτσα. Ασχέτως με την επιτυχημένη διαδρομή που ακολουθεί το καβαλιώτικο συγγραφικό δίδυμο σε άλλες πολιτείες, εδώ πίσω στη γενέτειρα φίλοι, γνωστοί και φανατικοί θαυμαστές δεν αφήνουν παρόμοιες ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες. Πολύ περισσότερο όταν η Καβάλα αποτελεί τον πρώτο σταθμό της περιοδείας ενός έργου το οποίο δοκιμάστηκε και πέτυχε ήδη.
Το σκηνικό ήταν όπως περιγραφόταν στο χειρόγραφο. Μια απρόσωπη αίθουσα εκδηλώσεων σε μια γερμανική πόλη. Μεγάλα τραπέζια και καρέκλες τοποθετημένα στην ίδια ευθεία ώστε να θυμίζουν πάνελ εκδηλώσεως. Εκεί όπου ο τοπικός σύλλογος «Ανοιχτοί Ορίζοντες» θα έδινε το λόγο σε δύο πρόσφυγες του Ιράκ, τη Νουρ και το Σαμίρ, προκειμένου να μιλήσουν για τον ξεριζωμό τους, το ταξίδι τους προς τη σωτηρία και την προσπάθειά τους να ενσωματωθούν σε μια νέα κοινωνία με διαφορετικά ήθη και νοοτροπία. Ένα χειμωνιάτικο βροχερό απόγευμα, δυο άτομα που για διαφορετικούς λόγους συνυπήρξαν μέσα σε μια από τις χιλιάδες προσφυγικές βάρκες, έπρεπε να μιλήσουν για την εμπειρία τους προσέχοντας ωστόσο πολύ τα λόγια τους αποφεύγοντας να ρισκάρουν την μετατροπή του προσωρινού ασύλου σε μόνιμο.
Η ΝΟΥΡ ΚΑΙ Ο ΣΑΜΙΡ
Εκείνη. Η Νουρ. Μια γυναίκα, μέσης ηλικίας και Ιρακινής καταγωγής. Ευπρεπής, σοβαρή, ντυμένη δυτικά αλλά με μια επίφαση ανατολικής αύρας. Εκείνος. Ο Σαμίρ. Ένας άντρας, νεότερος. Μελαψός, γενειοφόρος, ψηλός, ευθυτενής, επίσης Ιρακινής καταγωγής. Δυο όψεις του ίδιου περίπου νομίσματος. Δύο δραπέτες του πολέμου. Καθένας με τη δική του προηγούμενη ζωή και με τους δικούς του ιδιαίτερους λόγους που οδήγησαν στο ξεριζωμό και στη φυγή.
Εκείνη. Η Νουρ. Η Λήδα Πρωτοψάλτη. Μια σύγχρονη Εκάβη που θρηνούσε για τη ξεκληρισμένη της οικογένεια, τον άντρα της, τους δυο της γιους, την κόρη και τη 10χρονη εγγόνα της, τη Νουρ. Μια σύγχρονη Εκάβη που στέκεται στα πόδια της και αντλεί κουράγιο από τη μανία εκδίκησης, επιδιώκοντας να χύσει αίμα για να καταλαγιάσει τον πόνο της.
Εκείνος. Ο Σαμίρ. Ένας λαϊκός τύπος, φούρναρης στην πατρίδα του, που εξαναγκάστηκε τρομοκρατημένος να μετέχει σε θηριωδίες προσπαθώντας να διατηρήσει τα ψήγματα της ανθρωπιάς του. Αλλά που εξαναγκάστηκε να μαζέψει το κομμένο χέρι του σκοτωμένου αδελφού του από μια αδέσποτη βόμβα και να παρακολουθήσει το βιασμό της συζύγου του, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της, τη γέννα ενός παιδιού που αν και μίασμα για την κοινωνία, ωστόσο ενεργοποίησε το μητρικό φίλτρο της γυναίκας.
Ε, ναι λοιπόν. Διαδραματίζονται αρχαίες τραγωδίες και στη σύγχρονη εποχή. Κανείς εξ ημών δεν μπορεί να γνωρίζει το προσωπικό δράμα που ίσως κρύβεται στα φυλλοκάρδια μιας πραγματικής προσφυγικής φιγούρας, την οποία η ζωή οδήγησε μπροστά μας. Εξάλλου, ένας άνθρωπος δε θα αποφάσιζε άνευ σοβαρής αιτιολογίας να εγκαταλείψει τον τόπο του, ν’ αφήσει πίσω του ανθρώπους κι αντικείμενα προκειμένου να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον, εάν δε συνέτρεχαν τέλος πάντων σοβαροί λόγοι. Κάποιους από αυτούς του λόγους λοιπόν μας κοινώνησαν ο Αντώνης και ο Κωνσταντίνος, έτσι ώστε να μας ταρακουνήσουν και να τραβήξουν την κουρτίνα μπροστά από τα μάτια της δύσκολης μεν αλλά βολεμένης καθημερινότητάς μας.
Η ΛΗΔΑ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ
Εκείνη. Η Λήδα Πρωτοψάλτη. Που το 2009 στις «Τρωάδες» του ΚΘΒΕ υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Νικαίτης Κοντούρη σχηματοποίησε πλέον μέσα μου τη φιγούρα της Εκάβης και της έδωσε υπόσταση. Γύρισε το 2017 μπροστά μου για να μου δείξει ότι η ηρωίδα του Ευριπίδη ήταν και θα παραμείνει διαχρονική και ζωντανή ανά τους αιώνες. Τόσο ζωντανή, όσο επίκαιρη παραμένει και η συνθήκη της προσφυγιάς των λαών από καταβολής κόσμου. Η Λήδα που στη συνέντευξη τύπου ήταν μια γλυκύτατη 77χρονη κυρία χαμηλών τόνων και λιγοστών λόγων, αλλά που πάνω στη σκηνή θέριεψε και μας πλάνεψε, λες και το σανίδι την αναζωογόνησε και της πρόσθεσε μπόι. Η Λήδα, που λες και την «κατατρέχει» η Εκάβη, είτε ερμηνεύει θεατρικά την τραγωδία του Ευριπίδη, είτε ερμηνεύει τηλεοπτικά την ηλικιωμένη ομώνυμη ηρωίδα στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή.
Εκείνος. Ο Σταύρος Ζαλμάς. Ένας ηθοποιός που οι περισσότεροι κάτοικοι της ελληνικής περιφέρειας γνωρίζουν κυρίως από τους τηλεοπτικούς του ρόλους, ο οποίος δημιούργησε έναν υπέροχο αγγελιοφόρο στην «Αντιγόνη» του Θέμη Μουμουλίδη, απέδειξε στο κοινό ότι κρύβει μέσα του τεράστια θεατρική δύναμη. Αν αποφασίσετε να παρακολουθήσετε την παράσταση, κάτι που σας συνιστώ ανεπιφύλακτα, θα πρέπει να ξεχάστε τη προσφιλή μορφή του πατέρα Ιωάννη Μεγαπάνου στο «Άγγιγμα ψυχής». Και να τον αντικρίσετε με νέα οπτική κάτω από το πρίσμα ενός ταλαντούχου ανθρώπου κι ενός ηθοποιού που μεταλλάσσεται σα χαμαιλέοντας.
Ο Παύλος μου είπε ότι ο Σταύρος Ζαλμάς έκανε ακόμη και ειδικά μαθήματα προκειμένου να τραγουδήσει τον αραβόφωνο αμανέ στην έναρξη της παράστασης. Γεγονός που υποδηλώνει αφενός το «βάσανο» του ηθοποιού για την καλύτερη δυνατή ερμηνεία του κι αφετέρου τη φωνητική δυνατότητα που κρύβει και την οποία αγνοούσα. Εκείνος, ο Σταύρος Ζαλμάς, ο Σαμίρ με το διαταραγμένο ψυχισμό και το μπερδεμένο πνεύμα, που διέτρεξε και κατέκτησε τη σκηνή του «Αντιγόνη Βαλάκου» και μας έκανε να ανατριχιάσουμε με την ερμηνεία του.
ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΜΕ
ΚΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΜΙΣΟΥΝ
Εμείς. Που βιώσαμε μία ακόμη ξεχωριστή εμπειρία το βράδυ της Πέμπτης. Που χειροκροτήσαμε με πάθος «Το ψωμί της Νινευί» των δικών μας συμπολιτών, θαυμάσαμε τη σκηνοθεσία του νεαρού αλλά «μαέστρου» Δημήτρη Μυλωνά και υποκλιθήκαμε στις ερμηνευτικές καταθέσεις ψυχής της Λήδας και του Σταύρου. Εμείς, που πλάι στο «Στρατό της Σωτηρίας», την «Πάχνη», το «Μη σκαλίζεις την άμμο» και το «Συγχώρεσέ με» πλέον τοποθετούμε και το «Το ψωμί της Νινευί» για να το αγαπούμε. Εσείς, που αν δεν το πράξατε ήδη, σπεύστε να κλείσετε θέσεις και να παρακολουθήσετε την παράσταση η οποία θα παίζεται έως την Κυριακή στην πόλη μας, πριν συνεχίσει την υπόλοιπη περιοδεία της.
Η παράσταση δε συνιστάται σε ξενοφοβικούς. Κινδυνεύουν να αποσταθεροποιηθούν, να συνέρθουν από το λήθαργό τους, να αντιληφθούν ότι υπάρχει κι άλλη άποψη πέρα από τη δική τους. Κινδυνεύουν να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και να βγουν από την πλάνη τους. Κινδυνεύουν να πέσουν από τα σύννεφα κατανοώντας ότι οι πρόσφυγες είναι ανθρώπινες και βασανισμένες ψυχές που φοβούνται, υποκύπτουν, ξεριζώνονται, θαλασσοπνίγονται αγγίζοντας το θάνατο μόνο και μόνο για να αρπαχτούν από μια ελπίδα ζωής. Δεν είναι «σκουπίδια», ζητιάνοι ασύλου, σκυλάραπες άπιστοι – άπλυτοι – απολίτιστοι- άγριοι που ήρθαν για να ρουφήξουν τη χώρα μας.
Είναι άνθρωποι που μπορούν να αφηγηθούν πραγματικές ιστορίες για τα πτώματα που ξεβράζει η θάλασσα όταν αλλάζει ο καιρός. Για τα παιδιά που ποδοπατούνται μέσα στις βάρκες, για το χρήμα που είναι το καλύτερο σωσίβιο, για τον ξυπόλητο γέρο που κοιτάζει απέναντι με άδειο βλέμμα. Είναι άνθρωποι που κοιτάζοντας όλους εμάς στα μάτια θα μας πουν: «Στην πατρίδα, αν δεν είχαμε τόσο φόβο στη ζωή μας, ίσως να μη φεύγαμε» και να μας ρωτήσουν: «Φύγαμε με ένα σακίδιο, αλλά χωράει μια ολόκληρη ζωή σ’ ένα σακίδιο;»…. «Ανταλλάσσεται η προσφυγιά με το χρήμα; Έχουν ταρίφα τα τρεχαλητά κι οι πνιγμοί; Πώς να πολεμήσεις ένα εχθρό που κρύβει τα μάτια του;»
«Κανείς δεν αφήνει την πατρίδα του
εκτός και αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί του
που του φωνάζει: Φύγε. Τρέξε μακριά μου τώρα.
Δεν ξέρω τι έχω γίνει, αλλά ξέρω πως οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής από ό,τι εδώ.»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Πατρίδα» της Κενυάτισσας Ουαρσάν Σαίρ)
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ