Λίγο μετά την απελευθέρωση της χώρας μας ύστερα από την τετραετή κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα, άρχισε να έρχεται η σιτιστική βοήθεια στην Ελλάδα από την UNRRA (Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών).
Έτσι και στο λιμάνι της Καβάλας άρχισαν να έρχονται τα μεγάλα καράβια LYBERTY και να ξεφορτώνουν διάφορα εφόδια για τον πεινασμένο και καθημαγμένο λαό μας. Τα περισσότερα από τα εφόδια αυτά έγιναν μέσον πλουτισμού λίγων.
Ένα από τα βασικά είδη που μας ήρθε σα «Μάνα εξ ουρανού» στην κυριολεξία ήταν και τα Αμερικανικά άλευρα. Έτσι άρχισαν και οι φούρνοι να παράγουν ψωμί. Η Βουλγαρική κατοχή με την παραγωγή ψωμιού από αμφιβόλου ποιότητας άλευρα από καλαμπόκι που μάλλον προορίζονταν για ζωοτροφές, έλαβε τέλος.
Η αξέχαστη για μας τους λίγους που απομείναμε «Μπομπότα» τελείωσε και η ανάμνηση από τα άγανα και τα διάφορα καλαμποκόξυλα που πολλές φορές κινδυνέψαμε να πνιγούμε έγινε κακή ανάμνηση.
Το ψωμί εκείνη την εποχή ήταν το βασικό είδος διατροφής και οι φούρνους της γειτονιάς μας άρχιζαν να σκορπούν στην ατμόσφαιρα τη θεία μυρωδιά του φρεκοψημένου ψωμιού.
Για να γίνει κατανοητό πόσο απαραίτητο ήταν το ψωμί για τη διατροφή του κόσμου θα αναφέρω μόνο το πλήθος των φούρνων που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και των Πεντακοσίων.
Έτσι στην Αγία Βαρβάρα σε απόσταση μεταξύ τους λιγότερη από τα εκατό μέτρα υπήρχαν τρείς φούρνοι. Ο φούρνος του Μενέλαου στη συμβολή Κολοκοτρώνη και Μιαούλη, του Μπάμπουρα στην Κολοκοτρώνη, απέναντι ακριβώς από την Αγία Βαρβάρα, του Κάλια στην οδό Δρόσου.
Στα Πεντακόσια είχε δύο φούρνους, του Κόκκαλου στην οδό Κολοκοτρώνη και του Αμερικάνου. Με την έναρξη της κανονικής λειτουργίας των φούρνων άρχισαν και οι μεγάλες ουρές για την προμήθεια τους «ημερήσιου άρτου».
Οι ώρες που τα ψωμιά θα ήταν έτοιμα προς διάθεση γίνονταν γνωστές από τη μεθυστική μυρωδιά που σκορπούσαν στο περιβάλλον και σπεύδαμε. Εμείς είχαμε φούρναρη τον Μπάμπουρα.
Έναν Πόντιο άνδρα με τραχιά χαρακτηρίστηκα, μονόφθαλμο και λιγόλογο. Η επιλογή του έγινε από τη μητέρα μου. Το διάλεγμα του συγκεκριμένου ήταν το στοιχείο της καταγωγής του, ήταν Πόντιος και για τη μητέρα μου, Ποντιακής καταγωγή και αυτή, μόνο τους Πόντιους επαγγελματίες εμπιστεύονταν σ’ όλες τις συναλλαγές.
Εγώ, οκτάχρονο παιδί τότε, τέντωνα τα ρουθούνια μου σαν τον σκύλο για να πιάσω την μυρωδιά του ψωμιού που έρχονταν από τα Δυτικά, με την πρώτη υπόνοια ότι τα ψωμιά στο φούρνο είναι έτοιμα, άρπαζα το τεφτέρι του βερεσέ το δίχτυ που θα τα έβαζα μέσα και έτρεχα στον φούρνο του Μπάμπουρα.
Το τέλος της σειράς το συναντούσα πολλές φορές και στο σχολείο της Αγίας Βαρβάρας. Η αναμονή βασανιστική στο τέρμα της όμως με περίμενε η απόλαυση να κλείσω στην αγκαλιά μου τα καρβέλια της ζωής μας.
Δυο μαύρα ψωμιά και ένα «χάσικο» ήταν η καθημερινή μας προμήθεια. Η Αννούλα που την οποία είχε προσλάβει πρόσφατα ο Μπάμπουρας για βοηθό ζύγιζε τα ψωμιά ένα-ένα και συμπλήρωνε τα λιπόβαρα μ’ ένα κομματάκι ψωμί.
Μετά ήταν η βασανιστική στιγμή για εμένα το τεφτεράκι του βερεσέ. Το έδινα στην Αννούλα και περίμενα. Όταν η τελευταία εγγραφή έφτανε στο τέλος της σελίδας η συμφωνία της συναλλαγής ήταν να εξοφληθούν τα χρωστούμενα.
Αν έφτανε στο όριο και δεν έγινε η πληρωμή, το βιβλιαράκι δίνονταν στο χέρι του Μπάμπουρα, έγερνε το κεφάλι από την πλευρά που ήταν το καλό του μάτι, με κοιτούσε μ’ ένταση, κουνούσε μπροστά στο πρόσωπο μου το τεφτέρι και μ’ έλεγε «Πες τη χήρα ότι την άλλη φορά δεν έχει ψωμί, δεν μας τα δίνουν τζάμπα τα άλευρα».
Η γυναίκα του που κάθονταν πάντα δίπλα στην Αννούλα, πατριώτισσα της μάνας μου, τον μάλωνε λέγοντάς του «Αμάν! Σους και εσύ Χήρα γυναίκα είναι, δύο παιδιά μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια, έπαιρνε το βιβλιαράκι από τα χέρια του φούρναρη, μου το έδινε και μου έλεγε, εσύ αυτόν μην τον ακούς, παιδί μου να έρθεις, καλός άνθρωπος είναι, τον χτύπησε η ζέστη τώρα και τα λέει αυτά».
Εγώ περιχαρής άρπαζα κυριολεκτικά το γεμάτο διχτάκι μου από το φόβο μη μου το πάρουν πίσω και έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής. Η πρώτη στάση μου γίνονταν στον απέναντι περίβολο της εκκλησίας.
Εκεί καθόμουν και απολάμβαναν όσα κομματάκια μου έδωσε η Αννούλα. Τελευταίο κρατούσα το κομματάκι από το χάσικο. Το απολάμβανα! Το δάγκανα σιγά-σιγά, ψίχουλο-ψίχουλο και το μασούσα ως το τέλος.
Δεν ήθελα να φύγει γρήγορα ο σβώλος που είχα στον στόμα μου ακολουθώντας τον φυσικό του δρόμο και είχε μια τέτοια γλύκα στην γεύση του, ανεπανάληπτη! Δυστυχώς δεν βρίσκω λόγια για να περιγράψω εκείνη την απέραντη ευχαρίστηση που μόνο όταν έχεις περάσει μια εξευτελιστική και απάνθρωπη Βουλγάρικη κατοχή πείνας και ανέχειας θα μπορούσες να αισθανθείς και να νοιώσεις.
Η δεύτερη μου στάση γίνονταν στη σκάλα του σχολείου. Εκεί τσιμπολογούσα τις πέτσες από τις ενώσεις των ψωμιών κατά το ψήσιμο με τελευταία πάλι από το «Χάσικο». Τελικά μέχρι να φτάσω στο σπίτι είχαν προηγηθεί πέντε στάσεις που ο τελικός απολογισμός ήταν να λείπει ένα τέταρτο από το μαύρο καρβέλι.
Το «χάσικο» έπρεπε να φτάσει στο σπίτι ακέραιο, απαγορεύονταν κάθε λαθροχειρία στο σώμα του! Αυτό το ψωμί το απολαμβάναμε σαν το ακριβό επιδόρπιο και το χαιρόμασταν. Φτωχά και ωραία χρόνια με πολύ γλυκιές αναμνήσεις στη σημερινή εποχή της άφθονης και ανούσιας ευημερίας που καμιά φορά είναι προκλητική.
Παναγιώτης Φώτου