Ο Ιωάννης Ματσίγκος από την Αρναία της Χαλκιδικής, ήταν ο δάσκαλός μας στην τετάρτη και στην πέμπτη δημοτικού.
Δεν ήταν απλώς ένας αυστηρός εκπαιδευτικός, ήταν ένας σκληρός άνθρωπος που μας συμπεριφερόταν με αγριότητα, στην πιο τρυφερή μας ηλικία.
Μας έδερνε ανηλεώς με την παραμικρή μας παρεκτροπή, χτυπώντας μας ως βασανιστής με όλη του τη δύναμη στις παλάμες μας, με έναν ξύλινο χάρακα που είχε σιδερένιες γωνίες.
Θυμάμαι μια μέρα να με κυνηγάει γύρω από το αμμοδοχείο που είχαν τότε στο κέντρο τους όλες οι αίθουσες του σχολείου μας και να με χτυπάει με εκείνον το χάρακα στην πλάτη, με όλη του τη δύναμη και κυρίως με ένα απύθμενο αλλά και ανεξήγητο συγχρόνως μίσος.
Το σώμα μου έγινε σαν της ζέμπρας με μελανιές και η μάνα μου κλαίγοντας το μεσημέρι, έλεγε στον πατέρα μου να πάει στον Ματσίγκο να διαμαρτυρηθεί και να ζητήσει εξηγήσεις. Εκείνος δεν φαινόταν και τόσο πρόθυμος να το κάνει. Αλλιώς σκεφτόταν και λειτουργούσαν οι γονείς εκείνη την εποχή.
Μια μέρα ο ανεκδιήγητος εκείνος “δάσκαλος” σήκωσε έναν συμμαθητή μας να γράψει μια φράση στον πίνακα η οποία περιείχε και τη λέξη “σώμα”.
Ο συμμαθητής μας έβαλε οξεία στο “σώμα” και τότε ο Ματσίγκος τον σταμάτησε και απευθυνόμενος στην τάξη μάς ρώτησε αν είναι σωστή η ορθογραφία της συγκεκριμένης λέξης.
Κανείς μας δεν απάντησε.
Πήρε λοιπόν τον ξύλινο χάρακα με τις σιδερένιες γωνίες, μας σήκωσε όρθιους με τα χερια προτεταμένα και τις παλάμες γυρισμένες προς τα απάνω και χτυπώντας μας με τέσερεις ξυλιές τον καθένα, επαναλάμβανε ρυθμικά τη φράση: Το “α” – των ουδετέρων – είναι πάντοτε – βραχύ.
Χτύπησε ακόμη και την Έλπη Κρητικού που ήταν μακράν η πρώτη μαθήτρια της τάξης μας και δεν θυμάμαι να την είχε χτυπήσει ποτέ άλλοτε.
Μάθαμε λοπόν όλοι, μ’ αυτόν τον τόσο “πρωτοποριακό” εκπαιδευτικά για την εποχή τρόπο ότι το “α” των ουδετέρων είναι πάντοτε βραχύ κι έτσι το “ω” στη λέξη “σώμα” παίρνει περισπωμένη αφου ο γραμματικός κανόνας λέει ότι “μακρό προ βραχέως περισπάται” αλλά καμμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, με την επίσημη καθιέρωση του μονοτονικού στην χρήση του γραπτού μας λόγου, διαπιστώσαμε το πόσο άδικο ήταν το άγριο ξύλο που φάγαμε δεκάχρονα τρυφερούδια.
Πού να βρεις όμως τον Ματσίγκο να του ζητήσεις τα ρέστα…