Ο Αντόνιο από την εφηβεία ακόμη είχε δείξει ενδιαφέρον για τα μεταφυσικά. Διάβαζε βιβλία, μελετούσε έρευνες και εμπειρίες ανθρώπων που κατάφεραν να ταξιδέψουν σε προηγούμενες ζωές τους. Πείστηκε πως και αυτός χωρίς να το γνωρίζει τότε, είχε κάποιες αναδρομές στο παρελθόν σύμφωνα με όσα είχε δει και διαβάσει.
Έκανε λοιπόν σκοπό της ζωής του να βρει σε ποιες εποχές έζησε και ποια κοινωνική θέση κατείχε στις εποχές εκείνες. Πήγαινε τακτικότατα σε συνεδρίες για την αναζήτηση του παρελθόντος του, παρακολουθούσε όλα τα σεμινάρια που γινότανε στην πόλη του σχετικά με το θέμα αυτό.
Το αποφασιστικό γεγονός που τον έπεισε να ξεκινήσει το ταξίδι της αναζήτησης ήταν μια επίσκεψη του στον πύργο Ινφαντάδο στην πόλη Σαγκλόριο, βορειοδυτικά στην χώρα των Κάνταυρων. Μόλις δρασκέλισε την πόρτα μεταφέρθηκε σε άλλη εποχή, είδε τον εαυτό του ως άρχοντα του κάστρου και γύρω του μαζεμένοι οι αυλικοί να τον υπηρετούν και να του δίνουν συμβουλές. Ήταν η στιγμή που του άλλαξε την ζωή.
Ήταν τόσο δυνατή αυτή η εμπειρία που ο Αντόνιο ήταν βέβαιος πια πως σε κάποια προηγούμενη ζωή του υπήρξε ο άρχοντας του πύργου. Από την ημέρα εκείνη το έψαχνε πιο πολύ και πιο βαθιά το θέμα, είχε επηρεαστεί πολύ από εκείνο το γεγονός.
Κανείς δεν γνώριζε αν όντως τα είχε καταφέρει να ταξιδέψει πίσω στο παρελθόν, αν πραγματικά έζησε προηγούμενες ζωές του.
Ο Αντόνιο όμως επέμενε, τους έλεγε μάλιστα πως σε κάθε εποχή που γυρίζει βάζει και ένα σημάδι που δεν θα μπορεί να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Στην Παναγία των Παρισίων στο χώρο του κωδωνοστασίου πάνω από την πόρτα που βγάζει σε έναν μικρό εξώστη έχει γράψει το όνομα του, όταν ως καθολικός επίσκοπος λειτουργούσε στην εκκλησία αυτή γύρω στο 1350. Στον πύργο του Άιφελ έχει σχηματίσει με βίδες τα αρχικά του όταν ως μηχανικός επέβλεπε στην κατασκευή του.
Στην Αίγυπτο επίσης, έκρυψε έναν πάπυρο με το δακτυλικό του αποτύπωμα σε ένα κοίλωμα δίπλα στο ναό του Καρνάκ καθώς γύρισε στην εποχή εκείνη ως αρχιερέας και συμβουλάτορας του Φαραώ.
Τα σημάδια τα άφηνε έτσι ώστε όταν θα γύριζε στο παρόν θα ταξίδευε για να τα βρει και έτσι θα ήταν σίγουρος πως τα ταξίδια στις προηγούμενες ζωές ήταν πραγματικά. Φυσικά ο Αντόνιο δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για τέτοια μεγάλα ταξίδια, ωστόσο είχε την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα πραγματοποιήσει κάποιο από αυτά.
Προς το παρόν είχε να κάνει την καθιερωμένη του μηνιαία συνεδρία, δεν ήξερε σε ποια εποχή θα βρεθεί την κάθε φορά και ήταν αυτό που τον συνέπαιρνε.
Κατά τα λεγόμενα του ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε ιστορικές στιγμές της ανθρωπότητας, όλα είχαν καταγραφεί από τον μέντορα και καθοδηγητή του καθώς ο Αντόνιο διηγούταν τις εμπειρίες του κατά την διάρκεια της ύπνωσης.
Εκείνο το βράδυ του Αυγούστου στην καθιερωμένη συνεδρία βρέθηκε στην παλιά του γειτονιά, γύρισε πίσω ως δάσκαλος στο σχολείο όπου έμαθε να γράφει και να συλλαβίζει τα πρώτα του γράμματα, τις πρώτες του λέξεις. Αυτό που έκανε με το που βρέθηκε στο σχολείο ήταν να ψάξει να βρει για το κατάλληλο μέρος όπου θα άφηνε το σημάδι.
Ήταν ευκαιρία, το σχολείο ήταν ένα μέρος που θα μπορούσε να επισκεφθεί γρήγορα, σε μερικές μέρες ίσως και ώρες. Θα μπορούσε επιτέλους να δει αν όντως ήταν πραγματικές αυτές οι αναδρομές στο παρελθόν.
Στην αυλή του σχολείου υπήρχε ένας πλάτανος, εκεί στον κορμό του δέντρου θα χάραζε τα αρχικά του. Μόλις άδειασε το σχολείο από μαθητές και δασκάλους, χάραξε δυο γράμματα Α.Β και ξεκίνησε για το σπίτι του.
Ένιωθε κουρασμένος κάθε φορά που έκανε αυτά τα ταξίδια στον χρόνο, περισσότερο ψυχολογικά.
Δεν ήταν και λίγο να βρίσκεσαι δίπλα σε αυτοκράτορες, βασιλιάδες, κοντά σε ανθρώπους της τέχνης, του πολιτισμού, δίπλα σε επαναστάτες αλλά και σε περιβόητους κακοποιούς και αιμοσταγείς δολοφόνους.
Δεν ήταν όλα τα ταξίδια ευχάριστα.
Μα τώρα είχε την τύχη να ταξιδέψει στην πόλη του, πίσω σε γνωστό παρελθόν, θα μπορούσε έτσι να βρει εύκολα το σημάδι και θα μπορούσε να αποδείξει στους φίλους του αλλά και σε αυτόν τον ίδιο πως οι αναδρομές του ήταν πραγματικότητα και όχι αποκυήματα της φαντασίας του.
Αύριο λοιπόν ήταν η μεγάλη μέρα για τον Αντόνιο, θα πήγαινε στο σχολείο της συνοικίας για να βρει το σημάδι που χάραξε στο πλάτανο.
Κουρασμένος καθώς ήταν έκλεισαν βαριά τα βλέφαρα του.
Ξημέρωσε η καινούρια μέρα ο ήλιος έπεσε στο πρόσωπο του Αντόνιο και τον ξύπνησε, σηκώθηκε ανάλαφρος, ευδιάθετος, ντύθηκε βιαστικά, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και έφυγε για να βρει το σημάδι.
Κατέβηκε σφυρίζοντας τα πέτρινα σκαλιά της μικρής πλατείας που υπήρχε μπρος στο σπίτι του και κατηφόρισε τον πλακόστρωτο δρόμο που έβγαζε στο σχολείο. Στον δρόμο εκείνο είχε καφέ ο παιδικός του φίλος Ραούλ, καθώς πλησίαζε στο μαγαζί είδε πως το καφέ είχε γίνει φούρνος, δεν μπορούσε να το πιστέψει, αν είναι δυνατόν σε μια μέρα να έχει αλλάξει χρήση το κατάστημα. Διστακτικά μπήκε στον φούρνο και ρώτησε πόσο καιρό λειτουργούσε το μαγαζί.
Ο υπάλληλος του απάντησε πως εδώ και ένα χρόνο λειτουργεί ως φούρνος, πριν ήταν καφέ και το είχε κάποιος Ραούλ.
<<Ένας χρόνος είναι πολύς καιρός, πως γίνεται να μην το έχω προσέξει>> σκέφτηκε.
Αφού ευχαρίστησε τον υπάλληλο άνοιξε την πόρτα και έριξε μια ματιά τριγύρω, όλα όπως τα είχε αφήσει χθες, εκτός από μερικά μαγαζιά που τα έβλεπε για πρώτη φορά.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του είχε συμβεί και μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν θυμόταν τα νέα καταστήματα που είχαν ανοίξει μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω από το σπίτι του.
Συνέχισε το δρόμο για το σχολείο σοβαρά προβληματισμένος, ανησυχούσε μην τυχόν και το πρόβλημα μνήμης που αντιμετώπιζε ήταν κάτι πιο σοβαρό από μια απλή αφηρημάδα.΄Θα επισκεπτόταν τον γιατρό μόλις τελείωνε την αποστολή που είχε, να βρει το σημάδι στο δέντρο.
Μπήκε στην αυλή του σχολείου και κατευθύνθηκε προς το πλατάνι, έφερε ένα γύρο τον κορμό όμως το σημάδι πουθενά. Έμεινε κεραυνοβολημένος, ήταν λοιπόν όλα ένα ψέμα, δεν υπήρξαν ποτέ οι αναδρομές στο παρελθόν, όλα ένα παιγνίδι του μυαλού ήταν τελικά.
Έφυγε βιαστικά, φανερά ταραγμένος για να βρει τον δάσκαλο του, ήθελε απαντήσεις, η ζωή του όλη περιστρεφόταν γύρω από τις εμπειρίες αυτές και τώρα ανακάλυψε πως όλα ήταν μια αυταπάτη. Δίχως να το καταλάβει, με τις σκέψεις να στριφογυρνάνε σαν ανεμοστρόβιλος στο μυαλό του βρέθηκε στην άκρη της πόλης.
Η μοναδική λύση ήταν να βρει και να μιλήσει με τον μέντορα του, γύρισε πίσω και χτύπησε την πόρτα του δασκάλου του. Παραξενεύτηκε ο Αντόνιο καθώς ο μέντορας του τον αντιμετώπισε ψυχρά σα να μην τον ήξερε, σα να του ήταν παντελώς άγνωστος.
<<Δάσκαλε, εγώ είμαι ο Αντόνιο έχουμε κάνει τόσες αναδρομές μαζί, δεν γίνεται να μη με θυμάσαι, μόλις χθες ήταν που κάναμε την αναδρομή στην παλιά μου γειτονιά>>.
Ο δάσκαλος έδειχνε έκπληκτος, κατσάδιασε άγρια τον Αντόνιο λέγοντας του πως<< είναι ντροπή να τον κοροϊδεύει με αυτόν τον τρόπο αναφέροντας μάλιστα και το όνομα ενός ανθρώπου που δεν είναι πια μαζί μας. Αυτός που λες πως είσαι μας έχει αφήσει εδώ και έναν χρόνο…>> και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
Ώστε λοιπόν αυτό ήταν, είχε φύγει εδώ και ένα χρόνο για το αναπόφευκτο ταξίδι, ήταν εκείνο το βράδυ που είχε δει στο όνειρο του πως γύρισε στην παλιά του γειτονιά. Δεν κατάλαβε πως είχε ξεκινήσει για το τελευταίο του ταξίδι, ήταν όμορφο, ζεστό το όνειρο και ξεχάστηκε εκεί μέσα, παγιδεύτηκε, έμοιαζε σαν μια αναδρομή ακόμη με την διαφορά πως δεν θα ξυπνούσε ποτέ ξανά στο παρόν. Θα συνέχιζε λοιπόν να ζει στα όνειρα του καθώς δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει πίσω.
Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να χαρεί ή να στεναχωρηθεί, το μόνο σίγουρο ήταν πως στα όνειρα του θα ήταν άτρωτος, άφθαρτος, θα μπορούσε να τριγυρνάει ανέμελος, δίχως άγχος, σε όποιο τόπο και χρόνο επιθυμούσε.
Υπήρχαν όμως και επικίνδυνες καταστάσεις όπως οι εφιάλτες όταν κατά λάθος έμπαινε σε ξένα όνειρα, εκεί δυσκόλευαν τα πράγματα καθώς δεν θα μπορούσε να ξυπνήσει για να γλυτώσει από τις άσχημες εικόνες.
Σ΄ αυτό που έπρεπε να δώσει μεγάλη προσοχή ήταν μην τυχόν και βρεθεί στο πιο επικίνδυνο μέρος από όλα. Ένα άχρωμο, δύσοσμο μέρος που δεν ήταν άλλο από τους βάλτους με τα παρατημένα, φτωχά, σαπισμένα όνειρα που δεν διέφεραν σε τίποτα από την σκληρή, πεζή καθημερινότητα. Αυτά τα όνειρα γινόταν οι χειρότεροι εφιάλτες καθώς πρόδιδαν στην καθημερινότητα το μυστικό πέρασμα για τις βαθύτερες επιθυμίες.
Δεν ήξερε πότε και πως θα τελείωνε αυτή η περιπλάνηση του στα όνειρα, δεν τον ενδιέφερε και άλλωστε. Όσο υπήρχαν όνειρα θα υπήρχε και αυτός.
Ο Αντόνιο θα πρέπει να περιμένει το τέλος των ονείρων για να πάψει να περιπλανιέται στον χώρο και τον χρόνο…