Τώρα μιλούν για αυτόν και γράφουν γι’ αυτόν ο ψυχολόγος, ο κοινωνιολόγος, ο κρετίνος και μιλάν γι’ αυτόν, και γράφουν γι’ αυτόν ναι αλλά πάντα παραμένει παράνομος. Gianfranco Manfredi, Dagli Appenini alle bande, Από τα Απέννινα μέχρι τις μπάντες, [1977]
Εάν η Αυτονομία συνέχιζε να εκφράζει ένα υψηλό επίπεδο μαχητικότητας, το PCI-ΚΚΙ δεν έκανε ούτε ένα χιλιοστό πίσω, αν και η μαχητικότητα του υποχώρησε πλήρως στην επιχείρηση ποινικοποίησης του Κινήματος, μέχρι τον περίφημο ορισμό των παιδιών ως untorelli [διαδοσίες της πανώλης, ταλαίπωροι] που εφάρμοσε ο Berlinguer στους πρωταγωνιστές κατά τη διάρκεια της Festa dell’ Unitá της Μόντενα το καλοκαίρι του 1977, της γιορτής της εφημερίδας τους δηλαδή.
Τις επόμενες μέρες, αντιμέτωπος με την κριτική που του έγινε, φρόντισε να διευκρινίσει ότι στόχος ήταν ειδικότερα οι αυτόνομοι. Αλήθεια είναι πως, εκτός από την περιφρόνηση την οποία ο γραμματέας του ΚΚΙ είχε εκτοξεύσει προς τους επαναστάτες ως διαδοσίες της πανώλης, ο ορισμός του Κινήματος του ’77 ως μιας επιδημίας δεν ήταν εντελώς εκτός τόπου.
Ο μεγάλος φόβος των ιταλών ρεφορμιστών στην πραγματικότητα, οφειλόταν στην ασυναγώνιστη ικανότητα μετάδοσης που οι συμπεριφορές και οι θεματικές αγώνα των αυτόνομων κινημάτων επιδείκνυαν.
Εμφανίζονταν οι πόλεις, οι γειτονιές, τα πανεπιστήμια πολύ πορώδεις και διαπερατές στα ανατρεπτικά γεννήματα, και ως εκ τούτου, οι σοσιαλδημοκράτες, ισχυροί ως το μεγαλύτερο κόμμα της ιταλικής αριστεράς, θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιο ικανούς παίκτες για να τους απομονώσουν, να τους μπλοκάρουν και να τους κάψουν στη δημόσια πλατεία. Από την άλλη, δεν ήταν αυτή η δραστηριότητα – ταυτοποίησης, διαχωρισμού, αποκοπής, απομόνωσης – η αυθεντική κλήση κάθε αστυνομίας;
Αργότερα, το PCI κυκλοφόρησε την ιδέα ότι έκανε λάθη σε ορισμένες πτυχές σε σχέση με τα κινήματα, όμως κατά το ’77 και μέχρι το 1979, στην πιο οξεία φάση του Ιστορικού Συμβιβασμού, η απόδοσή του ήταν αντάξια του Noske-: εχθροί του ήταν η Αυτονομία και κινήματα, και όχι ο καπιταλισμός ή το χριστιανοδημοκρατικό Κράτος. Μόνο αργότερα, το 1980, χρειάστηκε να δει πέρα από τις πύλες του Mirafiori προσπαθώντας να ανακτήσει μια κατάσταση γιγάντιας εργατικής ήττας που εκείνοι οι ίδιοι είχαν βοηθήσει να δημιουργηθεί: προφανώς συνθηκολόγησαν και κατευθύνθηκαν προς την παρακμή.
236 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Εν τω μεταξύ, η κρατική μηχανή της αντεξέγερσης είχε πιάσει δουλειά – και φυσικά με δικαστές που συνδέονται με τo PCI— που άρχισε να ψάχνει τα καταλληλότερα στοιχεία για την κατασκευή ενός δικαστικού θεωρήματος που θα επέτρεπε τη σύλληψη μια για πάντα της επεκτατικής ανατροπής.
Στην Πάντοβα, στη διάρκεια του ’77, ο δικαστής Calogero, μέσα από μεγάλες αστυνομικές επιχειρήσεις οι οποίες χτύπησαν τις πιο εμφανείς μορφές του αυτόνομου κινήματος της πόλης, και με τη ταυτόχρονη ενοχοποίηση του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών όπου
εργάζονταν ο Νέγκρι και οι συνεργάτες του, άρχισαν να υφαίνουν την πλοκή που έσκασε δύο χρόνια αργότερα, στις 7 απριλίου 1979.
Πρώτα με τον αποκεφαλισμό της οργανωμένης αυτονομίας σε όλη την εθνική επικράτεια και μετά με τη σύλληψη χιλιάδων συντρόφων και συντροφισσών. Αυτή η επιβλητική σειρά μπόρεσε με αυτόν τον τρόπο, από το ’77, να επιταχύνει ιλιγγιωδώς την ώθηση προς μια γενικευμένη πολιτική αντιπαράθεση, στην οποία οι πρακτικές απελευθέρωσης περιορίζονταν σε ένα «γκέτο», και οργανωμένες δυνάμεις της Αυτονομίας σε έναν απελπισμένο αγώνα.
Ο Bifo, στο μεταξύ, είχε καταφύγει στο Παρίσι, για να γλιτώσει από τα εντάλματα σύλληψης της εισαγγελίας της Μπολόνια. Στην πόλη εκείνη ήταν φιλοξενούμενος του Felix Guattari με τον οποίο είχε στη συνέχεια μια φιλική σχέση και πολιτικής συνενοχής, και μαζί με τον οποίο θα μπορέσει να παράγει μια σημαντική λήψη δημόσια θέσης, ενάντια στην καταστολή και τον Ιστορικό Συμβιβασμό στην Ιταλία, που προσυπογράφουν πολλοί από τους γνωστούς γάλλους αγωνιστές διανοούμενους όπως ο Gilles Deleuze, ο Jean Paul Sartre, ο Roland Barthes και ο Michel Foucault, μια έκκληση που δεν παρέλειψε να εξοργίσει τους πιο δουλοπρεπείς Ιταλούς γραφιάδες.
Ο χώρος που παρέμεινε συνεπής γύρω από το A/traverso επιδίωξε, στα τελευταία του ’77, να διεξάγει μια μάχη ενάντια σε αυτό που θεωρούσε μια πολιτική και μιλιταριστική μετατόπιση της Αυτονομίας. Στην επιτάχυνση και στην αποδοχή, από τους αυτόνομους, της σπείρας καταστολή/μάχη/καταστολή, είδαν το τέλος της δυνατότητας διεύρυνσης του Κινήματος και ιδιαίτερα όλων εκείνων των πρακτικών απελευθέρωσης που είχαν αποτελέσει τον πλούτο τους.
Επιπλέον, επισήμανε τον κίνδυνο να πάρει ξανά την πρωτοβουλία το Κράτος και να επιβάλει τη δική του χρονικότητα σε αυτή των κινημάτων. Αν και με μια ορισμένη αφέλεια και μια υπερβολική υπερεκτίμηση της δύναμης των παραγόντων του πολιτισμικού μετασχηματισμού, los transversalistas-οι εγκαρσιακοί εκθέτουν σχηματικά πραγματικά προβλήματα και απαιτήσεις, πρώτα απ’ όλα επάνω στη στρατηγική του Κινήματος, και, ως εκ τούτου, σχετικά με την αποτελεσματική ικανότητα της Αυτονομίας να πραγματοποιήσει την εξέγερση και να εφαρμόσει αμέσως ένα σχέδιο εμφυλίου πολέμου.
Piano fortes obrelas barricadas 237
Το κάλεσμα να οικοδομηθεί ένα μεγάλο συνέδριο ενάντια στην καταστολή στη Μπολόνια, που πραγματοποιήθηκε από τις 22 έως τις 24 Σεπτεμβρίου, ήταν χρήσιμο για πολλά πράγματα: 1) να οικειοποιηθεί εκ νέου τη πόλη μετά τους μήνες πλαισίωσης και ελέγχου που ακολούθησαν την εξέγερση του Μαρτίου. 2) να γίνει αντιληπτό τι σήμαινε «καταστολή» εκείνη την εποχή και πώς το Κίνημα μπορούσε να ανταποκριθεί στα έκτακτα μέτρα που είχε διατάξει το Κράτος εναντίον του. 3) να δώσει μια συλλογική απάντηση στο ερώτημα που έρχονταν από το Κίνημα: «πώς να το κάνουμε;».
Η Lotta Continua είχε την ευθύνη της οργάνωσης των τριών ημερών, στις οποίες ήταν και η τελευταία από τις δημόσιες εμφανίσεις της, από τότε μόνο η εφημερίδα θα λέγεται έτσι, μετατρεπόμενη σε ένα θλιβερό προθάλαμο για όλες τις θεματικές της λεγόμενης «άμπωτης».
Ως εκ τούτου, πολλά παιχνίδια παίχτηκαν γύρω από το Κογκρέσο της Μπολόνια. Υπήρχε αυτό του PCI, το οποίο, προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού μετά τις σταλινικές επιδόσεις του, ξύπνησε για να διασφαλίσει πως η Μπολόνια όχι μόνο θα καλωσορίσει το Κίνημα, αλλά ότι οι δημόσιες δομές θα διατεθούν στους χιλιάδες νέους που επρόκειτο να φτάσουν.
Μετά, ήταν αυτό που έπρεπε να παιχτεί από τους οι εγκαρσιαστές, που μπορούσαν να υπολογίζουν στην παρουσία του Γκουαταρί. Αυτοί πίστευαν στην «αυθόρμητη» ικανότητα του Κινήματος να υφαίνει έναν λόγο και μια πρακτική, που θα οδηγούσε την Αυτονομία να αποδεχτεί ένα είδος εκεχειρίας που θα εμβάθυνε τον τρόπο ζωής που όλα εκείνα τα χρόνια είχε χτίσει (αυτή ήταν μια από τις κύριες έννοιες του τίτλου του τελευταίου τεύχους του La Rivoluzione, «Η επανάσταση τελείωσε: νικήσαμε«).
Στην πραγματικότητα, αυτή η συνιστώσα παρέμεινε σιωπηλή κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ημερών και το τεύχος του A/traverso που διανεμήθηκε έκανε απλώς μια έκκληση, αν και πολύ σημαντική: «Παρακαλώ, μην δεχθείτε την εξουσία«.
Μετά υπήρχαν τα λείψανα των ομάδων που έφτασαν τώρα ήδη μόλις ένα βήμα μακριά από την πλήρη θεσμοποίηση, προσπάθησαν να επιστρέψουν ώστε να κερδίσουν μια αξιοπιστία μπροστά στο Κίνημα.
Με λίγα λόγια, υπήρχε ο γαλαξίας της αυτονομίας, οργανωμένος και μη, που έφτασε στην Μπολόνια δυνατός χάρη στην ηγεμονία που είχε καταφέρει να κατακτήσει μέσα από τις πολεμικές του πρακτικές, την ισχυρή θεωρητική του δέσμευση και την επέκταση των εδαφικών του ριζών.
238 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Τρία στοιχεία, αυτά τα τελευταία, που μέχρι το ’77 είχαν καταφέρει, ακόμη και με σκαμπανεβάσματα, να παραμείνουν συνδεδεμένα μεταξύ τους, αποτελώντας τη μόνη αξιόπιστη μορφή οργάνωσης της δύναμης στο το ύψος των καιρών.
συνεχίζεται
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση