Όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές, το ζήτημα του ένοπλου αγώνα δεν ήταν τόσο παράξενο, ξένο για την συζήτηση εντός του Κινήματος, για την Αυτονομία αποτελούσε μάλιστα σημαντικό μέρος των πρακτικών τους.
Η συγκρότηση παράνομων ένοπλων ομάδων μέσα στο Κίνημα, όπως στην περίπτωση της Πρώτης Γραμμής, Prima Linea και πολλών άλλων, όσο περιορισμένη και αν ήταν, στην πραγματικότητα ανταποκρίθηκε σε μια ευρεία επιθυμία οργάνωσης στον τομέα της μάχης, αλλά διαφοροποιώντας τον εαυτό της από τους τρόπους αυτο-αναπαράστασης και πολιτικής γραμμής που ακολούθησαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, Brigate Rosse.
Αυτές, πρέπει να πούμε, ήταν σταθερά παρoύσες στα εργοστάσια και δυνατά ριζωμένες στην ιταλική εργατική τάξη. κατά κάποιο τρόπο αντιπροσώπευαν την ακαμψία της μπροστά στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η συμπάθεια που συγκέντρωσαν οι BR μεταξύ των εργατών δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι θεωρήθηκαν vigilantes, «justicieros», »εκδικητές»: ήταν ιδεολογικά αναγνωρίσιμοι πως ανήκαν στην παλιά παράδοση του κομμουνισμού του 20ού αιώνα.
Τα σημεία θεωρητικής αναφοράς τους δεν ήταν διαφορετικά από εκείνα πολλών παλιών αγωνιστών του PCI-ΚΚΙ που αναγνωρίζονταν στο μύθο της «προδομένης Αντίστασης», δηλαδή μιας εργατικής επανάστασης που θα έπρεπε να είχε ολοκληρώσει την απελευθέρωση από τον φασισμό.
Το κοινό μοντέλο, παρ’ όλα αυτά, ήταν ακόμα ο σοβιετικός σοσιαλισμός. Πράγματι, οι Brigate Rosse μοιράζoνται με το PCI επίσης την τύφλωση απέναντι στον τεράστιο κοινωνικό μετασχηματισμό που είχε συμβεί εκείνα τα χρόνια.
Το 1978, το πρόβλημα των ΕΤ στο πρόσωπο της αρχόμενης υλοποίησης της Ιστορικής Δέσμευσης, του Ιστορικού Συμβιβασμού δηλαδή μεταξύ του PCI και της DC ήταν, επομένως, ως εκ τούτου, να τον αποτρέψουν με κάθε κόστος, και να προσπαθήσουν να σπάσουν τους δεσμούς μεταξύ της βάσης και της κορυφής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Τελικά, να προταθούν ως νέα ηγεσία του Εργατικού Κινήματος για την επανεκκίνηση στο σημείο όπου, σύμφωνα με αυτούς, είχε διακοπεί η ιστορία. Αυτός ο στόχος, από την άλλη πλευρά, ήταν ήδη μαύρο στο άσπρο στο στρατηγικό Ψήφισμα των ταξιαρχιτών του 1975: «Δεν έχει νόημα να δηλώνουμε την ανάγκη να νικήσουμε στο καθεστώς και να προτείνουμε μάλιστα ένα «Ιστορικό συμβιβασμό» με τη Χριστιανική Δημοκρατία, πρέπει να την κερδίσουμε, να την εξολοθρεύσουμε, να τη διαλύσουμε.
242 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Η ήττα του καθεστώτος πρέπει να σύρει μαζί της αυτό το βρόμικο κόμμα και μαζί όλους τους ηγέτες του. Όπως χρειάστηκε το ’45 με το φασιστικό καθεστώς και με το κόμμα του Μουσολίνι» [η υπογράμμιση δική μου].
Ενώ στο Τορίνο διεξαγόταν η δίκη κατά της ιστορικής ομάδας των BR, η ιδέα της ήταν να παράγει μια σειρά από συμμετρικές αντιδιαδικασίες: την επανάσταση ενάντια στο Κράτος. Πρέπει να ειπωθεί ότι αυτή η άποψη του επαναστατικού αγώνα, στον οποίο σκιαγραφήθηκαν λαϊκά δικαστήρια, με προλετάριους ένορκους και κομμουνιστές εκτελεστές, ήταν όσο μακρύτερα μπορεί να σκεφτεί το φαντασιακό και η ηθική του Κινήματος. Μια διαφορά που πάντα διεκδικούσαν οι «ιστορικοί» ταξιαρχίτες και που μόνο χρόνια αργότερα, τουλάχιστον για κάποιους, ήταν κάτι να το σκεφτούν με κριτικό τρόπο.
Έχει σημασία η απάντηση του Mario Moretti, αρχηγού των BR κατά την απαγωγή του Aldo Moro, σε μια ερώτηση σχετικά με η σχέση αυτών με το Κίνημα του ’77: «Το ότι δεν ήταν δική μας υπόθεση είναι προφανές, το ότι δεν ήμασταν εκεί δεν είναι αλήθεια. Αλλά ένα πράγμα είναι να είσαι εκεί, άλλο πράγμα είναι να έχεις τη διεύθυνση.
Εμείς δεν την είχαμε. Το κίνημα της αυτονομίας, ένα ποικίλο αρχιπέλαγος, κανείς δεν κατάφερε να το οδηγήσει. Δεν εξέφραζε την εργατική αντίθεση, αυτή των προηγούμενων ετών, ήταν εντελώς διαφορετικό […] Για μένα, αλλά όχι μόνο για μένα, αυτό το κίνημα θα παραμείνει ως το τέλος ένα άγνωστο αντικείμενο».35
Θα χρειαστεί να περιμένουμε την δίκη των Renato Curcio και Alberto Franceschini του 1982, Gocce di sole nella città degli spettri, ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΗΛΙΟΥ ΣΤΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΠΟΛΗ, 36 για να διαβάσουν σε ένα κείμενο από τις τάξεις τους κάτι που έχει μια σχέση με τα θέματα του Κινήματος του ’77, και που αποτελούσε εκ των υστέρων μια αυτοκριτική.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι λίγο πριν και αμέσως μετά την «Εαρινή Εκστρατεία», la «Campaña de Primavera» —όπως αποκαλέστηκε από τους ταξιαρχίτες η φάση στην οποία έπρεπε να απαγάγουν τον Μόρο — οι BR κατάφεραν να στρατολογήσουν διάφορους αγωνιστές που προέρχονταν από τη συνιστώσα πρώην Potere Operaio και οι οποίοι περιστρεφόταν γύρω από την Αυτονομία.
Ήταν αυτές και αυτοί από εκείνους τους καιρούς του PO οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι για την ανάγκη ενός κόμματος οπλισμένου, και επίσης αυτοί, ακόμη νεότεροι, που προέρχονταν από τις ομάδες περιφρούρησης των ομάδων και των ένοπλων δομών της Αυτονομίας.
Με λίγα λόγια, ήταν αυτοί που θεωρούσαν ήδη τελειωμένους τους χρόνους του Κινήματος και την έναρξη του παράνομου αγώνα πιο επίκαιρη από ποτέ. Στα γεγονότα, οι στόχοι ων BR, ακόμη και κατά το 1977, ήταν πάντα και μόνο συνδεδεμένοι με τον κόσμο του εργοστασίου – ακόμα τον φανταζόταν ως το οχυρό του εργάτη μάζα-, και στον Κρατικό μηχανισμό με την παραδοσιακή έννοια.
35 Mario Moretti con Carlo Mosca y Rossana Rossanda, Brigate Rosse. Una storia italiana, Ο Mario Moretti με την Carlo Mosca και τη Rossana Rossanda, Ερυθρές Ταξιαρχίες. μια ιταλική ιστορία, Milán, Anabasi, 1994 [ed. cast: Brigadas Rojas, Madrid, Akal, 2002]. 36 Suplemento al núm. 20-22 de Corrispondenza Internazionale, Roma, 1982.
Piano fortes obrelas barricadas 243
Από την άλλη πλευρά, στις ένοπλες ενέργειες των αυτόνομων ομάδων, είναι εμφανές ότι οι στόχοι ανταποκρίνονται στις θεματικές του Κινήματος, όπως, για παράδειγμα, μόλις το 1977, τα χτυπήματα στα πόδια, [gambizzazione] από την Prima Linea εναντίον του βασανιστή ψυχιάτρου Giorgio Coda, που αποκαλείται «ο ηλεκτρολόγος του Colegno» για τη μαζική χρήση ηλεκτροσόκ που εφαρμόζεται στους τρόφιμους αυτού του ασύλου, ή τις δεκάδες εισβολές στα μικρά εργοστάσια όπου δούλευαν στα μαύρα ή, εξίσου, τις δράσεις που συνδέονται με τον αγώνα για τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Αλλά ακόμη και το «ύφος» των ενεργειών ήταν διαφορετικό από το ταξιαρχίτικο, κυρίως επειδή γίνονταν από κόσμο που για πολύ καιρό συνέχιζε να κάνει πολιτική αγκιτάτσια στις κολεκτίβες, σε κέντρα μελέτης και εργασίας. Η «πολιτική γραμμή» αυτών των ένοπλων αυτόνομων σχηματισμών, όσο πρωτοποριακές κι αν ήταν, έρχονταν, εν πάση περιπτώσει, υπαγορευμένες από το Κίνημα.
Η «πολιτική γραμμή» των BR προήλθε από την εσωτερική τους συλλογιστική, από τα «στρατηγικά» έγγραφα που έπρεπε να καθοδηγούν τη μαχητική δράση κατά τις διάφορες φάσεις της σύγκρουσης και έπρεπε να αντιπροσωπεύουν την «ένοπλη συνείδηση» της εργατικής τάξης, της οποίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους «εκπροσώπους».
Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι σε πολλά εργοστάσια οι μαχητές ταξιαρχίτες συνδέονταν με τα παραδοσιακά συνδικάτα, και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια ενός αγώνα βρέθηκαν στην αντίθετη πλευρά των αυτόνομων εργατών.
Ταυτόχρονα, ήταν προφανές ότι, δεδομένου του ποιοτικού άλματος που αντιπροσωπεύει η απαγωγή του Μόρο, οι BR προσπάθησαν να εξαπολύσουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση με το Κράτος. Αυτό ενέπλεξε, μάλιστα, και το υπόλοιπο Κίνημα σε κάτι για το οποίο όχι μόνο ήταν απροετοίμαστο, αλλά στρατηγικά του ήταν εντελώς ξένο.
Γύρω από αυτό το ερώτημα ήταν πού επετεύχθη μια πραγματική πολιτική ρήξη μεταξύ Αυτονομίας και ερυθρών Ταξιαρχιών, μια ρήξη που δεν μπόρεσε παρά να βαθύνει μια φορά που αυτές αποφάσισαν να «εκτελέσουν» τον Μόρο, παρά την αντίθετη άποψη του Κινήματος, και αφού διάφοροι αυτόνομοι αγωνιστές αφοσιώθηκαν άμεσα στο να προσπαθήσουν να αποφευχθεί.
Αυτή δεν ήταν μια διαφωνία βασισμένη σε «ανθρωπιστικά ζητήματα»: το ζήτημα ήταν εντελώς στρατηγικού χαρακτήρα, βρίσκονταν όλο μέσα στο κατά πόσο ήταν δυνατό ή όχι για την Ιταλία να αποφευχθεί ένα επαναστατικό κίνημα, μέχρι αυτή τη στιγμή στην επίθεση, που τώρα θα πρέπει να υποχωρήσει και ουσιαστικά να πάψει να ζει.
Εάν μέσα στο κίνημα ήταν σημαντική η θέση που συνοψίζεται στο σύνθημα «Ούτε με το Κράτος, ούτε με τις ΕΤ», στην Αυτονομία απομακρύνθηκε η θέση εκείνων που ήθελαν να αναγκάσουν τις BR να αντιμετωπίσουν, να έρθουν αντιμέτωπες με το Κίνημα, μέχρι που το Rosso, πολύ σαφώς, έγραψε: «Εναντίον του Κράτους, διαφορετικά από τις BR».
Από την άλλη, η PrimaLinea, καθώς και άλλες ένοπλες οργανώσεις, επέκριναν δριμύτατα τη σταλινική ηγεσία των Ταξιαρχιών, καταλαβαίνοντας πλήρως ότι και αυτοί σέρνονταν πλέον επάνω σε ένα έδαφος που δεν είχαν επιλέξει.
244 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Η εκτέλεση του Moro και η συνακόλουθη κάθετη ανύψωση της αντιπαράθεσης ήταν, κατά βάθος, κάτι πολύ χρήσιμο για το Κράτος, που δεν έβλεπε άλλο τρόπο να νικήσει το ιταλικό επαναστατικό κίνημα παρά μόνο εξαναγκάζοντας το σε στρατιωτικό αγώνα, μέχρι, προφανώς, να το εκμηδενίσει. Η επιχείρηση Moro αποδιάρθρωσε ταυτόχρονα με το Κράτος και τα οργανωμένα στρώματα του επαναστατικού προλεταριάτου.
Από τη μια πλευρά, έβαλε τέλος στην Πρώτη Δημοκρατία, αλλά από την άλλη, όλα τα οργανωτικά επίπεδα του κινήματος αποσταθεροποιήθηκαν και συνετρίβησαν από την ομόκεντρη επίθεση της καταστολής, και τη στρατιωτικοποίηση του πολιτικού αγώνα που επιδιώκονταν από τις BR.
Όποιος δεν επέδειχνε πίστη στο Κράτος από τότε και στο εξής, θα κινδύνευε, τουλάχιστον, να είναι ύποπτος πως ανήκε στους «υποστηρικτές» και, ειδικά αν είχε κάποιου είδους σχέση με παράνομους αγωνιστές, να υποστεί προληπτική φυλάκιση.
Οι πλατείες αδειάζουν, οι φυλακές γεμίζουν. Έτσι, η εξέγερση αντικαταστάθηκε, μέσα σε ένα μόνο έτος, από ένα είδος πολέμου συμμοριών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως, τους μήνες που ακολούθησαν την απαγωγή του Moro, ήταν ακριβώς οι BR που κατέγραψαν μια ισχυρή αύξηση των αιτημάτων στρατολόγησης.
Αντιμέτωποι με ένα πολύ υψηλό επίπεδο καταστολής, που καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη κάθε εναλλακτική πολιτική δράση, πολλοί αγωνιστές επέλεξαν να εισέλθουν στους ένοπλους σχηματισμούς παρά να τα παρατήσουν. Επίσης, για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να σκεφτούμε να διαχωρίσουμε τον συνολικό απολογισμό, ολόκληρη την ιστορία των κινημάτων της δεκαετίας του εβδομήντα, από αυτόν τον ένοπλο αγώνα, σε όλες του τις πτυχές
συνεχίζεται
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση