Προχθές ο Θοδωρής με ξάφνιασε απρόσμενα! Δίχως σοβαρό λόγο με κάλεσε στο τηλέφωνο σε ακατάλληλή ώρα και με χροιά στη φωνή αλλαγμένη, παράξενη που με δυσκόλεψε να τον γνωρίσω. Με προσκάλεσε επιτακτικά να πάω αμέσως στο σπίτι του.
Η απασχόλησή μου την ώρα εκείνη ήταν τέτοια που δυστυχώς το αμέσως του δεν θα μπορούσα να το εκπληρώσω. Με τον Θοδωρή είμαστε συνάδελφοι σχεδόν από γεννησιμιού μας. Μαζί και στο ίδιο θρανίο από το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο μας χώρισε το πρώτο γράμμα του επιθέτου μας.
Αυτόν το «Μ» τον είχε βάλει στην αίθουσα τέσσερα και εμένα το «Φ» μου με οδήγησε στην αίθουσα οκτώ, στο Υπόγειο. Η αυλή του Γυμνασίου όμως ήταν το σημείο της συνάντησής μας σε κάθε διάλειμμα. Στις τελευταίες τάξεις όμως του Γυμνασίου ο Θοδωρής άρχισε να καπνίζει και στα περισσότερα διαλλείματα αυτός κατέβαινε στις τουαλέτες κάτω για να καπνίσει και εγώ πολλές φορές του κρατούσα τσίλιες σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα το «Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα» με την εμφάνιση του Κορώνη στην αυλή.
Μαζί και στη Θεσσαλονίκη με τον Θοδωρή σ’ ένα κοινό δωμάτιο, στα εγκαταλειμμένα Εβραϊκά σπίτια. Άλλα τα πεδία των σπουδών μας, συναφή όμως και στον ίδιο φορέα πιάσαμε δουλειά σε άλλους τομείς όμως. Αυτή ήταν η σχέση που μας ένωνε, μακρόχρονη, γεμάτη σεβασμό, αλληλοκατανόηση και αληθινή ενσυναίσθηση του ενός προς τον άλλον.
Του έκλεισα το τηλέφωνο λίγο απότομα και αισθάνθηκα ενοχή. Με πήρε ο άλλος φορτωμένος δεν ξέρω και εγώ με τι φόρτωμα στην πλάτη και δεν άπλωσα το χέρι για βοήθεια στον φίλο! Έκανα την κίνηση να πάρω το τηλέφωνο για να καλέσω και να διορθώσω το λάθος μου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με καλούσαν και ήταν από του Θόδωρου. Στην άλλη όμως άκρη της γραμμής τώρα ήταν η Αντιγόνη η γυναίκα του φίλου μου. Με την Αντιγόνη όταν μιλώ το χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί στην κουβέντα της, εκεί που πρέπει, βάζει την Ποντιακή λέξη που ταιριάζει στο λόγο της με πολλή τέχνη και ομορφαίνει με αυτά τα στολίδια τα ακούσματα μου και με ενθουσιάζει.
«Απόψε το βράδυ θα πάρεις τη γαρή (σύζυγο) σου και θα έρθετε σε εμάς. Θα ετοιμάσω τανεμένον σορβάν». Ο τανεμένος σορβάς της Αντιγόνης είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου! Ειλικρινά δεν έχω λόγια για να περιγράψω το έδεσμα αυτό της Αντιγόνης, γιατί δε βρίσκω, όσο και να ψάχνω τις κατάλληλες λέξεις που θα το απέδιδαν σωστά.
Το δέλεαρ για την συνάντηση τρομερό και ήταν αδύνατον να μην πάμε. Στην ερώτησή μου τι συμβαίνει με τον Θόδωρο, γιατί το πρώτο τους τηλεφώνημα είναι αλήθεια ότι με ανησύχησε. Η απάντηση που πήρα δεν ξεκαθάρισε πλήρως την απορία μου.
«Χάσε τον αυτόν επαλαλώθε! Θα τα πούμε το βράδυ, θα καταλάβετε». Το βράδυ πλησιάζοντας στην πόρτα τους μας καλωσόρισε η ευχάριστη μυρωδιά από δυόσμο και σύβραση από φρέσκο βούτυρο σημάδι ότι ο τανεμένον σορβάς θα πρέπει να ήταν στο τέλος του έτοιμος για να τον απολαύσουμε.
Δίχως να χτυπήσουμε την πόρτα αυτήν άνοιξε διάπλατα με τον Θοδωρή στην κορνίζα της να μας περιμένει. Με άρπαξε από το μπράτσο και με είπε «Εσύ έλα μαζί μου, άστες αυτές». Η Αντιγόνη κούνησε το κεφάλι, κοιτάζοντας υποτιμητικά τον άνδρα της λέγοντας «Άκουσε και εσύ τα παλαλά αυτουνού για να καταλάβεις τι τραβώ».
Με τράβηξε στο γραφείο του και με ύφος απόγνωσης με ψιθύρισε τονίζοντας μια-μια τις λέξεις του «Σαπίζουμε φίλε, σαπίζουμε μέσα στην καθημερινότητά μας και δεν το καταλαβαίνουμε. Το σήμερα μας είναι ίδιο με το χθες και το αύριο δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις τι θα σου φέρει.
Δεν το αντέχω». Αυτά τα λέγαμε και παλιότερα όταν η κουβέντα μας ήθελε να τονίσει τη μονοτονία της ζωής μας, μετά τη συνταξιοδότησή όταν δεν έχεις τις ανάγκες και τους στόχους του παρελθόντος. Τώρα το ύφος και ο τρόπος της εκφοράς του λόγου του ήταν διαφορετικός και με τρόμαξε.
Προσπάθησα να τον φέρω στη δική μου πραγματικότητα αλλά δεν τα κατάφερα. Τα δικά του επιχειρήματα κλόνισαν και τη δική μου πίστη σ’ αυτά που πίστευα μέχρι τότε. Με έπεισε με τα επιχειρήματά του ότι η καθημερινή μας ζωή κατάντησε μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα.
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να μαντέψεις ποιό θα είναι το αύριο σου και έτσι να φεύγουν οι ημέρες και οι μήνες σου και τα χρόνια με τρομερή ταχύτητα δίχως να αφήνουν τίποτε πίσω τους ή μάλλον αφήνουν το απόλυτο κενό.
Τη λύση την πρότεινε ο Θοδωρής και ήταν το μεγάλο μας ταξίδι. Να ξεκινήσουμε δηλαδή και να κάνουμε ένα ταξίδι στο όπου μας βγει με σωστή οργάνωση και προγραμματισμό και με πλήρη μυστικότητα από αυτούς που θα μας φέρουν προσκόμματα που είναι τα παιδιά μας και διάφοροι άλλοι καλοθελητές που θα θελήσουν να μας νουθετήσουν με το «Τώρα στα γεράματα τέτοιες τρέλες είναι χαζές». Ο Θοδωρής πρότεινε, εγώ αποδέχτηκα την πρόταση και μου ανατέθηκε η δύσκολη αποστολή να πεισθούν και οι γυναίκες μας.
Παναγιώτης Φώτου