Dark Mode Light Mode

Το ταξίδι, μέρος Β’: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου 

Ο Θοδωρής με συνόδευσε μέχρι την πόρτα της κουζίνας, μ’ έσπρωξε ελαφριά μέσα, λέγοντας σφυριχτά πίσω από το αυτί μου «Τώρα να σε δω τι θα κάνεις εκεί μέσα στο λάκκο των λεόντων» και έφυγε.

Η Αντιγόνη φαίνεται κατάλαβε, βλέποντας το θριαμβευτικό ύφος του άνδρα της και τη δική μου μαραμένη φυσιογνωμία που πρέπει να πρόδιδε την δική μου μεταβολή. Έβαλε τα δύο της χέρια σφιγμένα γροθιές στη μέση, έγειρε το σώμα της προς το μέρος μου, με κοίταξε μ’ εκείνο το φονικό της βλέμμα, που ξεκινά από τα πόδια και ανεβαίνει σιγά-σιγά στα μάτια, κοιτάζοντας με, με τέτοια ένταση, που δεν μπόρεσα να την αντέξω!

Γέλασα βλέποντας την εικόνα της και τη στάση του μποξέρ, που είχε πάρει έτοιμη να με κοπανήσει. «Μη μου πεις ότι σ’ έπεισε με τις τρέλες του, γιατί θα αρχίσω… δε ξέρω και εγώ τι μπορώ να κάνω!».

Γύρισε με οργή τη ματιά της αριστερά-δεξιά για ν’ αρπάξει κάτι, όπως πίστεψα και να μου το εκσφενδονίσει. Στράφηκε προς την κατσαρόλα που άχνιζε ο τανεμένον σορβάς, την έπιασε με τα γυμνά της χέρια κάηκε!

Την άφησε απότομα! Φοβήθηκα ότι κινδύνευε και το σπουδαιότερο για μένα έδεσμα που υπήρχε εκεί μέσα, άλλαξα τακτική και της μίλησα και εγώ επιθετικά. «Τι συμβαίνει Αντιγόνη!

Για ποιο λόγο εκνευρίζεσαι μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ;». Ηρέμησε και σ’ άλλο τόνο τώρα μου λέει, «Πίστεψα ότι σε έπεισε και εσένα με τα χαζά του και τρελάθηκα. Εγώ σας φώναξα για του βάλετε μυαλό και αυτός νόμισα ότι σε τουμπάρισε».

«Δε μ’ έπεισε κανείς Αντιγόνη αλλά δεν μπορώ να μη δεχθώ και κάποιες αλήθειες του Θοδωρή που έχουν και αυτές την λογική τους». Το μάτι της πήρε ξανά την άγρια οπτική του και με ειρωνικό ύφος μου είπε «Για πες μου λοιπόν, για πες μου τη λογική σας που εγώ η παράλογη δεν την κατάλαβα τόσες μέρες!».

«Ο άνδρας σου βρε γλυκιά μου κοπέλα  βουλιάζει μέσα στη μονοτονία της καθημερινότητας του, όπως και όλοι μας και τρόμαξε. Βλέπει το χρόνο να φεύγει τόσο γρήγορα, σα νεράκι μέσα από τα χέρια μας και εμείς δεν κάνουμε τίποτε, χανόμαστε μέσα στην επανάληψη του τίποτε.

Αυτό θέλει να αλλάξει ο Θοδωρής, να κλειδώσει μέσα στο χρόνο που μας μένει κάποια καινούργια πράγματα, κάποιες νέες εικόνες, άγνωστες γεύσεις που δε γνωρίσαμε, άλλους ανθρώπους, νέους φίλους».

Μ’ εντελώς διαφορετικό ύφος και διάθεση η Αντιγόνη κάρφωσε τη ματιά της στον απέναντι τοίχο και έμεινε να κοιτάζει εκεί με απλανές βλέμμα. Μ’ αλλαγμένη φωνή και σχεδόν ψιθυριστά ψέλλισε «Ε, Δεν είναι όλα αυτά ζαντά», τρέλες και παλιμπαιδισμοί!

Και εμένα με πνίγει η μονοτονία στη ζωή μου, τα ίδια πράγματα κάθε μέρα τα κοινά και επαναλαμβανόμενα. Το πλυντήριο, η κουζίνα, το τι θα μαγειρέψω σήμερα. Αυτή είναι η μοίρα μας τι μπορούμε να κάνουμε;

Δεν καταλαβαίνετε ότι η καθημερινότητα, τα χρόνια που φορτωθήκαμε, οι αδυναμίες της ηλικίας μας, οι συνήθειές μας, είναι τα βαρίδια που μα κρατούν. Μας έχουν δέσει χειροπόδαρα και δεν μπορούμε να αντιδράσουμε! Δεχτείτε τη μοίρα σας, δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε, αυτό είναι το πεπρωμένο μας.

Έτσι ήταν και οι άλλοι πριν από εμάς, την πεπατημένη ακολουθούμε, δεν υπάρχει λύση». Τη λυπήθηκα την καημένη την Αντιγόνη έτσι που την είδα. Έκατσε βαριά στην καρέκλα που βρήκε μπροστά της, με κοίταξε με μια  ερωτηματική ματιά απογοήτευσης και παραίτησης και περίμενε την απάντησή μου.

Η γυναίκα μου δεν μπήκε από την αρχή στη φωτιά, όπως η Αντιγόνη. Απλά στην πρώτη φάση με κοίταζε και αυτή μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο και μετά σοβαρεύτηκε και αυτή και περίμενε.

Βλέποντας ότι ωρίμασαν και αποδέχθηκαν την ιδέα της μονότονης ζωής μας, την επαναλαμβανόμενη, της είπα ότι θα οργανώσουμε και θα προγραμματίσουμε να κάνουμε ένα ταξίδι δίχως δεσμεύσεις και περιορισμούς, θα φωνάξω τον Θοδωρή, που το έχει δουλέψει περισσότερο για να μας πει.

Ο Θοδωρής –εντωμεταξύ- ήταν πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα και παρακολουθούσε. Μόλις άκουσε τα τελευταία μου λόγια εισέβαλε θριαμβευτής μέσα. Μας κοίταξε όλους έναν-έναν, σταμάτησε το βλέμμα του στην Αντιγόνη πήγε κοντά της, της χάιδεψε με λατρεία τα μαλλιά, έσκυψε, τη φίλησε στο κεφάλι και της είπε γεμάτος  αγάπη «Κοριτσάρα μου τι θα έκανα εγώ δίχως εσένα!».

Η Αντιγόνη τον έσπρωξε ελαφριά, του χαμογέλασε και του είπε με χάρη «Άντε πες μας να δούμε πώς θα μας βγάλεις από το πηγάδι της καθημερινότητας  μας». Τους σταμάτησα: «Πρώτα Αντιγόνη θα  στρώσεις το τραπέζι και θα μας σερβίρεις τον τανεμένον σορβάν, θα κρυώσει και αυτός τρώγεται ζεστός. Μετά θα έχουμε χρόνο Θοδωρή να σε ακούσουμε».

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

«Μηνύματα αγάπης φτιαγμένα από πηλό» στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

La Bohème στην Καβάλα: Μια ψύχραιμη αποτίμηση