Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Στάθηκε εκεί, ακόμη μια νύχτα. Απέναντι από τη τριώροφη κατοικία του χωριού του.
Αυτή τη φορά μόνος.
Από τη παιδική του ηλικία ακόμα του άρεσε να χαζεύει τα δύο τριώροφα κτίρια που υπήρχαν στο χωριό του. Οι πολυκατοικίες μας, έλεγε και περηφανεύονταν γι αυτές.Το ένα τριώροφο στη πλατεία, και το άλλο, αυτό εδώ που έβλεπε απέναντί του αυτό το βράδυ, ακουμπισμένος στο πέτρινο ντουβάρι.
Η ζωή παίζει όμορφα και παράξενα παιχνίδια.
Ούτε που θα του περνούσε ποτέ από το μυαλό του, ότι αυτές οι δυο γυναίκες που ένα βράδυ πριν λίγες μέρες στέκονταν πλάι του, στο ίδιο ακριβώς σημείο απέναντι από το τριώροφο, θα έπαιζαν πρωταγωνίστριες στο ίδιο
έργο της ζωής του.
Ένιωσε την ανάγκη να ξαναπάει.
Μόνος όμως αυτή τη φορά.
Όλα τα παράθυρα κλειστά και σφραγισμένα με τα παντζούρια τους.
Κανείς στο σπίτι.
Κάπου – κάπου το επισκέπτεται ο τελευταίος από τους απογόνους. Ο Στέλιος.
Στη ηλικία του είναι. Έκαναν παρέα μικροί και λίγο στα εφηβικά και φοιτητικά τους χρόνια. Θυμάται πώς ήταν το σπίτι από μέσα. Το επισκεπτόταν στην αρχή με τους γονείς του, μωρό, αλλά μετά μικρό παιδάκι μέχρι τα πέντε του, πήγαινε μόνος. Θυμάται και κείνο το ξανθό κοριτσάκι, που κάποια στιγμή – δεν κατάλαβε τότε γιατί – το έχασε.
Έφυγε του είπαν, με τους γονείς της.
Σε μια πόλη της Δυτικής Μακεδονίας.
Δεν την ξανάδε.
Γι΄ αυτήν πήγαινε. Στον πρώτο όροφο έμενε. Ανατολικά ένα σαλονάκι και μια εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο όπου κατοικούσε ο σπιτονοικοκύρης του κυρ – Δάσκαλου και δυτικά, τα δυο δωμάτια και η κουζίνα.
Εκεί έμενε η Ξανθούλα με τους γονείς της. Τον κυρ – δάσκαλο και την όμορφη νέα γυναίκα του.
Ωραίες αναμνήσεις. Κάποιες λίγες φορές βρίσκονταν τα επόμενα χρόνια με τον Στέλιο, ανέβαινε στο σπίτι και λέγανε τα νέα τους όπως γίνεται συνήθως. Στον πρώτο όροφο σταματούσε για λίγο και έριχνε μια ματιά. Θυμόταν και σαν να πονούσε λίγο.
Τα μάτια του αυτό το βράδυ στραμμένα στο δυτικό παράθυρο του σπιτιού, στον πρώτο όροφο.
Το μυαλό του ταξίδεψε εξήντα πέντε χρόνια πριν. Ένα περίπου χρόνο πριν γεννηθεί. Η φαντασία του ενεργοποιήθηκε.
Ένα ελάχιστο φως από λάμπα πετρελαίου – δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρισμός – πίσω από την κουρτίνα και δυο σκιές που χάθηκαν καθώς μετά από μερικές στιγμές χαμήλωσε εντελώς ο φωτισμός.
Εκείνο το βράδυ αρχές Σεπτέμβρη, ο νεοδιόριστος δάσκαλος του χωριού
αγάπησε τρυφερά την σύντροφό του.
Λίγους μήνες αργότερα ο κυρ -δάσκαλος έσφιγγε το ίδιο τρυφερά στην αγκαλιά του το κατάξανθο κοριτσάκι με τα γαλανά μάτια.
Κάποιο από κείνα τα βράδια μπορεί και το ίδιο, ο Θέμις, στο σπίτι του που ήταν στην πάνω γειτονιά, χάριζε τον έρωτά του στην Ελένη. Με λίγες μέρες διαφορά από του κυρ – δάσκαλου το κοριτσάκι, γεννήθηκε ο γιος τους. Ξανθός και παχουλός.
Στην εκκλησία συναντιόνταν τα δυο ζευγάρια και στη βόλτα του χωριού με τα μωρά τους.
Δημιουργήθηκε μια όμορφη φιλία μεταξύ τους, αντάλλασαν επισκέψεις, και τα παιδιά τους μεγάλωναν μαζί. Έγιναν μικρά ανθρωπάκια πια και ξεπόρτιζαν μόνα. Πήγαινε σπίτι της, τρώγανε τις φετούλες τους, ψωμί
βούτυρο και μαρμελάδα, την έπαιρνε και δρόμο στα σοκάκια για παιχνίδι.
Θα την παντρεύονταν έλεγε και κείνη του έσκαγε ένα φιλί.
Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε εκεί.
Έβλεπε οράματα.
Έβλεπε τον δάσκαλο με την αγαπημένη του λίγο μετά τον έρωτά τους, να κάθονται στο μικρό μπαλκονάκι τους και με το δάχτυλό του εκείνος, να της δείχνει τον Βέγα που είναι το άστρο στην κορυφή του ισοσκελούς θερινού τριγώνου και την Κασσιόπη με τον Περσέα.
Μετά από λίγο, μέρα πια, είδε την Ελένη με το αγοράκι της να μπαίνει στο σπίτι. Άκουγε ακόμα και φωνές, και γέλια, και παιδικές τσιρίδες.
Είδε λίγο μετά και τα δυο παιδάκια να βγαίνουν τρέχοντας.
Κάποιος πέρασε, τον καληνύχτισε και τον κοίταξε περίεργα. Λίγο πριν μπει στο σπίτι του εκείνος – λίγο πιο κει έμενε – τού έριξε μια τελευταία ματιά και έκανε τον σταυρό του. Και εκείνος εκεί, με τα οράματά του.
Ούτε που κατάλαβε τίποτα. Συνήλθε κάποια στιγμή και ξεκίνησε για την πλατεία.
Είχε περάσει η ώρα και δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο.
Μόνο τα δυο παιδάκια χαρούμενα, μια πίσω του, και μια μπρος του.
Τα έβλεπε, δεν ήταν στη φαντασία του.
Πήρε τον ανήφορο για την Αγία Παρασκευή. Σκιάχτηκε από το σκοτάδι αλλά ευτυχώς είχε παρέα τα μικρά.
Συνέχισαν την βόλτα τους, πέρασαν από τη Δεξαμενή και κει στο καστανοδάσος τα μικρά τον άφησαν. Πήγαν να μαζέψουν χαμοκέρασα.
Κατηφόρισε και έφτασε στο πατρικό του. Σκοτεινό και έρημο.
Το προσπέρασε.
Έφτασε ξανά στο τριώροφο που στον πρώτο όροφο νοίκιαζε πριν εξήντα πέντε χρόνια ο νεοδιόριστος δάσκαλος τα δυο δωμάτια με την κουζίνα.
Έριξε μια τελευταία ματιά μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε.
Λίγα βράδια πριν, ήταν εκεί, με το κατάξανθο κοριτσάκι με τα γαλανά μάτια, μεγάλη γυναίκα πια και δίπλα της, η εγγονή του δάσκαλου, σύντροφος του γιου του, τού Θέμη, και στέκονταν απέναντι από το τριώροφο ακουμπισμένοι στο πέτρινο ντουβάρι.
Απρόβλεπτος ο ισολογισμός των συμπτώσεων και των παιχνιδιών της τύχης.
Συνωμοσία του θερινού τριγώνου με όλα τα άστρα του ουρανού. Συνωμοσία της Κασσιόπης με τον Περσέα, που εκείνο το βράδυ ο δάσκαλος έδειχνε με τεντωμένο το δεξί του χέρι στην αγαπημένη του.
Παλαιοχώρι
15 – 9 – 2015