Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Καμιά φορά τα άστρα έχουν παράλληλες πορείες και κάποτε είναι δυνατό και να συναντηθούν. Γεννήθηκαν και οι δύο στα 1912. Ο ένας στην Ανατολική Θράκη, ο άλλος στην Αρκαδία. Τα χρόνια δύσκολα, μεγάλωσαν και οι δύο μέσα στη φτώχεια, ανάμεσα σε πλούσιες καρδιές. Και μπόρεσαν και οι δύο να σπουδάσουν, ο Γιώργης δικηγόρος, ο Γρηγόρης γιατρός. Θα μπορούσαν και οι δύο να κερδίσουν μια ήσυχη ζωή ιδιωτεύοντας, με εξασφαλισμένη την κοινωνική καταξίωση ως επιστήμονες, την επιτυχία και την οικονομική άνεση. Δεν το έκαναν όμως. Στρατεύθηκαν κι οι δυο τους στους αμυντικούς, στους απελευθερωτικούς και στη συνέχεια στους κοινωνικούς αγώνες. Η στράτευση σε τέτοιους αγώνες – ιδιαίτερα στους τελευταίους – σήμαινε κάποτε διαβολές, φυλακίσεις, βασανιστήρια και πολλές φορές θάνατο.
Ο θάνατος τους έστησε καρτέρι στις 27-5-63 στη Θεσσαλονίκη. Δέχτηκαν και οι δυο επίθεση την ίδια μέρα από φασιστοειδή με βάναυσα και άνανδρα χτυπήματα στο κεφάλι. Ο ένας δεν άντεξε κι εξέπνευσε λίγο αργότερα. Ο ήμερος ημεροδρόμος της Ειρήνης, ο βαλκανιονίκης γιατρός Γρηγόρης πέταξε στους ουρανούς και γέμισε η Ελλάδα Λαμπράκηδες. Ο άλλος, ο Γιώργος Τσαρουχάς, νοσηλεύθηκε για 29 μέρες στο νοσοκομείο και άντεξε. Τον περίμεναν και άλλοι αγώνες…
Από μικρός ο Γιώργης εντάχθηκε στο Κόμμα. Στη συνέχεια πολέμησε ως εθελοντής στο Μέτωπο το 1940 και μετά τη συνθηκολόγηση εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους. Από το Σεπτέμβρη του ’44 ως το Φλεβάρη του ’45 διετέλεσε Νομάρχης Καβάλας, ο πρώτος μεταπολεμικός. Άσκησε τα καθήκοντά του με ακεραιότητα και πνεύμα δικαιοσύνης ακόμη κι έναντι των αντιπάλων του. Οι επιφανείς Βούλγαροι ήθελαν να πάρουν μαζί τους, αποχωρώντας από την Καβάλα, τις περιουσίες τους. Αυτό όμως δεν τους το επέτρεψε. «Μα αυτά τα φέραμε εμείς, τα φτιάξαμε εμείς, είναι δικά μας!». «Εμάς όμως μας καταληστέψατε, τον έχετε εξαντλήσει τον κόσμο, δεν παίρνετε ούτε μία βίδα!».
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας έγινε στόχος των ακροδεξιών κύκλων και υπέστη σωρεία ατομικών διώξεων. Το άκρον άωτον της αναισχυντίας ήταν ότι κατηγορήθηκε για… δωσιλογισμό από τους πραγματικούς δωσίλογους και τελικά φυλακίστηκε για εννιά περίπου μήνες. Στις 23-12-45 το Δικαστήριο, σε μια στημένη δίκη, αποφεύγει τελικά να εκδώσει απόφαση, για «εθνικούς λόγους». Δυο χρόνια αργότερα, το 1947, με βούλευμα ο Γιώργος Τσαρουχάς απαλλάσσεται των κατηγοριών.
Όλοι οι Καβαλιώτες – και όχι μόνο οι αριστεροί – τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν και τον σέβονταν. Είχε εξοριστεί στον Αϊ – Στράτη και στη Γυάρο. Όταν γύρισε από τη Γιούρα (έτσι έλεγαν τη Γυάρο), ο δρόμος από το ΚΤΕΛ μέχρι το γραφείο της Ε.Δ.Α. ήταν ολοστόλιστος με λουλούδια. Όταν η κόρη του τον ρωτούσε για εκείνα τα χρόνια, απαντούσε σεμνά και λιτά: «Εντάξει, το καθήκον μας κάναμε…», ενώ όταν ήταν να μιλήσει για τον εαυτό του, έλεγε κοφτά «Πάμε παρακάτω!».
Το 1961 μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα, έχοντας χάσει το φως του από το αριστερό μάτι, εξαιτίας ενός χτυπήματος το 1936 επί δικτατορίας Μεταξά. Ο κόσμος της Καβάλας τον τίμησε με την ψήφο του, αναδεικνύοντάς τον εκπρόσωπό του στη Βουλή των Ελλήνων, με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά. Ακολούθησαν τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα του ’63 με το παρακράτος της Δεξιάς να οργιάζει σε όλα τα επίπεδα. Η λαϊκή αγανάκτηση μεγάλωνε και έφερε κάποιες αλλαγές στον πολιτικό, τον κοινωνικό, ακόμη και στον εκπαιδευτικό τομέα. Οι αντιδράσεις του κατεστημένου ήταν αναμενόμενες και εκδηλώθηκαν πρώτα με την ανατροπή της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, έπειτα με τους Αποστάτες και τέλος με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών που πρόλαβαν το βασιλιά και τους στρατηγούς του…
Ο Γιώργης Τσαρουχάς τίθεται επικεφαλής του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Οι χουντικοί έχουν στήσει ολόκληρο μηχανισμό με δίχτυα μανωμένα για να τον πιάσουν. Το βράδυ της 9-5-68 τον συλλαμβάνουν μαζί με συντρόφους του στα διόδια της Λεπτοκαρυάς. Τον μεταφέρουν στην Κ.Υ.Π., στο Τρίτο Σώμα Στρατού, και τον βασανίζουν όλη νύχτα. Ο Γιώργης υποκύπτει στα τραύματά του.
Η ανακοίνωση της Αστυνομίας αναφέρει: «Ο Γεώργιος Τσαρουχάς του Νικολάου, ηγετικόν στέλεχος του ενταύθα παράνομου μηχανισμού του Κ.Κ.Ε. και καταζητούμενος από μακρού, συλληφθείς εις Λεπτοκαρυάν (…) και μεταγόμενος εις Θεσσαλονίκην, απεβίωσε καθ’ οδόν πλησίον του χωρίου Άγιος Αθανάσιος. Κατά τη διενεργηθείσα νεκροψίαν και νεκτροτομήν διεπιστώθη ότι ο θάνατος τούτου επήλθε συνεπεία εμφράγματος».
Η κόρη του, Καίτη Τσαρουχά, αναφέρει: «Ο ανακριτής Ηλιάδης σηκώθηκε πρωί και πήγε απροειδοποίητα στα γραφεία της Σήμανσης. Σ’ ένα συρτάρι που έγραφε «Τσαρουχάς» βρήκε ένα φιλμ. Το εμφάνισε και ήταν ανατριχιαστικά αυτά που είδαμε. Μόνοι τους τον είχαν πάρει από το νεκροτομείο, μόνοι τους τον είχαν πάει σ’ ένα μικρό ναό των νεκροταφείων της Ευαγγελίστριας. Εμάς δεν μας άφηναν ούτε να τον δούμε. Μόνο σε μια στιγμή ο σκοπός μας είπε: «Τι φωνάζετε, άντε περάστε να τον δείτε!». Μπήκαμε μέσα για δευτερόλεπτα μόνο, γιατί μας έβγαλαν άρον – άρον, προλάβαμε να δούμε την κακοποίηση στο πρόσωπο, εγώ, η μητέρα μου κι η θεία μου. Τα χτυπήματα ήταν χιαστί, με ραβδώσεις σε όλο το σώμα. Πρέπει να ήταν από βούρδουλα. Οι έρευνες και μετά την πτώση της δικτατορίας απέδειξαν με τρόπο επιστημονικό τις πραγματικές αιτίες του θανάτου του.»
Καμιά φορά ο θάνατος είναι μια λύτρωση, αλλά κι ένα καρφί μεγάλο στα πλευρά του Χρόνου, για να ‘χουν οι εναπομείναντες την ευκαιρία να τιμούν όσους θυσιάστηκαν για το κοινό καλό και οι αναχωρούντες το δικαίωμα στη μνήμη του λαού κι όσων ανθρώπων μάχονται την αδικία, αλλά και όσων έμαθαν από μικροί να αδικούν, μήπως και βρουν οι τελευταίοι μιαν ανάβρα δικαιοσύνης και μάθουνε να κολυμπούν σε λάγαρα νερά. Τότε η Ειρήνη θα αξίζει περισσότερο για όλους.