Τοποθέτηση Δημήτρη Εμμανουηλίδη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής για το ζήτημα της επιλογής των διευθυντών
«Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. 32 χρόνια στην εκπαίδευση και μόλις 2,5 χρόνια στα βουλευτικά έδρανα. Όπως καταλαβαίνετε από αυτή την αριθμητική σχέση τα 32 χρόνια είναι αυτά που βαραίνουν και σημαδεύουν τελικά την προσωπικότητά μου. Φεύγοντας από εδώ μένει μια ιδιότητα, που δεν απαλλοτριώνεται παρά όταν αποδημήσω, δάσκαλος. Παρακολουθώντας την τοποθέτηση και του κ. Υπουργού και του κ. Υφυπουργού, βλέπω ότι σε άλλο πεδίο μεταφέρθηκε η αγωνία και ο προβληματισμός για το πού πάει η παιδεία και τι είναι η εκπαίδευση. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε αυτή την αγωνία και να συνοδοιπορήσουμε τελικά προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής προσπάθειας να δώσουμε περιεχόμενο και προοπτική στη λειτουργία της εκπαίδευσης.
Βεβαίως, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αφορά ένα ενδιαφέρον κομμάτι, θα έλεγα όχι σημαντικό, ενδιαφέρον ωστόσο στην εκπαιδευτική διαδικασία: την εκλογή των διευθυντών των σχολικών μονάδων. Όμως και εκεί η προσέγγιση έγινε με μια επιτρέψτε μου να πω, μίζερη, «ψειριμπασίδικη» πρακτική, του τι να προσθέσουμε, τι να αφαιρέσουμε. Η ουσία είναι ότι κληθήκαμε μέσα από μια εντελώς αδικαιολόγητη απόφαση του ΣτΕ – ειπώθηκε άλλωστε πως και οι κρίνοντες κρίνονται – να επανέλθουμε σε ένα θέμα που προέκυψε και η λύση ήταν απολύτως επείγουσα και αναγκαία.
Εκεί, λοιπόν, βλέπουμε από την πλευρά του Υπουργείου, στην ουσία με αγωνία να αναζητούνται σολομώντειες λύσεις, την προσπάθεια δηλαδή πρώτα – πρώτα να απεκδυθεί το Υπουργείο κάθε υποψία σκοπιμότητας και στη συνέχεια να δώσει μια προοπτική λειτουργικότητας σε αυτή την επίπονη διαδικασία. Όπως ξέρουμε πάρα πολύ καλά όταν έχουμε μια διαδικασία επιλογής αυτή καθαυτή ενέχει το στοιχείο της πικρίας και της αμφισβήτησης και δεν υπάρχει δυνατότητα από όλες τις πλευρές να υπάρξει πλήρης αποδοχή. Είναι μια διαδικασία τετραγωνισμού του κύκλου. Παρόλα αυτά μέσα από μια εναγώνια προσπάθεια και κυρίως, από κατάθεση καθαρών προθέσεων αναζητήσαμε κάποιες λύσεις. Αναζήτησε το Υπουργείο κάποιες λύσεις και θα ήθελα να δούμε ποιες είναι αυτές.
Πρώτα, στο θέμα της συνέντευξης, η προϋπάρχουσα συνέντευξη ήταν ένα παιχνίδι αριθμητικής. Με «χ» μόρια επιζητούσαμε τη βαθμολόγηση που θα προέκυπτε μέσα από τη συνέντευξη για να αρμολογηθεί σωστά με την πρόθεση του υποψηφίου να καταλάβει τη διευθυντική θέση για το σχολείο της προτίμησης του και αυτές ήταν οι μικρολογικές, γιατί μετρούσαμε τη λειτουργία του διευθυντή με βάση τηναπόσταση από το σπίτι του, ενδεχομένως. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Ερχόμαστε, λοιπόν, να πούμε ότι η συνέντευξη, καλώς ή κακώς, είναι μια διαδικασία αποδεκτή από όλα τα συστήματα και σε όλο το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του κόσμου, όμως μια συνέντευξη που δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά μιας σημαδεμένης τράπουλας, αλλά μιας ανοικτής επικοινωνίας για να αναδειχθεί στο βαθμό που μπορεί να αναπτυχθεί η προσωπικότητα του κρινόμενου.
Ερχόμαστε στη συνέχεια στο δεύτερο στοιχείο. Βεβαίως, μπορούμε να πούμε ότι η παράθεση τίτλων δεν μπορεί να ακυρωθεί και δεν έχει καμία σχέση με την αμφισβήτηση της αριστείας που εμφαντικά τονίζεται από την αντιπολίτευση. Προσωπικά, σέβομαι όλη αυτή την προσπάθεια συναδέλφων που έχουν συγκεντρώσει τίτλους μέσα από προσπάθειες ζωής, αλλά είναι άλλο πράγμα η παράθεση τίτλων και άλλο πράγμα είναι η λειτουργία του δασκάλου μέσα στην τάξη. Εκεί, πολλές φορές, όλες αυτές οι θεωρητικές αρματωσιές ακυρώνονται, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, το δασκαλίκι είναι ταλέντο είναι μεράκι, είναι λειτουργία και λειτούργημα ζωής και είτε το έχεις και μέσα από προσπάθεια το βελτιώνεις, είτε αναζητάς άλλους δρόμους για να περάσεις το χρόνο της υπηρεσιακής διαδρομής και εννοώ, χωρίς αυτό να ενέχει κανένα στοιχείο σκοπιμότητας, άλλες διευθυντικές θέσεις σε παράπλευρες λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Πάντως το δασκαλίκι κρίνεται μέσα στον ιερό χώρο της τάξης.
Αυτό το πράγμα υπηρετείται εν προκειμένω με την προσπάθειά μας να αναδείξουμε επιτέλους αυτό που εθελοτυφλικά θέλησε να ακυρώσει το ΣτΕ και αυτό είναι να δώσουμε πίστη στο δάσκαλο. Την απόφαση αυτή δεν την κρίνω για την ορθότητά της, όμως την κρίνω για την υπονομευτική της διάσταση και το υπονομευτικό παραγόμενό της, γιατί ακυρώνει, ακριβώς, αυτήν την πίστη στον πραγματικό δάσκαλο και αυτό θα χρεωθεί στο ΣτΕ, παρά τις όποιες υποστηρικτικές προσπάθειες γίνονται από όλους τους χώρους.
Τέλος, για ποια αξιολόγηση μιλάμε; Μιλάμε για την αξιολόγηση του παλιού επιθεωρητή, που, μέσα από παραεκκλησιαστικές παρέες, ω του θαύματος, έβγαιναν πάντοτε μέλη παραεκκλησιαστικών οργανώσεων διευθυντές και επιθεωρητές, με αποτέλεσμα όλο το σύστημα διοίκησης να εποπτεύεται από αυτούς τους ανθρώπους. Για ποια αξιολόγηση να μιλήσουμε στη συνέχεια; Για αυτά που γίνονταν όταν «σημαδεμένη τράπουλα» βόλευε συνάδελφους στην αλλοδαπή με όλα τα παχυλά επιμίσθια που εξασφάλιζαν; Είναι αυτό το βίωμα των 32 χρόνων και σας λέω, λοιπόν, κοιτάζοντας σας στα μάτια και ξεκάθαρα, ότι αυτό το νομοσχέδιο δεν υπηρετεί τίποτε άλλο, παρά την αγωνία για μια παιδεία με ουσιαστικό περιεχόμενο.»