Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Είκοσι χρόνια μετά την απελευθέρωση οι αναμνήσεις του ελληνικού λαού από τη μαύρη περίοδο της Κατοχής ήταν πολλές και έντονες. Ο δυνάμεις του Άξονα είχαν τότε επιβάλει συνθήκες απαράδεχτες που είχαν εξαθλιώσει έναν ολόκληρο λαό. Η πείνα είχε οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων στο θάνατο.
ΠΕΙΝΑ
Δε βρήκα πουθενά ψωμί
και σπίτι πως θα πάω…
Θα με πληγώσει μια φωνή:
πατέρα μου, πεινάω.
Απόψε το παιδάκι μου
θα γείρει πεινασμένο
και τον πατέρα του θα δει
πρώτη φορά κλαμένο
Να μαραθείς, βλαστάρι μου,
ποτέ δε θα σ’ αφήσω
και με το αίμα της καρδιάς
εγώ θα σε ταΐσω
Ο Κώστας Βίρβος, αν δεν κάνω λάθος, είναι ο δεύτερος πολυγραφότερος στιχουργός μετά τον Πυθαγόρα. Έχω όμως τα γνώμη ότι η κορυφαία του στιγμή είναι η «Καταχνιά». Τη μελοποίηση αυτού του κύκλου των τραγουδιών πραγματοποίησε ο νεαρός τότε Χρήστος Λεοντής. Είμαστε στα 1965 και οι μελωδικές φωνές του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλας αποδίδουν το έργο με τρόπο υποδειγματικό. Συμμετέχει ακόμη και η Χορωδία Κορίνθου σε κάποια κομμάτια.
Δύσκολη κι εκείνη η περίοδος. Η δυσκολία ωστόσο παλεύεται με την ανάμνηση μιας μεγαλύτερης δυσκολίας κι αυτό μπορεί ν’ αποτελέσει αφορμή για την αντιμετώπιση και της σύγχρονη εποχής. Και ευτυχώς που ζουν πολλοί από τους Έλληνες που βίωσαν τους χαλεπούς εκείνους χρόνους της Κατοχής, ώστε να μας διδάσκουν τρόπους αντιμετώπισης της σύγχρονης κατοχής.
ΚΑΤΑΧΝΙΑ
Κλαίνε, θρηνούνε τα βουνά,
κλαίνε, θρηνούν οι κάμποι:
ήρθε σκλαβιά, πικρή σκλαβιά,
πλάκωσε μαύρη καταχνιά
κι ο ήλιος πια δε λάμπει
Η μπότα του καταχτητή
παντού τη φρίκη απλώνει
κι όπου πατεί κι όπου πατεί
χορτάρι δε φυτρώνει,
μα στην καμένη τούτη γη
θ’ ανθίσουν πάλι κλώνοι
για να λαλεί τ’ αηδόνι
Μες απ’ τη στάχτη τη βαθιά
μια σπίθα θα πετάξει
σε πολιτείες και χωριά
και θα γενεί τρανή φωτιά
που τη φωτιά θα κάψει
Και η πρώτη διδαχή, που έχει ν’ αποκομίσει ο καθένας από τους παλιότερους, είναι ο αγώνας. Ο αγώνας σε πολλαπλά επίπεδα, ατομικός και συλλογικός. Κι αν δεν υπάρχουν απέναντι σιδερόφραχτοι και ένοπλοι στρατιώτες, οι εχθροί είναι το ίδιο αδίστακτοι όπως τότε. Μόνο που τότε υπήρχαν αποσπάσματα που θέριζαν τους πατριώτες. Αλλά και σήμερα δεν είναι απέναντι σε απόσπασμα ένας ολόκληρος λαός, η ιστορία και ο πολιτισμός του, οι αρχές και τα ιδεώδη του…
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΔΕΣΕΤΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια,
τον ήλιο π’ ανατέλλει να χαρώ.
Κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια,
εσείς πεθαίνετε και όχι εγώ.
Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια,
δε σκιάζομαι τα βόλια τα σκληρά.
Πηγαίνω στα ουράνια παλάτια,
να στείλω στους ανθρώπους τη χαρά!
Δεν πρέπει ο λαός μέσα στην πίκρα του να νιώσει απελπισμένος. Την αγανάχτηση που νιώθει πρέπει να τη μετατρέψει σε αγώνα και αντίσταση. Και σε παλικαρίσια στάση. Κι όσο ο κύκλος των αγωνιστών θα μεγαλώνει, τόσο η ελπίδα και η πίστη για ένα καλύτερο αύριο θα φουντώνει. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι δε θα είμαστε μόνοι στην επιβεβλημένη αυτήν αντίδραση απέναντι στα αρπακτικά όρνεα του βορρά. Η σύμπραξη του ευρωπαϊκού νότου μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Ομόνοια και συνεννόηση μπορούν να συνασπίσουν τους χειμαζόμενους λαούς.
ΕΝΑΣ ΞΥΛΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Ένας ξύλινος σταυρός
στ’ αγριολούλουδα στημένος
είν’ ο γιος του καθενός
που δε στέργει σκλαβωμένος.
Ένας ξύλινος σταυρός
με καντήλι το φεγγάρι
είναι φάρος φωτεινός
και σου πρέπει, παλικάρι.
R
Κι όταν ο αγέρας κλαίει
και στενάζει ο σταυρός,
μια φωνή ουράνια λέει:
«Προχωράτε πάντα εμπρός!»
Πριν από χρόνια πλησίασαν το Λευτέρη Παπαδόπουλο και του ανακοίνωσαν ότι προτίθενται να του απονείμουν ένα βραβείο για την εν γένει προσφορά του στο χώρο του τραγουδιού και της δισκογραφίας. Εκείνος ευγενικά αρνήθηκε, υποδεικνύοντας συνάμα τον Κώστα Βίρβο ως άξιο για τούτο το βραβείο. Και πράγματι το δικαιούνταν κάτι τέτοιο και μόνο για την «Καταχνιά» του Λεοντή, ίσως και για ένα τραγούδι του Τσιτσάνη. Στίχοι δυνατοί και περιγραφικοί γι’ αυτούς που υπέφεραν στα πέτρινα τα χρόνια.
ΤΗΣ ΓΕΡΑΚΙΝΑΣ ΓΙΟΣ
Ούτε στρώμα να πλαγιάσω
ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα, ωχ, μανούλα μου!
Καλοκαίρι κι είναι κρύο,
ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου…
R
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι της γερακίνας γιος!
Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές,
εγώ αντέχω τις φωτιές.
Μάνα μη με λυπάσαι, μάνα μη με κλαις.
Ένα ρούχο ματωμένο
στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο, ωχ, μανούλα μου!
Στο κελί το διπλανό μου
φέραν κι άλλον αδελφό μου:
πόσα θα τραβήξει, ωχ, μανούλα μου…