Dark Mode Light Mode

«Του Τσιάρτα η μάνα»: Ποίημα του Ηλία Ιωαννίδη

Του Τσιάρτα η μάνα κάθονταν

στην άκρη στο ποτάμι

και στο ποτάμι μίλαγε

και το παρακαλούσε:

 

Ποτάμι στάσου να διαβώ

και τα νερά σου κράτα

κι έχω στα στήθια μου καημό

κι είναι μεγάλη η στράτα.

 

Μαύρο μαντάτο έφτασε.

Μπήκαν στ’ αυτιά μου ψύλοι

πως με φασίστες μπλέξανε

τον γιό μου τον Βασίλη.

 

Τέτοια ντροπή στο σπίτι μου

η δόλια δε θα αντέξω

και στην Αθήνα ολοταχώς

θα πάω να του τις βρέξω.

 

Και να του πω στο σπίτι μας

δε δίναμε αξία

στον φασισμό τον ρατσισμό

και την ξενοφοβία.

 

Μετά θα βρω τον Τζήμερο

θα βρω και τον Φαήλο

για να τους ρίξω και τους δυό

ένα χεράκι ξύλο.

 

Που μου τον παρασύρανε

και τον διαφημίζουν

αυτόν που μήτε αδελφή

μή μάνα τον ψηφίζουν.

 

Μέχρι και που τον πείσανε

να τα αποκηρύξει

τα γκολ που με το αριστερό

το πόδι έχει ρίξει.

 

Γι’ αυτό ποτάμι μέριασε

και γίνε ίσιος δρόμος

κι είναι μεγάλος ο καημός

κι αβάσταχτος ο πόνος.

 

Και τότε ω του θαύματος!!

Ανοίγει το ποτάμι

και το διαβαίνει μονομιάς

το χρέος της να κάμει.

 

Κι αν ακουστεί στη Νάουσα

σαν βουητό ένα πράμα

δεν είν’ αέρας αλλά ωϊμέ

του ποταμιού το κλάμα.

 

Κι αν στο ποτάμι το ξερό

δίπλα φανεί ρυάκι

δεν ειν’ νερό μα το πικρό

του ποταμιού το δάκρυ.

Προηγούμενο άρθρο

Η ιστορία του Συλλόγου Εθελοντών κατά του Καρκίνου Ν. Καβάλας

Επόμενο άρθρο

Πετυχημένος αποκριάτικος χορός του ΦΟΚ