Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Στο πίσω κάθισμα μιας Ford 401 Dodge 303 κάθονταν η λεχώνα. Στην αγκάλη της κρατούσε φασκιωμένο το νεογέννητο μωρό της. Δίπλα της ένα χάρτινο αρκετά μεγάλο κιβώτιο που είχε απέξω κάτι μαύρα ξενικά γράμματα. Εκείνος, ο άντρας της, ο Κωνσταντίνος Γκρέκης, καθόταν μπροστά. Συνοδηγός. Ησυχία δεν είχε και στριφογύριζε στη θέση του. Μισός στραμμένος προς τα μπροστά ήταν να κοιτά το δρόμο – “πρόσεχε Σταύρο”, έλεγε στο σοφέρ συνέχεια – και μισός γυρισμένος προς τα πίσω, να κοιτά τη γυναίκα του. Στα μάτια του πόθος ασίγαστος, το σώμα του αποζητούσε το δικό της. Είχε μέρες πολλές να τη νιώσει σα γυναίκα, να τη γευτεί. Να σφίξει με τις απαλάμες του τα λαγόνια της, να την κολλήσει πάνω του, να την εκπορθήσει και να νιώσει τα νύχια της να βυθίζονται στις σάρκες του. Και να την ακούσει. Ναι, να την ακούσει. Το αριστερό του χέρι θώπευε το γόνατό της. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τα πει όλα, όλα μαζί να τα πει, μα πιο πολύ να δείξει στη σύντροφό του κάτι σα στοργή, να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, πράγμα που στη ζωή του ελάχιστες φορές το έκανε. Ποτέ μπροστά στους άλλους δεν άπλωσε το χέρι του έστω μόνο για ένα χάδι. Τί άντρας θα ήταν! Μη τον έπαιρνε και κανένα μάτι και γίνονταν ρεζίλι στο χωριό. Αλλά τώρα όμως. Τώρα! Την ήθελε πιο πολύ από κάθε φορά τώρα και ένας λόγος παραπάνω ήταν εκείνο το μικρό πλασματάκι. Αγόρι τού έκανε. Επιτέλους, μετά από τρία θηλυκά ήρθε ο γιος. Ο γιόκας του. Το παιδί! Ο άντρας του. Ο συνεχιστής του. Αυτός θα κρατούσε το όνομά τους. Το ένδοξο όνομά τους. Το όνομα Γκρέκης. Ηλία θα τον έβγαζε. Ηλίας Γκρέκης. Του πατέρα του το όνομα.
Ένα παιδί και πέντε κορίτσια είχε ο πατέρας του. Πέντε αδελφές είχε ο Κωνσταντίνος. Άλλο αρσενικό σε ολόκληρη την οικογένεια με το όνομα αυτό δεν είχε. Όλες τις ελπίδες τους αυτός και ο πατέρας του, σε αυτή τη γέννα τις είχαν εναποθέσει.
Ξενομερίτης ήταν ο πατέρας του. Άγνωστη η φύτρα του κι ο τόπος του. Βρέθηκε στο χωριό. Ούτε που ξέρει κανείς πως βρέθηκε εκεί και ούτε που έμαθε ποτέ κανείς. Κάπως, μια μέρα βρέθηκε εκεί, και τον προξένεψε ένας που ήταν στο στρατό μαζί με μια γεροντοκόρη σακάτισσα, – κανένας δεν την έπαιρνε, τα χωράφια ήθελαν χέρια κι αυτή είχε μονάχα ένα. Πέντε θηλυκά του έκανε η σακάτισσα, κι αυτόν. Τον Κωνσταντίνο. Το όνομα του μεγάλου ηγέτη, του αρχιστράτηγου του έδωσε ο πατέρας του. Μαζί του πολέμησε στις νικηφόρες μάχες στα Γιαννιτσά και στο Σαραντάπορο. Μαζί του τον είχε ο Βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, δίπλα του ήταν όταν έκαναν τη θριαμβευτική τους είσοδο στην Θεσσαλονίκη. Παρών εκεί ήταν και ο Ηλίας, ο Ηλίας ο Γκρέκης εκεί ήταν, και όταν, ο Οθωμανός στρατηγός της Θεσσαλονίκης, Χασάν Ταχσίν Πασάς, τους παρέδωσε την πόλη. Άνευ όρων ήταν η συμφωνία. Ένδοξες μέρες, ένδοξο παρελθόν και να χάνονταν τέτοιο όνομα!
Από την άλλη όμως πάλι, ήξερε ο Κωνσταντίνος, γνώριζε πως ο πατέρας του ήταν και λίγο παραμυθατζής – τι λίγο, έλεγε η κυρά του η Ευλαλία η λεχώνα, αυτός είχε ξεπεράσει και τον ψευτοθόδωρο, τον μεγαλύτερο ψευταρά του χωριού – μα λέγε λέγε ο Ηλίας ο Γκρέκης, άρχισε να το πιστεύει ο Κωνσταντίνος πως όλα αυτά έτσι γινήκαν, να του φουσκώνουν το μυαλό και να του γίνεται, μεγάλη, αυτή η ιδέα περί του ενδόξου παρελθόντος του πατέρα του. Τράνεψε μέσα του η ιδέα κι άρχισαν να παίρνουν τα μυαλά του αέρα. Τί κι αν ήξερε όμως, καλύτερα ήταν να τα πιστεύει. Του άρεσε αυτό. Θαρρούσε μεγάλον και τον εαυτό του τον ίδιο.
Και να χάνονταν το όνομα!
Τέτοιο όνομα!
Και κόντεψε να χαθεί το όνομα.
Μα να, εδώ είναι, ο γιος του.
Ευτυχώς.
Ηλία Γκρέκη θα έβγαζε τον απόγονό του. Να μείνει το όνομά τους στο χωριό να τους θυμούνται όλοι.
Τριάντα χιλιόμετρα από το μαιευτήριο “Μητέρα” μέχρι το σπίτι τους στο χωριό, μιάμιση ώρα έκανε η Ford. Στροφιλίκια πολλά, να ζαλίζεται η λεχώνα, να σταματούν να πάρει αέρα, να ξεκινούν, και πάλι τα ίδια. Ώσπου κατέβηκαν από το βουνό κι άρχισε ο ίσιος δρόμος. Ίσιος βέβαια μπορεί να ήταν μα είχε κάτι λακκούβες. Τί λακκούβες. Κρατήρες ολόκληροι. Να πέσει μέσα η Ford και άντε να βγει από εκεί. Άσε που μπορεί να έσπαζε κανένα σασμάν και κανένα διαφορικό. Έτσι έλεγε ο Σταύρος ο σοφέρ. Κι έκανε ζικ ζακ ο Σταύρος να αποφύγει τις λακκούβες, μα καμιάφορα έπεφτε αναγκαστικά μέσα σε καμιά και τραντάζονταν τα μέσα τους. Τραντάζονταν όμως και η κούτα. Τρόμαξε ο Κωνσταντίνος. “Πρόσεχε Σταύρο”. Πήρε το χέρι του από το γόνατο της λεχώνας και έπιασε τη κούτα.
“Μα θα μου πεις τι έχει μέσα το κουτί;” ρωτά με τρόπο, με κάποια συστολή η λεχώνα.
“Ένα μονάχα, σου λέω. Μια λέξη. Γκρούντιγκ. Το δώρο σου για τον γιόκα μου”.
Εκείνη τον μάλωσε:
“Δεν έπαιρνες ένα παλτό Χριστιανέ μου. Α τώρα που θα αρχίσουν τα κρύα, να βάλεις το Γκρούντιγκ στη ράχη σου να ζεσταθείς”.
Ήξερε την τρέλα του. Εδώ και λίγο καιρό, ένας που ήταν λέει μηχανικός, έφερε μια μεγάλη φτερωτή στο ποτάμι, εκείνη γυρνούσε μια μηχανή και έκανε εκείνο που το έλεγαν ρεύμα. Και είχαν βάλει και αυτοί στο σπίτι τους ρεύμα και από τότε το μυαλό του στο ράδιο ήταν. Το Γκρούντιγκ. Φράγκο δεν είχαν να αγοράσουν λάδι, αυτός το Γκρούντιγκ. Τάχα δώρο γι’ αυτήν το πήρε. Ας είναι σκέφτηκε.
Βόγκηξε στην τελευταία ανηφόρα η Ford, κι ύστερα πήραν τον κατήφορο για το χωριό. Λίγα στροφιλίκια ακόμα και θα κατέβαιναν προς το ποτάμι, θα περνούσαν το γεφύρι και θα έφταναν στο χωριό.
Όλα σε μια στιγμή έγιναν και το όνομα Γκρέκης δεν ξεχάστηκε ποτέ σε όλη τη γύρω περιοχή, αλλά και μακρύτερα. Έμεινε χαραγμένο στη μνήμη όλων και στην μαρμάρινη τη πλάκα τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Τρία ονόματα με μαύρα γράμματα, λίγο ξεθωριασμένα.
Κωνσταντίνος Γκρέκης
Ευλαλία Γκρέκη
Αβάπτιστο (Ηλίας) Γκρέκης
Είχε πάγο σε εκείνη τη τελευταία μεγάλη στροφή – φουρκέτα την έλεγαν όλοι – και λίγο πριν κατέβουν κάτω στο κάμπο, εκεί στα πλαγινά, στους πρόποδες της Τσούκας* Καραλή, γλίστρησε η Ford 401 Dodge 303, κατρακύλησε στη βραχώδη κατηφοριά και έπεσε στο παγωμένο ποτάμι. Βρήκαν τα σώματά τους στα βράχια σκορπισμένα. Άψυχα. Βαριά τραυματισμένος ο Σταύρος ο Γκόνος, ο σοφέρ. Τούριξαν φταίξιμο.
“Καλύτερα να πέθαινα κι εγώ”, τους είπε εκείνος. Μήνες μετά στο καφενέ του έδωσε το χέρι ο Ηλίας ο Γκρέκης ο μαυροχτυπημένος, κι ύστερα του γιόμισε το ποτήρι.
“Ήταν γραφτό της μοίρας, Σταύρο”, του είπε.
Πλησίαζα στο μνημείο, έκοψα ταχύτητα και σταμάτησα στο μικρό πλάτωμα. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα γύρω στα ογδόντα καθόταν στο πεζούλι. Τα μάτια της κόκκινα. Τη ρώτησα: “Τί;” και έδειξα το μνημείο. Κάτσε μου είπε. Δεν ξέρω τι είδε στα μάτια μου κι άρχισε να μου λέει, να μου λέει και να μου μιλά. Ώρα πολλή. Μου μίλησε για τη ζωή της. Για τον πατέρα της, τη μάνα της, τον μικρό της αδελφό που δεν γνώρισε ποτέ. Για όλους μου μίλησε. Εκεί σε εκείνα τα μάρμαρα βρήκαν και τον παππού της λίγα χρόνια μετά το κακό. Είχε γείρει πάνω στην πλάκα.
“Έγειρε και ξεψύχησε”, μου είπε, και ύστερα σταμάτησε πια να μιλά….
Την πήρα με το αμάξι μου, με πήγε στο σπίτι της, μου έφτιαξε μαύρο ελληνικό καφέ και μου έδειξε πάνω σε ένα ράφι το Γκρούντιγκ με τη σπιράλ κεραία στο ταβάνι. Από τη μια γωνία ως την άλλη. Λαβωμένο, και αυτό. “Έπαιζε μέχρι προχθές”, μου είπε. Μια λυχνία του είχε καεί. Θα την έφερνε το Σάββατο που θάρχονταν στο χωριό ο εγγονός της. Ο Ηλίας.
Την ευχαρίστησα για τον καφέ και για το που μου άνοιξε τη καρδιά της και μούδωσε χέρι για να γράψω, και τη χαιρέτησα.
Το απογευματάκι, καθώς ο ήλιος χάνονταν πίσω από τα απόκρημνα βράχια του Όρλιακα, ανηφόρισα προς το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Παραμονή της γιορτής του.
Κανείς ποτέ δεν ξέχασε το όνομα Γκρέκης….το όνομα Ηλίας Γκρέκης.
_____________________________
*κορυφή, στη βλάχικη γλώσσα
Ιούλιος του 2019