Dark Mode Light Mode

Unknown girl

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Την ευωδιαστή εκείνη επιστολή, την πήρα στα χέρια μου, λίγες μέρες μετά που έκλεισα τα δεκαεπτά μου. Δεν είχε όνομα αποστολέα και ούτε γραμματόσημο. Έγραφε μόνο τις λέξεις, “Για τον”, που ήταν υπογραμμισμένες, και από κάτω το όνομά μου, με εκείνα τα καλλιτεχνικά, τα σαν παιδικά γράμματα, με τις γιρλάντες στις άκρες τους. Μόνο το μικρό μου όνομα έγραφε.

Κάποιος άγνωστος είχε αφήσει την επιστολή στο θυρωρείο της πολυκατοικίας που έμενα, μέρες πριν. Αυτό, μου έγινε γνωστό το μεσημέρι μιας ημέρας προς το τέλος του Νοέμβρη κατά την επιστροφή μου από το σχολείο.

Το πρωινό της ίδιας αυτής ημέρας συνέβη ένα απρόσμενο γεγονός το οποίο αποκατέστησε την ειρήνη – έστω και προσωρινά – όσον αφορά στη σχέση ανάμεσα σε μένα και στον θυρωρό, η οποία σχέση, πολλές φορές άγγιζε τα όρια έναρξης πολεμικής αναμέτρησης. Είχα μια – ας την πούμε – έμπνευση το πρωινό εκείνο, που οδήγησε σε ολιγοήμερη εκεχειρία αναμεταξύ μας.

Αγαπηνού 10 στον δεύτερο όροφο ήταν το διαμέρισμα που έμενα με την αδελφή μου, φοιτήτρια της Ιατρικής, την όμορφη Αριάδνη επίσης φοιτήτρια της ίδιας σχολής και την πανέμορφη μικρότερη αδελφή της, φοιτήτρια της Γεωπονίας τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Ο κρυφός μου, ο ανομολόγητος έρωτάς μου έως ακόμα και σήμερα. Έρωτας λυσιμελής, γλυκύπικρος, βασανιστής.

Απέναντι ακριβώς από την είσοδο της πολυκατοικίας, βυθισμένος ένα με δύο μέτρα κάτω από το επίπεδο του δρόμου όπως οι περισσότεροι παλιοί ναοί της Θεσσαλονίκης, βρίσκονταν και βρίσκεται φυσικά ακόμα, ο Ιερός Ναός της Υπαπαντής, στη γωνία της Αγαπηνού με την οδό Εγνατίας.

Στην απέναντι μεριά τής Εγνατίας, η Ρωμαϊκής εποχής Αψίδα του Γαλερίου, γνωστή ως Καμάρα, δεξιότερα η Παναγία Δεξιά, ιερός Ναός πολύ νεότερος θεμελιωθείς το 1956 και ανάμεσά τους το  θαύμα της εποχής εκείνης, το εξαιρετικό φοιτητομπουγατσατσίδικο και όχι μόνο, του οποίου το όνομα δυστυχώς δεν θυμάμαι. Σαρανταεπτά χρόνια είναι αυτά.

Το πρωινό της ημέρας λοιπόν εκείνης του Νοεμβρίου με έστειλαν τα κορίτσια να πάρω τέσσερις μπουγάτσες. Εγώ βέβαια στην αρχή αρνήθηκα αλλά όταν με κοίταξε στα μάτια η Μαίρη και μου χαμογέλασε, σκόνη και μπούρμπερη που σκόρπισε στους πέντε ανέμους έγινε η αντίρρησή μου. Και πήγα.

Ο θυρωρός είχε ένα πάθος, δεν ήθελε να με βλέπει να ανεβοκατεβαίνω με το ασανσέρ. Ούτε εμένα, ούτε τις συγκατοίκησές μου.

“Νέο παιδί και δεν μπορείς να ανέβεις δύο πατώματα με τα πόδια”, μου έλεγε συνέχεια και με αγριοκοιτούσε. Και τα κορίτσια αγριοκοιτούσε, τις συγκατοίκους μου και όλους τους φίλους μας. Μερικές φορές τον έπιανα και κάπως αλλιώς να τις κοιτά μα εκείνες όμως καμία σημασία δεν του έδιναν. Ούτε καλημέρα.

Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω τον λόγο αυτής της συμπεριφοράς του.

Έτσι, εκείνο το πρωινό, όταν έφθασα στο ισόγειο με το χαμόγελο της Μαίρης στα μάτια μου ζωγραφισμένο και την καρδιά μου να χτυπά ερωτικά, άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και είδα το βλοσυρό του θυρωρού το βλέμμα, άλλαξαν όλα τότε ευθύς. Κόντρα συναισθήματα, φαρμάκι. Ανάθεμά σε άνθρωπε μου χάλασες τον έρωτα. Τον μίσησα, και δεν ξέρω πώς όμως, εκείνη την στιγμή ανάποδα το μυαλό μου δούλεψε και έκανα την κίνηση εκείνη. Πέντε με κρέμα μπουγάτσες αγόρασα, άνοιξα την είσοδο της πολυκατοικίας και ακούμπησα τη μια στον πάγκο του θυρωρείου. Με κοιτά, τον κοιτώ, δεν του μιλώ καθόλου, προχωρώ προς το ασανσέρ, πατώ το κουμπί, γυρίζω και τον ξανακοιτώ. Μου χαμογελά. Αυτό ήταν λέω. Ειρήνη μπουγάτσας.

Και εκείνο λοιπόν το μεσημέρι ήταν, εκείνο ήταν που όταν γύρισα από το σχολείο μού έδωσε την μυρωδάτη επιστολή.

“Αυτό για σένα”, μου είπε.

“Ένας άγνωστος βρωμιάρης με μακριά μαλλιά και μούσια την άφησε. Δεν θα σου το έδινα, αλλά να…..”

Παίρνω το ασανσέρ και εκείνος μου χαμογελά.

Μπαίνω στο δωμάτιό μου, πετώ την τσάντα μου στο πάτωμα, ξαπλώνω στο κρεβάτι και κρατώ το γράμμα για λίγα δευτερόλεπτα με τα δύο μου χέρια. Το μυρίζω.

Γιασεμί.

Σκίζω με προσοχή τον φάκελο στην άκρη.

Μια κόλλα αναφοράς διπλωμένη στα τέσσερα, το επιστολόχαρτο. Την ανοίγω και πέφτει από μέσα μια κόκκινη χαρτονένια καρδιά.

Δύο σελίδες έρωτας ξεχείλιζαν μέσα από την επιστολή, γράμματα, λέξεις και ζωγραφισμένες καρδούλες σκόρπισαν παντού στο ταβάνι, στο πάτωμα, ολόγυρα στο δωμάτιο και η καρδιά μου άρχισε να φτεροκοπά σαν χελιδονάκι στο πρώτο πέταγμά του. Ρούφαγα σαν τη μέλισσα το νέκταρ. Μούδιασα ολόκληρος και ερωτεύτηκα τον έρωτα. Τον άγνωστο, τον έρωτα.

Έτσι τελείωνε η επιστολή:  Unknown girl.

Ακούμπησα το επιστολόχαρτο στο στήθος αναπνέοντας το άρωμά του, έκλεισα τα μάτια μου και παραδόθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα, του Έρωτα και της Αφροδίτης.

Και ονειρεύτηκα την Μαίρη.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου η Μαίρη καθόταν δίπλα μου στο κρεβάτι, με ακουμπούσε με το σώμα της και διάβαζε την επιστολή. Έκανα να την πάρω από τα χέρια της μα με έκοψε δείχνοντας προς το μέρος μου την παλάμη του δεξιού χεριού της.

“Περίμενε”, μου είπε.

Τελείωσε το γράμμα, το ακούμπησε στο κρεβάτι και μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη….

“Τυχερέ ερωτιάρη”, μου είπε γλυκά και με ξαναφίλησε.

Παραδόθηκα!

Ακόμα έχω την γεύση στα χείλη του φιλιού της!

Χρόνια αργότερα έμαθα ότι το γράμμα το έφερε ένας φοιτητής που έμενε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη αλλά είχε καταγωγή από το χωριό μου.  Είχαμε γνωριστεί το περασμένο καλοκαίρι και κάναμε παρέα. Το δε γράμμα αφορούσε την αδελφή του που την είχα γνωρίσει και εκείνη το ίδιο καλοκαίρι, και κάπως κοιταχτήκαμε….

Την για πολλά χρόνια unknown girl, την ξαναείδα το φετινό καλοκαίρι στο χωριό, να ανηφορίζει τον δρόμο προς την Αγία Παρασκευή παρέα με την πεντάχρονη εγγονή της…..

 

Νοέμβριος του 1971… Μετά από σαράντα επτά χρόνια…

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο

Φιλικές νίκες για ΓΣΕ και ΕΚ Καβάλας (φωτογραφίες-video)

Επόμενο άρθρο

Καβάλα: Συλλήψεις για παραβάσεις του ΚΟΚ και του νόμου περί όπλων