…θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε
κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση.
Π. Μάρκογλου, 1971
Η ίδια η ποιότητα της συζήτησης για τον Θοδωρή Γκόνη, η ευτέλεια της κριτικής, οι κίβδηλες αντιδράσεις, η μεγιστοποίηση ανθρώπινων αδυναμιών που δημιουργεί η θεμιτή φιλοδοξία και η αγωνία της επιτυχίας, αναδεικνύουν το κενό πραγματικών στόχων πολιτιστικής αναβάθμισης της πόλης που ενδημεί στο πολιτικό της προσωπικό. Θέτουν στη δημόσια σφαίρα ουσιαστικά ερωτήματα, όπως:
- Μπορούν να εξασφαλισθούν τα εργασιακά δικαιώματα των καλλιτεχνών, ιδιαίτερα των νέων ηθοποιών, στο σημερινό νομικό πλαίσιο λειτουργίας των ΔΗΠΕΘΕ, χωρίς δικαίωμα Συλλογικής Σύμβασης με το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ);
- Μπορεί να αναπτυχθεί η θεατρική Παιδεία και πολύ περισσότερο να παραχθεί καλλιτεχνικό και πολιτιστικό έργο, με τα ψίχουλα των Προγραμματικών Συμβάσεων ΔΗΠΕΘΕ και Υπουργείου Πολιτισμού, με τη λογική της ανταποδοτικότητας και με τα πανάκριβα θεατρικά εισιτήρια; Όλα μαζί τα (16) ΔΗΠΕΘΕ της χώρας επιχορηγούνται με το 1/10 της επιχορήγησης του Εθνικού Θεάτρου και το 1/5 του ιδιωτικού ελεύθερου θεάτρου. Υποχρεώνονται συνεπώς οι Δήμοι, σε συνθήκες κρίσης και μείωσης εσόδων, να τα χρηματοδοτούν μέσα σε ένα ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο.
- Μπορούν όμως έτσι οι ηθοποιοί, οι καλλιτέχνες και οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, να είναι αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, να παράγουν έργο αξίας και να ζουν αξιοπρεπώς; Ποιος είναι υπεύθυνος γι αυτό το εργασιακό καθεστώς, τους χαμηλούς μισθούς και την έλλειψη συμβάσεων με το ΣΕΗ άραγε; Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές; Μήπως οι τοπικές και/ή κεντρικές διοικήσεις;
- Μέσα στο 2020 ξεκίνησε από το ΥΠΠΟ η δημόσια συζήτηση για την «επανεκκίνηση» των ΔΗΠΕΘΕ μέσα από την μεταρρύθμισή τους. Απασχόλησε το δημοτικό μας συμβούλιο; Υπάρχει προοδευτική πρόταση;
- Χρειαζόμαστε ακόμα τα παραδοσιακά φεστιβάλ κλασικής μουσικής και θεάτρου; Ποιο θα είναι το μέλλον τους αν δεν καταφέρουμε να μπολιάσουμε νέες ποικιλίες; Πώς θα συνδυαστεί το δοξασμένο παρελθόν με τις νέες ανάγκες της πολυπολιτισμικότητας που πολλαπλασιάζει η ενσωμάτωση Βαλκανίων στην τοπική μας κοινωνία (όχι μόνο τουριστών) αλλά και των προσφύγων;
- Θα μπορούσαν να προβλεφθούν επενδύσεις του «κύματος ανακαινίσεων» του στεγαστικού αποθέματος της πόλης, για δημιουργία πολιτιστικών και άλλων υποδομών στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας;
Όλα αυτά θυμίζουν ότι όταν το δάχτυλο έδειχνε τον ήλιο, ο ηλίθιος κοιτούσε το δάχτυλο…
Και χτυπούσε το σαμάρι…
Ήμουν απ’ αυτούς, πριν 10 χρόνια, που συμμετείχα ως μέλος του ΔΣ του ΔΗΠΕΘΕ επί δημαρχίας Σιμιτσή, στην διαδικασία επιλογής του Θ. Γκόνη ως καλλιτεχνικού διευθυντή μεταξύ πολλών αξιόλογων υποψηφίων. Στο ίδιο ΔΣ συμμετείχε και ο σημερινός Δήμαρχος Θ. Μουριάδης. Παρ’ ό,τι ανήκα σε αντιπολιτευόμενη παράταξη («Λαϊκή Συσπείρωση»), συμμετείχα σε μια διαδικασία εντελώς αξιοκρατική, διαφανή και απολύτως νόμιμη. Έδωσα ευθαρσώς θετική ψήφο στον Γκόνη, όχι τόσο για τις πλούσιες περγαμηνές του ως θεατρανθρώπου, όχι για τα γραφτά του που κοσμούν τα σχολικά βιβλία των παιδιών μας, όχι για τους στίχους των 250 τραγουδιών που όλοι μας έχουμε απολαύσει, ούτε για την «αριστερή» πολιτική του τοποθέτηση, ούτε για τις χρήσιμες για την πόλη μας κοινωνικές του διασυνδέσεις, ούτε για τη θέση (που ακόμη έχει) στην Εθνική Γνωμοδοτική Επιτροπή Θεάτρου. Αλλά κυρίως γιατί ένιωσα ότι είναι άνθρωπος «πλάνης, ανέστιος, φερέοικος, υπερόριος, άστεγος», που είχε πολιτιστικό όραμα για την πόλη, κι ας ήταν εφτά φορές ξένος. Ήταν καλλιτέχνης – δημιουργός, με το θάρρος της γνώμης του, απ’ αυτούς που προάγουν την πολιτιστική μόρφωση, εμπνέουν στον καθημερινό αγώνα για μια καλύτερη ζωή. Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε, σε συνθήκες χειμάζουσας κοινωνικής και πολιτιστικής πραγματικότητας και προϊούσας παρακμής, στο πλαίσιο των πενιχρών δυνατοτήτων ενός επαρχιακού ΔΗΠΕΘΕ να απαντήσει καταφατικά στο ερώτημα: Όταν η ανεργία και η μερική απασχόληση είναι στα ύψη, ένα μεγάλο μέρος του λαού δε μπορεί να καλύψει τα εντελώς απαραίτητα και στριμώχνεται στη μιζέρια και το περιθώριο, η Παιδεία γίνεται πανάκριβη και μιας χρήσης, η υγεία κοστίζει μια περιουσία, έχει νόημα η ενασχόληση με τις τέχνες και η δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου; Μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως εκπαίδευση με την αρχαιοελληνική του έννοια;
Η πόλη μας είχε ξαναζήσει παρόμοια άνθιση σε σκληρές επίσης συνθήκες στο παρελθόν αλλά με όρους κινήματος: ο πολιτισμός είχε ονοματεπώνυμο και λεγόταν Σύνδεσμος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών. Όπως επίσης είχε περιεχόμενο την περίοδο της άνθισης του καπνεργατικού κινήματος με τους καλλιτεχνικούς συλλόγους των καπνεργατικών σωματείων, που γέννησε λαϊκούς καλλιτέχνες και δημιουργούς.
Ο Γκόνης δεν με διέψευσε: ούτε όταν ξεκινούσε με Χειμωνά, Παπαδημητρακόπουλο, Αναγνωστάκη, Εγγονόπουλο και Άμλετ, ούτε όταν προσπάθησε να κάνει κτήμα του λαού τους πυλώνες της νεοελληνικής μας παιδείας Παπαδιαμάντη, Σεφέρη, Καβάφη και τώρα Σολωμό, ούτε βέβαια όταν έθεσε με τον τρόπο του στο λαό προς διεκδίκηση δημόσιους υποβαθμισμένους χώρους για μετατροπή τους σε κυψέλες πολιτισμού μεταφέροντας και σ’ αυτούς τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Φιλίππων, του οποίου μεγιστοποίησε την αναγνωρισιμότητα. Ένιωσα ευγνώμων γι’ αυτόν κι ας μην συμφωνούσα σε πολλά. Με την πνευματική του δραστηριότητα το ΔΗΠΕΘΕ παρενέβη θετικά στα πολιτιστικά δρώμενα της τοπικής κοινωνίας, συμβάλλοντας με το έργο του στη διαμόρφωση ποιοτικών όρων ανάπτυξης της θεατρικής Παιδείας. Είμαι βέβαιος ότι αν είχε την κατάλληλη πολιτική και κοινωνική στήριξη, αντί της άφιλης «ουδετερότητας» και, ακόμα χειρότερα, μιας ιδιοτελούς μεν αλλά αποτελεσματικής εχθρικής συμπεριφοράς ορισμένων, θα έδινε άλλες διαστάσεις στην πολιτιστική άνθιση που επί των ημερών του ξαναξεκίνησε. Θα ικανοποιούσε πολύ πιο απαιτητικές προσδοκίες. Ξαναβρήκε ο πολιτισμός περιεχόμενο στο όνομα του Θοδωρή Γκόνη. Αλλά όχι με όρους κινήματος αυτή τη φορά, αλλά με όρους ατομικούς, αγοράς, με όρους ανταποδοτικότητας, όπως ολόκληρη η κοινωνία.
Οι σύλλογοι, η Στέγη, το πολιτιστικό κίνημα πλέον έχουν δώσει το ρόλο στην τοπική αυτοδιοίκηση. Οι ιδεολόγοι του 21ου αιώνα προτίμησαν να εγκαταλείψουν την επιδίωξη της λογικής και της κοινωνικής αλλαγής, δίνοντας τη θέση τους στην αποπολιτικοποίηση και τον θρίαμβο του καταναλωτισμού. Το νέο σχήμα σημαδεύεται από το μαρασμό της παλιάς πίστης στην πρόοδο της λογικής, στην επιστήμη και στη δυνατότητα να βελτιωθεί η ανθρώπινη κατάσταση. Ενώ η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη δίνουν τεράστιες δυνατότητες, τέτοιες που να καλυφθεί το σύνολο των αναγκών του λαού και της νεολαίας να ψυχαγωγηθεί, να μορφωθεί, να έρθει σ’ επαφή με τις αξίες και τα αγαθά της πραγματικής τέχνης, ο εργαζόμενος εισπράττει πολιτιστικά προϊόντα ελιτίστικης παραγωγής ή προγράμματα υποβαθμισμένα, αντιδραστικά, με χυδαίο περιεχόμενο στην πλειοψηφία του. Είναι χαρακτηριστικά ορισμένα ευρήματα μετρήσεων της πολιτιστικής συμπεριφοράς του λαού όπου περισσότερο από 70% δε διαβάζει κανένα βιβλίο, μόνο το 3% επισκέπτεται γκαλερί και εκθέσεις ζωγραφικής, το 80% δεν πηγαίνει θέατρο, το 98% των αποφοίτων Δημοτικού δε γνωρίζει κανένα σύγχρονο ξένο συγγραφέα και το 91% κανένα σύγχρονο Έλληνα. Όλοι δε όσοι ασχολούνται ανήκουν στα μορφωμένα και εύπορα τμήματα. Αντίθετα, οι 9 στους 10 βλέπουν καθημερινά αρκετή ώρα τηλεόραση.
«Επιτυχημένη» δεν είναι μια εκδήλωση μόνο και μόνο επειδή είναι μαζική και λειτουργεί σαν «βαλβίδα εκτόνωσης» από τα καθημερινά και μεγάλα προβλήματα του κόσμου. Ο Δήμος έχει ευθύνη να προβάλλει και να παρουσιάζει ό,τι προάγει τον πολιτισμό μας και τον πλούτο του, την Γραμματεία του και όχι να αναπαράγει, να μιμείται και να «μαϊμουδίζει» με εισαγόμενα εμπορικά πρότυπα και κάθε λογής εκφραστές της εγχώριας υποκουλτούρας.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, σε μια κοινωνία αδιάκοπης μαζικής ψυχαγωγίας, καλλιτέχνες-δημιουργοί σαν τον Γκόνη φαίνονται λιγότερο χρήσιμοι, ακόμα και για τους καλοπροαίρετους, ενώ είναι καταλύτες ποιοτικών αλλαγών. Αυτό όμως που μας λείπει δεν είναι ο μιμητισμός, αλλά η νέα δημιουργικότητα. Για τον Πολιτισμό της επόμενης μέρας!
Βασίλης Λιόγκας