Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Δεν ξέρω πάλι γιατί με έπιασαν οι μαύρες μου, και ούτε πάλι μπορώ να ισχυριστώ απολύτως, ότι οι μαύρες μου, είναι αυτές. Το είπα και το γράφω, έτσι όπως μου ήρθε εκείνη τη στιγμή που κατέβαινα ψηλά από τη Δεξαμενή με το αυτοκίνητό μου την απότομη κατηφοριά, αυτή που οδηγεί στη συνοικία τού Άη Γιάννη, και πέρασα από τη γειτονιά της. Έξω από το σπίτι της πέρασα και στάθηκα για λίγο. Έρημο, παρατημένο στου χρόνου τη φθορά και την καταστροφή η πάλαι ποτέ βίλα, και μια στενάχωρη ανάμνηση έσφιξε την καρδιά μου.
Θα πέρασε ήδη, μπορεί και πάνω από μισός αιώνας, από τότε που ο κήπος τής μονοκατοικίας που έμοιαζε με εκείνες τις βίλες των πλουσίων στις παλιές Ελληνικές ταινίες, έσφυζε από κάθε είδους ζωή….δέντρα πολλά, οπωροφόρα μα, και μυρτιές και πικροδάφνες, λουλούδια και παιδικές φωνές και γέλια. Γιγάντιοι θάμνοι οι ορτανσίες στα σκιερά και υγρά τού κήπου μέρη, και οι ντάλιες ολάνθιστες. Ουράνιο τόξο μετά από καταιγίδα τα χρώματά τους. Κρέμονταν τα γιασεμιά και τα αγιοκλήματα από του περιβόλου τα ανισόπεδα τοιχία και μοσχοβολούσε ολόκληρη η γύρω γειτονιά ως πάνω στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Και εκείνα…..αχ εκείνα τα αναρίθμητα γεράνια που στόλιζαν καθώς ανέβαινες τη σκάλα ζερβοδέξια και ολοτρίγυρα τα πεζούλια της βεράντας. Βίλα των γερανιών πολλοί την έλεγαν. Μια μαρμάρινη σκάλα με λιγοστά μα φαρδιά σκαλιά, οδηγούσε σε μια μεγάλη βεράντα, στο βάθος της οποίας ήταν η εξώθυρα της κατοικίας. Κατάλευκο το σπίτι, ζωγραφικός καμβάς, στης φύσης την παλέτα. Πίνακας εξαίσιος με όλου του κόσμου τα πολύχρωμα λουλούδια.
Κάνω τη φαντασία μνήμη, από όλα αυτά που μου είχε διηγηθεί η ίδια, όταν έφηβοι πια, κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα, πίναμε βερμούτ στον κουνιστό τού κήπου καναπέ, και… βλέπω.
Δυο μικρά κορίτσια βλέπω, με τα κοτσιδάκια τους και τις άσπρες κορδέλες τους να κάθονται σ’ αυτή την ίδια κούνια που καθόμαστε τώρα και εμείς. Να πίνουν τις λεμονάδες τους τα βλέπω, που κάθε απόγευμα τις ετοίμαζε η μάνα τους, η κυρία Νίκη.
Εκείνη δεκάχρονη – μεγαλύτερη λίγο η αδελφή της – και σαν έκλεισε τα δώδεκα, ήρθε εκείνο το βαρύ καυτό καλοκαίρι, λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολειά, κι έφυγε η κυρία Νίκη. Στα άστρα ταξίδεψε, ψηλά, μακριά. Αρρώστια τη βασάνιζε τα τελευταία χρόνια. Την είχα ακούσει και εγώ τούτη την αρρώστια σαν ήμουνα μικρός. Παράξενη αρρώστια, κι αλλού ο νους μου πήγαινε σαν άκουγα το όνομά της. Διαβήτης. Κι έμεινε ο κύριος Κυριάκος μόνος με τα δύο κορίτσια. Πόνεσε, έκλαψε, υπέφερε πολύ μα για χάρη των κοριτσιών ανέκτησε τις δυνάμεις του, πάλεψε και τις μεγάλωσε σαν του κήπου τα λουλούδια με νέκταρ ποτισμένες.
Δάκρυ αγίνωτο κρυφό στα μάτια της Βέρας διακρίνω. Της κρατώ το χέρι, με κοιτά.
Η ίδια κακιά αρρώστια. “Κληρονομιά”, μου λέει.
Πέρασε κι εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι κι ύστερα χαθήκαμε. Άλλος εδώ άλλος εκεί. Δεν έμαθα νέα της. Ποτέ.
Τη συνάντησα μετά δέκα χρόνια. Ομορφιά, οπτασία, να γελά – συνέχεια γελούσε – και μέσα της να σέρνεται και να την κατατρώει εκείνο το σαράκι. Έφυγε δύο χρόνια μετά. Ούτε τριάντα χρονών δεν ήταν.
Η προτελευταία φορά που ανέβηκα και λίγο μετά κατέβηκα τη μαρμάρινη σκάλα μαζί της ήταν ένα πρωινό μιας Κυριακής. Πάλι καλοκαίρι. Έρημος παρατημένος ο κήπος. Κάποια τελευταία απομεινάρια από τις ορτανσίες και τα δέντρα, αρρωστημένα κι αυτά θαρρείς πως ήταν, μισόξερα, στη γη γερμένα. Ούτε ίχνος από τις ντάλιες.
Και εκείνη, η Βέρα Μ., αυτό το πρωινό, το τελευταίο ταξίδι της ξεκινούσε. Έριξα μια ματιά στου κήπου την σκουριασμένη κούνια. Μας είδα. Είδα το χαμόγελό της και το κρυφό της στα μάτια δάκρυ.
Φευγάτη στα ξένα μακριά, η μεγάλη της αδελφή. Δίπλα μου ο κύριος Κυριάκος. Ράκος.
Με κοιτά μα δεν με βλέπει. Του σφίγγω το χέρι. Ένας παλιός φίλος της Βέρας, του λέω σαν λίγο ζωντανεύει η ματιά του και με κοιτά διερευνητικά.
Η τελευταία φορά που είδα το κήπο του σπιτιού, της σαρανταπληγιασμένης βίλας, ήταν ο μεθεπόμενος χειμώνας. Λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Λίγος κόσμος μπροστά στο σπίτι και μπροστά στην είσοδο εκείνο το κατάμαυρο γυαλισμένο σκέπασμα με τον σταυρό και τα αρχικά. “Κ”, “Μ”. Δεν άντεξε ο κύριος Κυριάκος. Έφυγε και αυτός. Νωρίς.
Νωρίς;
Νωρίς λέω, κι αναρωτιέμαι.
Πόσο μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος;
Η μεγάλη του κόρη μακριά, πολύ μακριά, στα ξένα. Και οι άλλες δύο;
Πένθιμα χτυπά των Αγίων Αναργύρων το καμπαναριό.
Λίγα χρόνια μετά, πολύ λίγα θά ‘ταν μα δεν θυμάμαι όμως πόσα, έμαθα πως σκοτώθηκε σε δυστύχημα και η Βασιλική. Εκεί μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
Από ψηλά με το αυτοκίνητό μου την απότομη κατηφοριά που οδηγεί στη συνοικία τού Άη Γιάννη κατέβαινα. Κόβω ταχύτητα. Σταματώ. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, πλησιάζω και κοιτώ μέσα από τη σιδερένια του κήπου την εξώπορτα, των γερανιών την βίλα.
Όλοι είναι εκεί….
Ο κύριος Κυριάκος ποτίζει τον κήπο, η κυρία Νίκη κατεβαίνει την μαρμάρινη σκάλα κρατώντας τον δίσκο με τις λεμονάδες. Η Βέρα και η Βασιλική στην κούνια τού κήπου, κουνιούνται τραγουδούν και γελούν. Και όλα τα δέντρα και τα λουλούδια εκεί.
Και τα γεράνια.
Κλείνω τα μάτια.
Τα ξανανοίγω, και μας βλέπω.
Βλέπω το αγίνωτο της Βέρας στα όμορφά της μάτια δάκρυ….
Τρέχει στο μάγουλο της τώρα….κυλά στο χώμα.
Γυρίζω απότομα την πλάτη μου στο σπίτι, προχωρώ και μπαίνω στο αυτοκίνητό μου. Δεν κοιτώ πίσω.
Δεν θέλω να δω.
Τίποτα άλλο να δω δεν θέλω…….
*****
Αυτά τα καλοκαίρια….
Αυτός ο Αύγουστος….
1972…..2019