Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Το καλοκαίρι ήταν στα τελειώματά του. Τέλος Σεπτεμβρίου πια, μα οι υψηλές θερμοκρασίες καλά κρατούσαν. Άπνοια και καύσος, και παρόλο που ο ήλιος είχε κρυφτεί από ώρα πίσω από του Ολύμπου τις κορφές, ζεματούσε ο τόπος όλος. Έκανα μόνος μου μια βόλτα στη παραλία, ήπια μια γρανίτα λεμόνι στου Ξαρχάκου, και κατά τις ενδεκάμισι το βράδυ πήγα για ύπνο. Κοιμήθηκα όπως πάντα με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα, και για μια ακόμα φορά με γλέντησαν τα κουνούπια. Κατά τις πέντε το πρωί ένοιωσα ένα χάδι δροσερό στο γυμνό μου σώμα. Άνοιξα τα μάτια μου. Η ίδια η Αοντία Άρτεμις απ’ τα αρχαία χρόνια. Αυτοπροσώπως που λένε. Και έκανε το θαύμα της. Πνοές δροσερού ανέμου έδωσαν ένα χορευτικό μουσικό τόνο στη κουρτίνα, και εκείνη σαν ουράνια βεντάλια καθώς λικνιζόταν, έσβηνε τη φωτιά που έκαιγε το κορμί μου και ζωντάνευε σιγά και με τρόπο, τον μετεφηβικό μου ανδρισμό, ο οποίος λόγω της ζέστης μα και της “ανέχειας” και της “νηστικομάρας”, είχε καταρρακωθεί τελείως τελευταίως. Σηκώθηκα και βγήκα στο μπαλκόνι. Η θερμοκρασία είχε πέσει αρκετά. Στα ξαφνικά. Κάπου φαίνεται προς τα βόρεια θα είχε βρέξει και ένας δροσερός Βαρδάρης σήκωνε την αρρωστημένη υγρασία μαζί με τη σκόνη που είχε κατακαθίσει παντού στη πόλη. Ενάμιση και βάλε μήνα, ούτε μια στάλα έπεσε. Μηδέ ένα μονάχα ανέμου φύσημα.
Νισάφι πια.
Κάπνισα στο μπαλκόνι ένα εικοσιδυάρι, ήπια και μια παγωμένη λεμονάδα και την έπεσα ξανά. Ξύπνησα κατά τις δέκα, ντούρος και κλαρινάτος. Ο ήλιος είχε από ώρα ανατείλει μα είχε συννεφιά. Έκανα ένα δροσερό ντους, έριξα κρύο νερό στις μεριές μου, κάλμαραν τα μέσα μου και κάπως και τα έξω μου, έφτιαξα μια φραπεδιά με τέσσερα παγάκια και βγήκα στο μπαλκόνι. Απόλαυση.
Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν λίγο πριν το μεσημέρι, την ώρα που γυρνούσα από το εστιατόριο “Χρυσό Παγώνι”, με μια μερίδα φασολάκια λαδερά – καλός ο μάγειρας ο Γιάννης, σαν της μάνας μου τα έφτιαχνε -, μια ντοματοσαλάτα, και μια φέτα τυρί. Πακέτο. Πέρασα και από τον φούρνο και πήρα μια φραντζόλα – θέλουν ψωμί πολύ το λαδερά, του είπα και του Γιάννη και μούβαλε λίγο παραπάνω σάλτσα – ζουμί.
“Βάλε κι άλλο”.
“Ρε φίλε θα μου στεγνώσει το φαΐ”, είπε, μα μου το καργάρισε το τάπερ. Ένιωσα τις πρώτες αραιές χοντρές σταλαγματιές να μου χτυπούν το πρόσωπο βγαίνοντας από το εστιατόριο. Αγιασμός. Κοίταξα ψηλά. Πυκνά μαύρα σύννεφα κάλπαζαν από τα βορειοδυτικά, και λίγα μέτρα πριν φτάσω στην είσοδο της πολυκατοικίας με έπιασε η μπόρα.
Ανάσανα! Ούτε ήθελα να μπω μέσα. Ήθελα τη βροχή! Ήθελα να γίνω μουσκίδι! Να ξεπλύνω τη ζέστη που με έλιωνε λίγο λίγο βασανιστικά τις τελευταίες μέρες. Εκείνες τις μέρες, που εκτός από τη ζέστη ήταν γεμάτες και με αγωνία, περιμένοντας τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο.
Το απόγευμα στις έξι, είχα ραντεβού με τον Κώστα. Είχαμε γνωρίσει χθες στη θάλασσα στη Περαία δυο κορίτσια. Κοντοχωριανές. Πρώτες εξαδέλφες. “Η ξανθιά με τα πράσινα μάτια δικιά μου”, είχα πει του Κώστα. Συμφώνησε. Εξάλλου αυτός γούσταρε πιο πολύ τις μελαχρινές, λίγο εύσωμες και με μεγάλα στήθη. Ξεκάθαρα τα πράγματα λοιπόν, μια και η άλλη είχε τα αιτούμενα προσόντα και η δικιά μου του φάνηκε σα σανίδα.
Αύριο μετά τις έξι θα βολτάρουμε παραλιακά. Έτσι συμφωνήσαμε. Από τον λευκό Πύργο ως την αλάνα με τα ”καρτ”, κι ως την πλατεία Αριστοτέλους από την άλλη μεριά. Ο ουρανός απειλητικός, πήγαιναν κι έρχονταν τα σύννεφα δίχως όμως να πέσει ούτε μια ψιχάλα. Τζίφος η βροχή, τζίφος και το πήγαινε έλα το δικό μας στη παραλία. “Τα κορίτσια φοβήθηκαν τη βροχή”. Εκεί μας βόλευε να ρίξουμε το στήσιμο. “Σιγά τις γκόμενες”, είπε ο Κώστας και εγώ συμφώνησα. Συμφώνησα κι όταν είπε να πάμε κατά Βαρδάρη μεριά. Κοντά είμασταν. Ανεβαίνουμε στην Εγνατία κι από εκεί με βήμα ταχύ, βουρ για τη Βίλμα.
Μη πάει ο νους σας σε Βίλμες, Ρούλες, Σούλες, κόκκινα φωτάκια και τέτοιες αμαρτωλές καταστάσεις. Τσοντάδικος κινηματογράφος ήταν η Βίλμα. Δεν είχα πάει ποτέ σε τέτοιο κινηματογράφο. Μια φορά μόνο σε μια καουμπόικη ταινία και σε σινεμά κατωτέρας υποστάθμης, όπου ανάμεσα στους καλπασμούς των αλόγων και στους πυροβολισμούς είχε δίλεπτη “τσόντα”. Καλπασμός και εκεί. Κατατρόμαξα. Αλλά η Βίλμα, από ότι μου είπε ο Κώστας ήταν κανονικός τσοντάδικος κινηματογράφος. Ταινίες sex ολόκληρες. Επιμορφωτικές. Με υπόθεση. Με αρχή μέση και τέλος. Χτύπησε κόκκινο η ανυπομονησία μου. Ήμουν έτοιμος για όλα. Να εκραγώ παντοιοτρόπως. Πρώτος κόβει εισιτήριο ο Κώστας. Μετά πλησιάζω εγώ και σκύβω στο τζαμάκι. Με κοιτά στα μάτια η ταμίας και εγώ κοιτώ την βαθιά χαραμάδα εκεί μπροστά στα στήθη της.
“Πόσο χρονών είσαι;”
“Δεκαοχτώ”.
“Ταυτότητα”, μου λέει. Νοέμβριο έκλεινα τα δεκαοχτώ, σαράντα μέρες ήθελα ακόμα. Κοιτά την ταυτότητα.
“Δεν μπορείς να μπεις”, μου λέει.
Την παρακάλεσα….
“Μας κάνουν ελέγχους”, λέει.
Την ατυχία μου μέσα. Παίρνει τα λεφτά πίσω ο Κώστας και μου λέει:
“Είσαι;”
“Τί είμαι;”
“Για Βίλμα, κρεατένια ζωντανή, είσαι;”
“Λεφτά;”
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πειράξαμε κάνα δυο κορίτσια στο δρόμο, αρπάξαμε χυλόπιτες.
Γύρισα σπίτι νωρίς. Είχε δροσιά μα εγώ ζεματούσα. Έκανα ένα δροσερό ντους αναζωογονητικό. Χαλάρωσα και…..ξαλάφρωσα…..
Φραπές, τσιγάρα και στο μπαλκόνι…
Κοιτούσα τον ουρανό κι έκανα όνειρα. Στο διπλανό μπαλκόνι ήταν η όμορφη κόρη τού Καρακανδά, του φιλολόγου που μας έκανε ιστορία στο σχολείο. Πιάσαμε συζήτηση και την ερωτεύτηκα αμέσως. Σε λίγο βγήκε ο πατέρας της.
“Αύριο βγαίνουν τα αποτελέσματα, να πας στα γραφεία της εφημερίδας Μακεδονία, θα τα αναρτήσουν στη τζαμαρία”.
Πέρασα στα Γιάννινα.
Δεν έκανα βόλτα στην παραλία ξανά.
Δεν πήγα στη Βίλμα ποτέ.
Ούτε στην κρεατένια.
Δεν ξαναείδα την όμορφη κόρη του Καρακανδά.
Η ζωή μου ξαναξεκίνησε στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα…
Η ομορφότερη ζωή μου!
Κουβέντες της ζέστης
Ιούλιος του 2020