Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Καλέ, αυτό δεν είναι σπίτι. Αυτό είναι βιρανές.”
“Μανούλα μου….”
Η Λίλη αγκάλιασε τη μάνα της τη Μέλπω, γελώντας.
“Το ήξερα πως θα σ’ αρέσει μανούλα μου το σπίτι. Έλα να σου δείξω και τα άλλα δωμάτια και το μπάνιο.”
Ευτυχισμένες οι μέρες στην Πόλη, πριν απ’ την “Καταστροφή”, δύσκολα τα πρώτα χρόνια όταν πέρασαν στην αντικρινή όχθη κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οι αδελφές Ραζή. Τρεις αδελφές, τρεις διαφορετικές πορείες και ιστορίες. Άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε αποκλίνουσες. Και επέζησαν. Όπως και τόσες χιλιάδες ξεριζωμένοι πρόσφυγες. Το πώς, είναι άλλη ιστορία. Κάποιοι τα κατάφεραν φτωχικά, άλλοι καλύτερα και αρκετοί μεγαλοπιάστηκαν κι άρχισαν να χτίζουν “παλάτια”.
Να, κάπως σαν την Λίλη ή, όπως ήταν το βαφτιστικό της, Χαρίκλεια, κόρη της Μέλπως, της μιας από τις τρεις αδελφές η οποία γεννήθηκε στη νέα πατρίδα και σα μεγάλωσε πρόκοψε και ασχολήθηκε με τη γυναικεία φιλαρέσκεια. Έφερνε η Λίλη από το Λονδίνο ρούχα επώνυμα, με κάποιο τρόπο γλίτωνε τους δασμούς, και τα μοσχοπουλούσε σε πολλαπλάσια τιμή στο σπίτι της, στην Κυψέλη. Κάτι σαν μπουτίκ και εργαστήριο ραπτικής ήταν το σπίτι της, και τις μεταποιήσεις αναλάμβανε η μητέρα της, η Μέλπω.
Οι δουλειές πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο και η Λίλη ένιωσε ότι δεν τη χωρούσε πια το διαμέρισμα στην φτωχική Κυψέλη. Έτσι αποφάσισε να αγοράσει διαμέρισμα στα βόρεια προάστια. Την είχε κυριεύσει το χρήμα, ο χρυσός, τα πλούτη, κάτι, που καθόλου δεν άρεσε στη μάνα της. Ένα φόβο είχε η Μέλπω. Ένας γνωστός και ταυτόχρονα παράξενος φόβος την κυρίευε. Σαν τότε. Τότε που έχασαν τα πάντα και ήρθαν πρόσφυγες. Δίχως πατρίδα. Τουρκόσπορους τους έλεγαν. Δεν ήθελε πια η Μέλπω χρήματα, πλούτη και μεγαλεία. Την ζωή της μονάχα αποζητούσε. Την ηρεμία της ήθελε. Να ζήσει ήσυχα η Μέλπω μοναχά ήθελε.
Και την πήρε η Λίλη τη μάνα της τη Μέλπω να της δείξει το διαμέρισμα στα βόρεια προάστια.
Και είναι ο άνθρωπος αδύναμος μπροστά στα υλικά αγαθά, στην καλοπέραση, στην άνεση, στα πλούτη. Και ξεγελιέται ο νους, κι η θέληση αλλάζει.
Έτσι, σαν είδε η Μέλπω το μεγάλο διαμέρισμα με τα δυο σαλόνια με το παρκέ, τα τρία δωμάτια, το μπάνιο με τον θερμοσίφωνα και την μοντέρνα την κουζίνα, έκθαμβη αναφώνησε:
“Καλέ, αυτό δεν είναι σπίτι! Αυτό είναι βιρανές.”
Και καθώς εγώ διαβάζω ετούτη τη στιγμή το μυθιστόρημα της Κατερίνας Ζαρόκωστα, “Οι αδελφές Ραζή”, μένω στη λέξη “βιρανές”, ακουμπώ ανοιχτό το βιβλίο στο στήθος μου, κλείνω τα μάτια μου και ακούω τη μάνα μου. Στα αλήθεια την ακούω. Συμβαίνει αυτό. Σε όλους συμβαίνει να ακούνε να τους μιλούν τα αγαπημένα τής ζωής τους πρόσωπα. Πρόσωπα, που έχουν φύγει μακριά, στο άχρονο το σύμπαν. Και από εκεί, μας μιλούν. Αρκεί να κλείσει κανείς τα μάτια του και να ακούσει. Όχι με την εξωτερική, την φυσική την ακοή, αλλά με την άλλη. Αυτή που είναι μέσα μας.
Και μου μιλά η μάνα μου, μου λέει με κείνη την φάλτσα τη φωνή της που κάνει κοκοράκια:
“Ε βα πια, τον βιράνιασες τον κήπο.”
Βιρανές… βιράνιασε, ποιά η σχέση τους;
Μπαίνω στο ίντερνετ κι αναζητώ.
*
Βιρανές, βιράνι ή βεράνι είναι το ερείπιο, το ερειπωμένο σπίτι, αλλά και το οικόπεδο που απομένει όταν ένα σπίτι έχει πέσει ή καεί, και κατ’ επέκταση το άχτιστο οικόπεδο. Δάνειο από το τουρκικό viran, virane, περσικής αρχής, η λέξη ακουγόταν παλιότερα σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Η φράση «έγινε βιράνι» ή «βεράνι» σήμαινε την ολοσχερή καταστροφή, από σεισμό, πυρκαγιά ή πόλεμο, π.χ. «Καήκανε τα Γιάννινα, γινήκανε βιράνι» ή «όλα βιράνι γένηκαν, τσαρσιά και μαχαλάδες» (για τον μεγάλο σεισμό της Χίου το 1881). Και σμυρνέικο τραγούδι για την καταστροφή: «Η Σμύρνη κι αν εκάηκε και γίνηκε βεράνι / μια Σμυρνιοπούλα να ‘ν’ καλά πάλι την ξαναφκιάνει». Αλλά και μεταφορικά: «έχεις το τζιεράκι μου βεράνι καμωμένο» (σε μαντινάδα), μου ρήμαξες τα σωθικά, θα λέγαμε.
Σε αντίθεση με αυτή την εικόνα ερήμωσης, στην Ύδρα βιράνι είναι ο ελεύθερος όροφος σε ενιαίο χώρο χωρίς μεσοχωρίσματα (αυτό εννοεί η Μέλπω), ενώ σε άλλες περιοχές ο ακάλυπτος χώρος. “Στο βιράνι που ήταν απλωμένα τα κουκούλια.”
*
Ξανακλείνω τα μάτια μου και γυρίζω πίσω στα χρόνια τα παλιά.
Δεν ήμουν και από τα ήσυχα παιδιά. Την αναποδιά την είχα μέσα μου. Και την τζαναμπετιά. Και την – ας μου επιτραπεί η λέξη – βιρανιά, άλλως πως, την καταστροφή.
“Τζαναμπέτκο παιδί”, ήταν συνεχώς η έκφραση του παππού μου και είχε δίκιο.Τον διόρθωνε όμως εκείνος ο παράξενος ιερωμένος που έμενε στο παραπάνω σπίτι. Δεν θυμάμαι το όνομά του μα θυμάμαι πολύ καλά πως “ομιλούσε την καθαρεύουσαν”, την “θρησκευτικήν γλώσσαν”, όπως ο ίδιος έλεγε. Και δεν του άρεσαν καθόλου οι λέξεις και οι εκφράσεις με Τούρκικη η Βουλγάρικη ρίζα.
Άκουσέ με Άγγελε, “δύστροπον παιδίον να λες και ουχί τζαναμπέτικον.” Θυμάμαι επίσης ότι τον παππού μου τον φώναζε κ.Πινάκα.
“Το Τσανάκα, Άγγελε έχει τας ρίζας του εις την τουρκικήν λέξιν canak που σημαίνει γαβάθα και καθότι η λέξη γαβάθα δεν είναι εύηχος, εγώ θα σε φωνάζω Πινάκα. Πινάκιο αδελφέ Άγγελε, ήτο επιτραπέζιον σκεύος. Το πιάτο που λέμε σήμερα. Και ούτε βεβαίως και το Πιατάς εύηχος λέξις είναι. Γι αυτό Πινάκα εγώ θα σε προσφωνώ.”
Του πρότεινε δε του παππού μου και τον παρότρυνε κιόλας, να το αλλάξει εις το ειρηνοδικείον της Ελευθερούπολης.
Αλλά ο παππούς μου ούτε το όνομά του άλλαξε, ούτε την έκφραση του για μένα.
“Τζαναμπέτκο παιδί.”
Το έλεγε και γέμιζε το στόμα του.
Και αυτή η λέξη “βιρανές”, που έγινε αφορμή να θυμηθώ όλα αυτά στο μυαλό μου γυρίζει.
Και εκείνο το: “Ε βα πια….”
Σα να λέμε, “Φτάνει πια….”
“Ε βα πια, το βιράνιασες”, έλεγε η μάνα μου.
Αμετάφραστο, μα πλήρες κατανοητό για τα αυτιά μου, κι ας μην ήξερα ακόμα να γράφω και να μιλώ όλες τις λέξεις τις Ελληνικές.
Στον κήπο ήμασταν εγώ κι αυτή. Ξεχορτάριαζε. Γλιστρίδες, τριφύλλι, αγριάδα, τριβόλια, κολιτσίδες βλήτα κι άλλα πολυετή και εποχιακά αγριόχορτα. Και είχε βοηθό εμένα που μαζί με όλα τα αγριόχορτα έβγαζα τις πιπεριές, τις μελιτζανιές και τις φασολιές.
Γης Μαδιάμ….με άλλα λόγια τον βιράνιασα τον κήπο.
Μια μονάχα από αυτές τις παλιακές τις όμορφες τις λέξεις, που ποιός ξέρει σε ποιά μεριά του εγκεφάλου μου, σε ποιόν ανενεργό για χρόνια πολλά νευρώνα του μυαλού μου κρυμμένες βρίσκονται, μια λέξη μοναχά είναι αρκετή και τον ξυπνά.
Και παίρνω το μολύβι μου και γράφω……
Ιούνιος 2019