Φέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από τη γέννηση του Gian Maria Volonté, γεννημένου στις 9 απριλίου 1933, ενός από τους πιο πολύπλευρους και χαρισματικούς ηθοποιούς του ιταλικού κινηματογράφου, αλλά και ενός «άβολου» χαρακτήρα λόγω των ρητών θέσεων του στον πολιτικό χώρο.
Μια πρόσφατη δημοσίευση –ούτε δοκίμιο, ούτε μυθιστόρημα, ούτε βιογραφία– παρέχει ένα αδημοσίευτο πορτρέτο ενός από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του κινηματογράφου μας και έχει τον τίτλο Gianmariavolonté, γραμμένο «όλο κολλημένο» σαν να προφέρονταν το όνομά του με μια ανάσα. Και φτιαγμένη με μια ανάσα είναι η διήγηση που κάνει ο Oreste Scalzone για τη φιλία του με τον σπουδαίο ηθοποιό, σε μια μαρτυρία που συνέλεξε ο Umberto Lucarelli σε αυτό το βιβλίο, γράφει η Maria Macchia.
Ο συγγραφέας αφιέρωσε μια τριλογία στο κίνημα του’77: Non vendere i tuoi sogni, mai, Ser Akel va alla guerra e Vicolo Calusca– Μην πουλάς, ποτέ, τα όνειρά σου, ο Σερ Ακέλ πηγαίνει στον πόλεμο και οδός Καλούσκα, όλα σε έκδοση Bietti.
Ο τελευταίος τόμος του, αφιερωμένος σε ένα από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα του κινηματογράφου μας, ιδωμένο μέσα από τα μάτια και τα λόγια του συνιδρυτή του Potere Operaio και της Εργατικής Αυτονομίας, γεννιέται από την παρέα του συγγραφέα με το εξωκοινοβουλευτικό στέλεχος, τον οποίο γνώρισε την πρώτη φορά στη δεκαετία του εβδομήντα και με τον οποίο παρέμεινε σε επαφή επί μακρόν.
Ο Volonté ήταν σίγουρα μοναδικός για τη χαρισματική του παρουσία και την ικανότητά του να ταυτίζεται με πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Αφού έπαιξε τον ρόλο του «κακού» στα «σπαγγέτι γουέστερν» του Σέρτζιο Λεόνε στη δεκαετία του εξήντα (Per un pugno di dollari και Per qualche dollaro in più-Για μια χούφτα δολάρια και για μερικά δολάρια επί πλέον) και είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε διάφορα είδη την ίδια δεκαετία (θυμηθείτε, μεταξύ των πολλών ταινιών εκείνης της περιόδου, Στον καθένα το δικό του-A ciascuno il suo του Elio Petri, L’armata-η Αρμάδα Brancaleone του Mario Monicelli, Οι επτά αδερφοί Cervi του Gianni Puccini) στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα έφτασε στα ύψη της τέχνης τους και της δημοτικότητάς του, και έγινε ένα σύμβολο του σινεμά πολιτικής στράτευσης, σκηνοθετημένος από δημιουργούς όπως ο ίδιος ο Petri και ο Carlo Lizzani, Francesco Rosi, Marco Bellocchio και Giuliano Montaldo.
Αξιομνημόνευτες και καθοριστικές στην κοινωνικοπολιτική συζήτηση εκείνων των χρόνων ήταν ταινίες όπως Sacco και Vanzetti, Η εργατική τάξη πηγαίνει στον παράδεισο, Ρίξε τέρας στην πρώτη σελίδα, Έρευνα ενός πολίτη υπεράνω πάσης υποψίας, Lucky Luciano.
Ο μιλανέζος ηθοποιός ανέλαβε επίσης τον ρόλο του Aldo Moro, δύο φορές: στο Todo modo του Petri του 1976, το οποίο προκάλεσε συζητήσεις, (στο οποίο, στην πραγματικότητα, ο πολιτικός δεν κατονομάζεται ποτέ ρητά) και, δέκα χρόνια αργότερα, στο Η περίπτωση Moro του Giuseppe Ferrara. Κέρδισε αναρίθμητα βραβεία ως καλύτερος ηθοποιός, με το τελευταίο να είναι ο Χρυσός Λέων για την καριέρα του στο Φεστιβάλ των Καννών το 1991.
o Oreste Scalzone, γεννημένος το 1947, συμμετείχε το 1968 στον γαλλικό Μάιο και στις συγκρούσεις της Valle Giulia στη Ρώμη. Την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Potere Operaio με τους Franco Piperno και Toni Negri. Μετά τη διάλυση της οργάνωσης, εντάχθηκε στην Autonomia Operaia. το 1979 συμπεριλήφθηκε στη δίκη της «7ης απριλίου», στην οποία συνελήφθησαν οι επικεφαλής των δύο σχηματισμών, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Νέγκρι.
Κατηγορούμενος για συμμετοχή σε ανατρεπτική ένωση, ο Ορέστε κατέφυγε στην Κορσική το 1981, βοηθούμενος από τον ίδιο τον Βολοντέ, και από εδώ στη Γαλλία, όπου παρέμεινε μέχρι το 2007, για να επιστρέψει στη συνέχεια στην Ιταλία μετά την παραγραφή των αδικημάτων που του αποδόθηκαν.
Ο Umberto Lucarelli συγκέντρωσε τις αναμνήσεις του ακτιβιστή πριν από δύο χρόνια, κατά την περίοδο της πανδημίας, και ανασκεύασε αυτή την ιστορία, συνοδευόμενη από την πλήρη φιλμογραφία του ηθοποιού στο παράρτημα.
Επιπλέον, ο συγγραφέας είχε την ευκαιρία να συναντήσει προσωπικά τον Volonté κατά τη διάρκεια ενός συντονισμού για την υπεράσπιση των πολιτικών κρατουμένων και εντυπωσιάστηκε από τον απόλυτο αυθορμητισμό και τη διαθεσιμότητά του. χρόνια αργότερα, λοιπόν, θέλησε να του αποτίσει φόρο τιμής με αυτό το βιβλίο, που αποκαλύπτει το βαθύ δέσιμο και την αίσθηση του αμοιβαίου «ανήκειν» μεταξύ του κινηματογραφιστή και του ακτιβιστή.
Gianmariavolonté παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στο Imberido di Oggiono (LC) από τον συγγραφέα σε διάλογο με τον Claudio Ravasi και με μουσική συνοδεία του Renato Franchi.
Πριν από τη συζήτηση, η προβολή του ντοκιμαντέρ Dimenticata militanza, Ξεχασμένη στράτευση – Ένα πολιτικό πορτρέτο του Gian Maria Volonté του Patrizio Partino (2017), στο οποίο ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης ανατίθεται ακριβώς στον Scalzone.
Στον πρόλογο του βιβλίου, που υπογράφεται από τον Fabrizio Fogliato, τα λόγια του Ορέστε χαρακτηρίζονται ως «χειμαρρώδης ποίηση, poesia torrenziale«: η διήγηση, 39 σελίδων, είναι πράγματι μια μακρά ροή επίγνωσης, stream of consciousness, μια μόνο παράγραφος χωρίς καν τελεία
Αυτή, στιλιστική επιλογή, που ορίζεται από τον Ravasi ως «τζαζ γραφή», που χαρακτηρίζεται από έντονη ορμή και αμεσότητα – ιδιότητες που έχουν χαρακτηρίσει μεγάλο μέρος της ύπαρξης του αφηγητή, αλλά και του ηθοποιού, θα μπορούσαμε να πούμε – όπως σε μια αυτοσχέδια jam session.
Σύμφωνα με τον Lucarelli, το κοινό που είχαν ο Volonté και ο Scalzone, εκτός από την αμοιβαία συμπάθεια, υπήρξε πως ήταν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, δύο επαναστάτες, ο ένας για το εξαιρετικό ταλέντο του που τον οδήγησε να παίξει εξαιρετικά διαφορετικούς ρόλους και για την πολιτική του στράτευση, ο άλλος ως ακούραστος ακτιβιστής. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ορέστε περιγράφει τον φίλο του:
“ο Gianmaria έκανε πραγματικά πολλά πράγματα, ήταν ένας ηθοποιός και ήταν ένας σύντροφος, αγωνιστής, κάποιος που έδωσε τον εαυτό του, θυμάμαι, όταν τον συνέλαβαν για τη διαμαρτυρία ενάντια στο εργοστάσιο της Coca-Cola, η αστυνομία τον κρατούσε σφιχτά, αυτός γελούσε, τους κορόιδευε, είχε αυτόν τον ειρωνικό, μερικές φορές αλαζονικό τρόπο του…”
Εκτός από την ανθρώπινη ζεστασιά και την αλληλεγγύη που τους έδενε –όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Volonté βοήθησε το στέλεχος του Potere Operaio να φύγει από την Ιταλία όταν ο τελευταίος κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε ένοπλη συμμορία– οι δυο τους σχεδίαζαν να παράγουν ταινίες μαζί, οι οποίες, ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκαν. τους συνέδεαν επίσης κοινές φιλίες (Dario Fo και Franca Rame, η δημοσιογράφος και πρώην παρτιζάνα Isotta Gaeta, η ηθοποιός και σεναριογράφος Armenia Balducci, η οποία υπήρξε και σύντροφος του Gian Maria).
θυμάται διάφορες στιγμές της συνεργασίας τους, όπως την περίοδο κατά την οποία και οι δύο διαχειρίζονταν το εργατιστικό περιοδικό La Classe, Η Τάξη· την παραμονή στο Παρίσι όταν το σπίτι του στη rue de Montmorency, όπου συγκεντρώνονταν πολλοί ιταλοί «fuoriusciti, φυγάδες», έβλεπε συχνά την παρουσία του ηθοποιού. Τέλος, τη κοινή τους δέσμευση στην ομάδα πρωτοβουλίας που ζητούσε αμνηστία για τους κρατούμενους και τους πολιτικούς φυγάδες.
ο Lucarelli, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, στη συνέχεια επανέλαβε πώς ο Ορέστε αποδείχθηκε ένας απλός, άμεσος, στοργικός άνθρωπος περιγράφοντας με προτάσεις γεμάτες συναίσθημα και πάθος τη φιλία που τον έδενε με τον ηθοποιό, ο οποίος εξέφραζε το ηφαιστειακό του ταμπεραμέντο και στις διαπροσωπικές σχέσεις:
»η φιλία μας … δεν χρειαζόταν το φυσικό πρόσωπο … ακόμα κι αν ο Gianmaria δεν ήταν παρών με το σώμα του, τα πυκνά και κυματιστά μαλλιά του, το εκφραστικό του πρόσωπο, τα βαθιά μάτια του που σε εξέταζαν εξονυχιστικά και κοίταζαν μέσα σου και το άτομό του που σου έδινε την μέγιστη προσοχή, ήμασταν φίλοι το ίδιο… είτε ήταν εκεί είτε όχι…
Με έπαιρνε τηλέφωνο, μου έλεγε ‘Είμαι ο Δάσκαλος’, εγώ γέμιζα νοσταλγία, αισθήματα, ρίγη, ήμασταν πάντα άνω κάτω… Ο Gianmaria ήταν ένα ηφαίστειο, ακίνητο, ήρεμο, και όπως κάθε ηφαίστειο ήταν σε αναταραχή μέσα του, μετά ξαφνικά τίναζε στον αέρα την ενέργειά του, εξαπολύονταν στην πλατεία του κόσμου, άρχιζε να ενεργεί, ενώ εγώ μιλούσα και μιλούσα’‘
Διατρέχοντας ξανά την παραβολή αυτής της φιλίας επιτρέπει σε εμένα τον αφηγητή όχι μόνο να ξανασκεφτεί τη δική του προσωπική ιστορία αγωνιστικότητας, αλλά και να διατυπώσει σκέψεις για το παρόν μέσα από τη μνήμη των λόγων του φίλου και την παθιασμένη επιθυμία του να αλλάξει το υπάρχον: «Δεν αρκεί μόνο το παράπονο, ας δούμε την πραγματικότητα… έχουμε ξεκάθαρους λόγους έλεγε… έχουμε λόγους για να αγωνιζόμαστε και αν μας θέλουν σκλάβους δεν θα τα καταφέρουν, ποτέ», απήγγειλε ο Gianmaria…
Και συνεχίζει: μερικές φορές το βράδυ έρχεται και με βρίσκει η θλίψη ανάμεικτη με μελαγχολία, βλέποντας πώς πάει ο κόσμος που θέλαμε να αλλάξουμε, ένας κόσμος τόσο απέραντος, τόσο γεμάτος και αντιφατικός, αλλά είναι μόνο για μια στιγμή, μετά παίρνω τα πάνω μου, δεν αφήνομαι με ευκολία να υποφέρω, δεν αφήνω τον εαυτό μου να τραβηχτεί κάτω, δεν αφήνω τον εαυτό μου να γκρεμιστεί, πρέπει πάντα να κρατάς γερά, μην αφήνεις τον εαυτό σου να πικραθεί, να είσαι ξύπνιος, σε εγρήγορση, να μείνεις ζωντανός, διαβάστε, μελετήστε, συνομιλήστε, «Να είστε έτοιμοι», έλεγε ο Gianmaria…
Ως γνωστόν, ο Volonté πέθανε πρόωρα, σε ηλικία μόλις 61 ετών, το 1994 στα γυρίσματα της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου Το Βλέμμα του Οδυσσέα, από ανακοπή καρδιάς. Τα λείψανά του αναπαύονται, μετά από ρητή επιθυμία του, κάτω από μια άρκευθο στο μικρό νεκροταφείο της La Maddalena, στη Σαρδηνία.
Και με την εικόνα της ταφής η ιστορία του Scalzone φτάνει στο τέλος της: «Ο Gianmaria είχε ήδη αποφασίσει πριν από καιρό να ταφεί στο αγαπημένο του νησί… Είπα «Όχι, δεν μπορείς να πεθάνεις, είσαι ο Δάσκαλος», και αυτός με κοίταζε με στοργή και χαμογελούσε, με αγκάλιαζε…”
ο Oreste περιγράφει τον τάφο του φίλου του, με ένα γλυπτό από γρανίτη σε σχήμα πανιού, το οποίο παραπέμπει στο σκάφος «Arzachena» που τόσο αγαπούσαν και οι δύο, το ίδιο σκάφος που χρησιμοποιήθηκε για την απόδραση στην Κορσική, στο πλάι του οποίου υπήρχε μια πρόταση του Paul Valéry χαραγμένη: «Ο άνεμος σηκώνεται, πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε». Η ίδια φράση, κατόπιν αιτήματος του ηθοποιού, μεταφέρθηκε και στο ταφικό μνημείο στο πρωτότυπο γαλλικό.
ο Volonté ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Scalzone, όχι μόνο αυτός που τον οδήγησε στην ελευθερία και αποκατέστησε την αξιοπρέπειά του ως άτομο, αλλά και ένα μείγμα γενναιοδωρίας, αλτρουισμού, βάθους, μελαγχολίας, θλίψης, κωμωδίας, με μια λέξη, μια προσωπικότητα.
Αυτό είναι το αναπόφευκτο συμπέρασμα: Δεν θα μπορώ να τον ξεχάσω όσο αναπνέω. Και η διήγηση του, μέσα από την επιδέξια μεσολάβηση του Lucarelli, μας αφήνει πραγματικά με κομμένη την ανάσα, όπως σε μια κούρσα για την ζωή, μέχρι την τελευταία πνοή.
“Που είναι, σήμερα, οι Gian Maria Volonté;” είναι η προκλητική ερώτηση του ακτιβιστή: ένα ζήτημα που, ίσως, η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα ξυπνήσει και σε πολλούς αναγνώστες.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλοςcontropiano.org