Dark Mode Light Mode

Βραδινή έξοδος: του Τάσου Βιζικίδη

Βράδιασε, ήρθε η ώρα. Ανοίγω επιφυλακτικά την εξώπορτα. Ο δρόμος ενοχλητικά φωτισμένος, ευτυχώς όμως άδειος. Με βήμα γρήγορο, κοφτό, ξεμακραίνω απ΄ τα φώτα. Στρίβω σε σοκάκι μισοσκότεινο, βαδίζω στη σκοτεινή του πλευρά. Κάποιος έρχεται προς το μέρος μου. Ίσως γνωριζόμαστε…

Μένω ακίνητος, σχεδόν δεν ανασαίνω. Πλησιάζει. Κοντοστέκεται. Σαν να ‘νιωσε την παρουσία μου. Ευτυχώς προσπερνάει. Συνεχίζω το δρόμο μου. Όσο πλησιάζω στον προορισμό μου, ο αέρας φορτώνεται μυρωδιές. Η τσίκνα από ψητό μου σπάει τη μύτη, τα ρουθούνια μου ανοίγουν διάπλατα, οι γευστικοί μου κάλυκες ξεσηκώνονται, σχεδόν γεύονται ζουμερά κομμάτια κρέατος. Το στομάχι μου αναστατώνεται, ανυπομονεί…

Φτάνω στο φαστ-φουντ της γειτονιάς. Απ’ την τζαμαρία βλέπω τις καρέκλες γυρισμένες ανάποδα πάνω στα τραπέζια. Σκουπίζουν, συμμαζεύουν. Οι υπάλληλοι με ξέρουν. Μου δείχνουν την πίσω πόρτα. Κάποιες φορές μου φυλάνε αφράτα ψωμάκια ποτισμένα στα ζουμιά των ψητών, πιο σπάνια κάνα ζουμερό μπιφτέκι. Ίσως και απόψε…

Πηγαίνω πίσω, το παιδί που ξεφορτώνεται τ’ αποφάγια, χαμηλώνει το βλέμμα, τα χέρια του άδεια, ανασηκώνει τους ώμους… δύσκολο βράδυ. Παραδίπλα ο κάδος, το καπάκι σηκωμένο. Ακούω θόρυβο, πλησιάζω, σκύβω μέσα. Τρομαγμένες γάτες πηδάνε έξω. Τρομάζω και εγώ, κάνω βήματα πίσω. Κάτι πέφτει απ’ το στόμα μιας γάτας. Η λεία της. Δεν την παρατάει, γυρίζει πίσω.

Η τρίχα της σηκωμένη. Τα μάτια της γυαλίζουν απόκοσμα. Γρυλίζει, προειδοποιεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη βουτάω, αρπάζω το φαΐ της. Μπιφτέκι, παγωμένο. Το καθαρίζω, ετοιμάζομαι να δαγκώσω το πρώτο κομμάτι. Ένα κάψιμο στο πόδι μου. Τα χάνω, προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. Κλωτσάω στον αέρα.

Η γάτα απομακρύνεται απ’ τον μηρό μου μ’ ένα σάλτο. Στέκεται απέναντί μου. Με κοιτάει στα μάτια, βγάζει έναν ήχο αλλόκοτο, ίδιο παιδική τσιρίδα. Επιτίθεται ξανά, μου καρφώνει τα νύχια της, με ξεσκίζει. Το μπιφτέκι πέφτει. Η γάτα εξαφανίζεται. Νιώθω κάτι υγρό στο πρόσωπό μου, δεν ξέρω τι είναι. Ασυναίσθητα κοιτάζω προς τα πάνω, στα γυαλιά μου σταγόνες βροχής… Όλα στραβά απόψε. Παίρνω το δρόμο για το σπίτι, το κεφάλι σκυφτό, το άδειο στομάχι μου διαμαρτύρεται που το ξεσήκωσα άδικα…

Η βροχή δυναμώνει. Με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον να προσπαθεί να κρατήσει στεγνό το χαρτονένιο του κρεβάτι. Του κάνω νόημα να μ΄ ακολουθήσει. Έχω δωμάτια που στέκουν άδεια, καιρό τώρα. Μπορώ να τον βγάλω απ’ τη δύσκολη θέση, ας είναι αυτός ο τυχερός της βραδιάς…

Με το πόδι, σπρώχνω στη γωνιά περιτυλίγματα από σάντουιτς, παλιά κουτιά πίτσας, αλουμινένια τενεκεδάκια. Πάνω στο κρεβάτι, κιτρινισμένες εφημερίδες και ρούχα. Τα κάνω μπόγο, τα χώνω στην ντουλάπα. Ο επισκέπτης μου κάτι ψάχνει, βγάζει απ’ την τσέπη του ένα ολόκληρο σάντουιτς, ανέγγιχτο. Το ακουμπάει στο τραπέζι. Το κόβω στη μέση…

Προηγούμενο άρθρο

Μήνυμα του Θόδωρου Μουριάδη για την εργατική Πρωτομαγιά

Επόμενο άρθρο

Εγνατία Οδός Θεσσαλονίκης - Καβάλας: Οδηγούσε χωρίς δίπλωμα και συνελήφθη