(Εφημεριδοχούι το ανάγνωσμα)
Γράφει (ευρισκόμενος εν Καβάλα για διακοπές) ο εκ Γαλλίας ορμώμενος Μιχάλης Μαυρόπουλος
Εφημερίς «Η Καθημερινή» με ημερομηνία 2 Αυγούστου, σελίς 2, στο κάτω μέρος του κυριακάτικου φύλλου της, διαβάζω τον τίτλο καλύπτοντα έξι στήλας: «Μία 95χρονη (χάρτινη) Ρωμιά ζητάει να την κρατήσουμε τρυφερά στα χέρια μας». Η περιέργειά μου ερεθίζεται και ανατρέχω μετά προσοχής στο μακροσκελές άρθρο. Πρόκειται για την παλαιότερη εφημερίδα της Πόλης, πρωτοεκδοθείσα στις 12 Ιουλίου 1925 και το ρεπορτάζ αναφέρεται στην δραστηριότητα και τα νέα των ολίγων ακόμη εναπομεινάντων Ρωμιών της άλλοτε κραταιάς και ανθούσης ομογένειας της Βασιλεύουσας.
Δεν είναι όμως αυτά καθαυτά τα γραφόμενα στην «Απογευματινή» -έτσι ονομάζεται- που διεγείρουν τη μνήμη μου. Είναι η εντός παρενθέσεως φράση: (Το χούι της εφημερίδας δεν κόβεται ποτέ). Μακάρι να ήταν έτσι και ο φίλος δημοσιογράφος να έχει δίκιο που συνηθίζει να λέει «η ψυχή βγαίνει το χούι μένει».
Προσωπικά το χούι της εφημερίδας δεν με εγκατέλειψε εδώ και εξήντα πέντε χρόνια.
Θυμούμαι ότι στα μέσα της δεκαετίας του 50, όταν τα πρακτορεία των εφημερίδων «Κομποχόλη» και «Παπαδογιάννη» -το μεν πρώτο κείμενον στη γωνία Παύλου Μελά και Ομόνοιας το δε δεύτερον πλησίον της συζεύξεως των οδών Ομονοίας και Αμύντα- αναρτούσαν τις εφημερίδες, πρωτίστως τις αθηναϊκές, ευάριθμα άτομα σταματούσαν για να ρίξουν μια ματιά στα νέα. Σταματούσε και ο υπογράφων για να αναγγείλει τις ειδήσεις στη μητέρα του που παρ’ όλον αγράμματη την ενδιέφερε η εξιστόρηση των πολιτικών πεπραγμένων.
Τα πρωινά πάλι, πηγαίνοντας στο γυμνάσιο, καραδοκούσα για τον εφημεριδοπώλη Χρήστο που διαλαλούσε στεντορεία τη φωνή «Μακεδονία, Βορρά και Φως». Και την δραχμούλα που μου έδινε η μητέρα για το κουλούρι την θυσίαζα χάριν της «Μακεδονίας» του Βελλίδη. Από τότε ο «Βορράς» και το «Φως» εξηφανίσθησαν.
Πρώτο βίτσιο: Επ’ ουδενί λόγω δεν δεχόμουν να διαβάσω ακόμη και σήμερον μία τσαλακωμένη εφημερίδα. Φτάνοντας στο σπίτι σήκωνα την φθαρμένη κουρελού του καθιστικού και την τοποθετούσα εκεί για να την διαβάσω αργότερα και να την ξεψαχνίζω όπως έπρεπε, γυρνώντας με προσοχή τις σελίδες της των οποίων το θρόισμα με ευχαριστούσε. Ήταν και είναι σαν ένα απαλό χάδι της ακοής.
Αλλά εκεί που η απαράδεκτη μανία μου ξεπερνά κάθε όριο σχολαστικότητος, είναι η ανισομερής διάταξη των σελίδων είτε πρόκειται περί του κυριακάτικου «Βήματος» με τις πολλές σελίδες είτε του γαλλικού «Le Μonde» στην περίοδο των θερινών διακοπών. Και οι δύο αυτές εφημερίδες με τα -εν πολλοίς- άχρηστα ένθετά τους, είναι υποχρεωμένες να τα εκτυπώνουν ανομοιογενώς και οι σελίδες τους δεν έχουν τις κλασικές – κανονικές διαστάσεις των άλλων ημερών. Εξέχουν (τα ένθετα) εκνευριστικά. Αυτό δυσκολεύει εξαιρετικά το ομαλό γύρισμα των σελίδων. Δεδομένου δε ότι η παραμικρή ανωμαλία με θέτει εκτός εαυτού, παίρνω ένα καλό ψαλίδι και κόβω χωρίς οίκτο, ανηλεώς τα εξέχοντα περιθώρια των σελίδων.
Επ’ ουδενί λόγω επίσης δέχομαι να χρησιμοποιούνται οι παρωχημένες τη ημερομηνία εφημερίδες ως περιτύλιγμα άχρηστων αντικειμένων προς αποκομιδή. Ο λόγος είναι απλός: διατηρώ μερικώς τις ήδη αναγνωσθείσες εφημερίδες προς υπενθύμιση διαφόρων γεγονότων και όταν αργότερον γίνεται λόγος για ένα συμβάν, ανατρέχω μανιωδώς στις φυλαγμένες με χρονολογική τάξη σελίδες για να υποστηρίζω ότι τα γραπτά μένουν ενώ τα λόγια ίπτανται Και εν τελική αναλύσει η τυπογραφική αποτύπωση των συμβάντων δικαιώνει το άτομο που καταφεύγει στις στήλες των εφημερίδων προς υποστήριξη των απόψεών του. «Το έγραψε η εφημερίδα» λέγαμε και λέμε, παρ’ όλον ότι ο συνομιλητής μας υποστηρίζει «Ποιος τις πιστεύει καημένε τις εφημερίδες» αλλά ταυτοχρόνως διακριτικά βάζει στην τσέπη του την εν λόγω εφημερίδα για να διαβάσει με ησυχία τις λεπτομέρειες του συμβάντος στο σπίτι του
Στο Παρίσι από τις 8:00 το πρωί ακούω διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς για να είμαι ενήμερος της πορείας του κόσμου. Και όμως! Άμα το πέρας των αναγγελθεισών ειδήσεων, κατεβαίνω στην είσοδο του οικήματος στο οποίο κατοικώ για να ανασύρω από το γραμματοκιβώτιο την εφημερίδα στην οποία είναι συνδρομητής η γυναίκα μου.
Πριν ακόμη ανέβω τις σκάλες, ρίχνω μια ματιά στον κύριο τίτλο της πρώτης σελίδας. Εν συνεχεία κατ’ απαίτηση της συζύγου μου της μοστράρω το έντυπο παρ’ όλον ότι και αυτή έχει παρακολουθήσει τη ραδιοφωνική ροή των γεγονότων. Προς τι άραγε αυτή η ανάγκη να διαβεβαιωθεί κάποιος δια μέσου των εφημερίδων των πεπραγμένων του τελευταίου 24ώρου; Δεν είναι τόσο η επιβεβαίωση αυτών που συνέβησαν όσο το γεγονός ότι ο κύριος τίτλος μιας εφημερίδας δίνει τον πολιτικό τόνο, το χρώμα του 24ώρου, χαράσσει το πλαίσιο εντός του οποίου θα κυλήσει η μέρα. Γι’ αυτό και βλέπω, ακόμη και σήμερον, την εποχή της παντοκρατορίας του σμαρτοφώνου, άτομα που ενώ κρατούν ανά χείρας μία εφημερίδα, σταματούν στο κιόσκι των εφημερίδων για να ρίξουν μία ματιά στο «τί γράφουν» και οι άλλες εφημερίδες για το τάδε γεγονός το οποίο πιθανώς υπερτίμησε η υποτίμησε η εφημερίδα που ήδη αγόρασαν.
Περιττόν να σας πω ότι περνώ καθημερινώς από το εφημεριδοκιόσκι της πλατείας Ελευθερίας (Φουάτ), για να ρίξω μια ματιά στις εκτιθέμενες εφημερίδες. Είναι η καθημερινή ανέξοδη και ακίνδυνη πρέζα μου…