Dark Mode Light Mode

Ζείδωρος Γαία. Τα Μυστικά

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

«Τα πιο πολύτιμα μυστικά μου στην απεραντοσύνη τού κάμπου μου πλανώνται, πάνω από το στάρι, το καλαμπόκι, τον καπνό, αλλά και πάνω από τις κορφές τού βουνού μου πετούν στα ύψη, σαν τους περήφανους τους αετούς.  Είναι και κάποια μυστικά μου όμως, κοράλλια αιωνόβια, που στα βάθη τής θάλασσάς μου, υφάλους πανέμορφους υφαίνουν.»

 

Τον κάμπο τον ήξερα καλά. Από βρέφος βυζανιάρικο τον έμαθα και από τότε τον θυμάμαι. Στη μνήμη μου έχουν όλα χαραχτεί.

Η επιστήμη λέει, πως η παιδική αμνησία σταματά περίπου στην ηλικία των τριών και ύστερα, από κει και πέρα τα διάφορα γεγονότα καταγράφονται στη μνήμη μας. Πιο δυνατά η μνήμη μας κρατά, τα σημαντικά, τα όμορφα και τα σκληρά.

Έτσι οι επιστήμονες λένε, από τα τρία και μετά.

Τους διαψεύδω κατηγορηματικά.

Από έξι μηνών έχω μνήμες, μη πω από το μισοσαράντισμα της μάνας μου. Σταματούσε το φύτεμα των φυντανιών του καπνού η μάνα μου για να με βυζάξει. Μέσα στον κάμπο μεγάλωσα, εκεί, στων χωραφιών τις άκρες. Στις καλαθάρες μέσα ήταν το παιδικό μου κρεβατάκι. Τσόλια και καναβάτσα το στρώμα και οι κουβέρτες μου. Μαζί με τα σαυράκια και με τους μπάμπουρες μεγάλωνα. Εκεί πρωτοπερπάτησα, εκεί τις πρώτες μου λέξεις έμαθα. Πού να με άφηνε η μάνα μου, ποιος να με προσέχει όταν στα χωράφια με τον πατέρα μου πήγαινε και γω νιογέννητο. Για την φυτεία πήγαιναν, το πότισμα, το σκάλισμα, το σπάσιμο του καπνού, τα καλαμπόκια και τα στάρια. Απ’τα άγρια χαράματα πήγαιναν, και γω μαζί. Νύχτα και μέρα η αγροτική δουλειά….ασταμάτητα….πού να με αφήσει; Ποιός να με φροντίσει;

Οι πρώτες μου λέξεις ήταν αυτές που με τον κάμπο είχαν σχέση. Καπνός, στάρι, καλαμπόκι, κεντρικό κανάλι, πατόζα, γκιόλα. Ύστερα έμαθα τις λέξεις μαμά, μπαμπά, παππού, γιαγιά κι άλλες πολλές. Και οι περισσότερες απ’αυτές συνδεδεμένες με το μαύρο χώμα της βάλτας ήταν, τα τσαΐρια και τα καπνοχώραφα.

Κι ύστερα έμαθα και το: «την τυράννια μου γαμώτο». Έτσι έλεγε ο πατέρας μου κάθε φορά που σκούπιζε τον ιδρώτα του.

Αν προσπαθήσω να ανασύρω από την μνήμη μου εικόνες……. στέρνες – γκιόλες γεμάτες με βρώμικο νερό θα δω και παραθείο – δηλητήριο, φάρμακο γεωργικό της εποχής για τα καπνά.Τα μάτια μου θα δουν ανθρώπους να δουλεύουν την γη, φορώντας άσπρες κλάκες στο κεφάλι τους, για προστασία από τον καυτό τον ήλιο. Και καλαμποκιές θα δω που φάνταζαν μπροστά μου, θεόρατα δέντρα, εικόνες ζωντανές.

Αυτά θα δω.

 

Τα μυστικά μου όλα, στο χώμα έγραφα, ζωγράφιζα. Κι έρχονταν ο άνεμος, τα σήκωνε πάνω απ’τη γη, τα έπαιρνε. Στον κάμπο μου τώρα πλανώνται πάνω από τη ζωοδότα γη. Και η βροχή στο χώμα, τα έσβησε για πάντα από ανθρώπου μάτι.

Ο κάμπος μου.

 

Μεγάλωνα, μεγάλωσα.

Και ήρθε η ώρα του βουνού, που την καρδιά μου έκλεψε. Με τον πατέρα μου, με τον παππού μου, με τους θείους μου, ευκαιρία καμιά δεν έχανα. Στο βουνό παρέα με όποιον πήγαινε. Με όλους.

Στο όμορφο Παγγαίο.

Μόνος μου τους δρόμους έπαιρνα αργότερα σαν λίγο μεγάλωσα…..παιδί…..στις καστανιές, στις φλαμουριές, στα έλατα και στις οξιές. Στα περιβόλια – στου βουνού τα κτήματα – μοσχοβολούσαν πάνω στα δέντρα τα φιρίκια και τα κυδώνια και κάτω στη γη οι αγριοφράουλες. Τα χαμοκέρασά μας ήταν, έτσι τα λέγαμε. Γεύσεις γεμάτες μνήμες. Κόκκινα διαμάντια τα κράνα κρέμονταν απ’τα κλαδιά. Ώρες πολλές στις ρεματιές, στο κάστρο και στις κορυφές περνούσα. Σαν τον Ορφέα, αναζητούσα, έβλεπα, μιλούσα μ’ ολάκερη τη φύση. Τα μυστικά μου στο βουνό, μόνο οι κάτοικοί του γνώριζαν. Δέντρα, φυτά και ζώα. Ψηλά μέσα στα σύννεφα γραμμένα με αόρατο μελάνι τα έστελνα. Σαν τα πουλιά τώρα πετούν τα πιο βαθιά μου μυστικά στις κορυφές. Αόρατα για μάτια δίχως φως, δίχως χρώμα, χωρίς ψυχή.

Το βουνό μου.

 

Δεν ήξερα θάλασσα τι είναι, ούτε ποτέ να φανταστώ μπορούσα. Άκουγα…..μου έλεγαν….μια λίμνη πολύ μεγάλη είναι. Μα ούτε λίμνη ήξερα τι είναι. Μια στέρνα ατέλειωτη, μέχρι πέρα μακριά έφτανε, μέχρι από κει που βγαίνει ο ήλιος και από την άλλη την μεριά, από κει που χάνεται το φως, τόσο μεγάλη η θάλασσα είναι μού είπε μια μέρα η γιαγιά μου. Και γαλάζια σαν το ουρανό, είναι.

Και την ίδια εκείνη ημέρα…..θα πάω στην Καβάλα μου είπε η γιαγιά μου, στον γιατρό θα πάω και μαζί μου θα σε πάρω.

Έτσι την μέρα εκείνη η γιαγιά μου μού είπε, και τότε εγώ τη θάλασσα για πρώτη φορά την είδα. Στην μνήμη μου χαράχθηκε για πάντα εκείνη η στιγμή. Βαθιά. Από ψηλά, από τον Άγιο Σίλα πρώτη φορά την θάλασσα αντίκρυσα.

Στα μάτια μου δεν πίστευα.

Κολλημένο το πρόσωπό μου είχα στο τζάμι του λεωφορείου που οδηγούσε ο Χάρης μέχρι που φτάσαμε κοντά της και την είδα.

Από κοντά την είδα και σαν να τρόμαξα λιγάκι.Τότε ήταν που εκείνη την απόφαση πήρα. Δική μου είναι η θάλασσα, είπα.

 

Πόσα και πόσα μυστικά δεν έστειλα από τότε στα βάθη της. Με κοράλλια πολύχρωμα γραμμένα τα μυστικά μου τώρα, σχηματισμοί λέξεων σε γλώσσα άγνωστη στους ανθρώπους.

Η θάλασσά μου.

 

Σε ένα πλάτωμα σε μια κορυφούλα πάνω από τον Άγιο Σίλα στάθηκα.

Η ματιά μου στο Απριλιάτικο ρόδινο ηλιοβασίλεμα. Πίσω από το Θεόμορφο βουνό χάνεται σιγά – σιγά ο ήλιος και κάτω ο κάμπος ως πέρα στα βουνά των Σερρών.

Ζείδωρος Γαία.

Στρέφω τα μάτια προς τον νότο. Το Άγιον Όρος, η Θάσος, γιγάντια πλοία μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας.

Εδώ είναι όλα τα βαθιά μου μυστικά…. πάνω από τις κορυφές, κάτω στον κάμπο, στα βάθη της θάλασσας.

 

Σκέφτομαι και αναρωτιέμαι. Μήπως οι πρόγονοί μας έκαναν λάθος. Μήπως  εδώ είναι ο ομφαλός τής γης;

Προχωρώ λίγο, φέρνω ένα γύρω τα μάτια μου ξανά και βεβαιώνομαι.

 

Ναι, εδώ είναι ο ομφαλός τής γης…..

 

Και εδώ…..

Προηγούμενο άρθρο

Οργάνωση καθημερινής μελέτης για το σχολείο

Επόμενο άρθρο

Λειτουργεί την ερχόμενη εβδομάδα η νέα Τόσκα