Το βράδυ της περασμένη Παρασκευής η αίθουσα 2 του ΑΠΟΛΛΩΝΑ μετατράπηκε στην ταβέρνα του Τζίμη του Χονδρού, η Ελένη Ουζουνίδου «φόρεσε» πάνω της τη Μαρίκα Νίνου κι ανάγκασε όλους εμάς που γεμίσαμε την αίθουσα στην απογευματινή παράσταση, να γίνουμε μάρτυρες μιας θεατρικής βιογραφίας, να βουτήξουμε βαθιά στη σύντομη – ταραχώδη – γλυκόπικρη ζωή της διάσημης ρεμπέτισσας.
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζιάς κατάφερε μέσα σε 75 λεπτά να μας αφηγηθεί όσα η Μαρίκα πρόλαβε να ζήσει στα 35 χρόνια της ζωής της. Ανέλαβε το μισό κομμάτι της αφήγησης ενώ παρέδωσε το άλλο μισό στα έμπειρα και καλλίφωνα χέρια της Ελένης Ουζουνίδου.
Δύο παλιά τραπέζια ταβέρνας, έξι καρέκλες κι ένας πίνακας – ταμπέλα δημιούργησαν με απλό, αν και ευφάνταστο τρόπο, το σκηνικό μέσα στο οποίο πήρε σάρκα και οστά η Μαρίκα. Το Λενάκι – Μαρικάκι από την άλλη, φορώντας ένα τιρκουάζ φόρεμα, με τα μελαχρινά κυματιστά μαλλιά της, την εκρηκτική παρουσία της και τη βελούδινη φωνή της μας, σύστησε μια περσόνα για την οποία δε γνωρίζαμε πολλά ωστόσο μέσα μας την έχουμε κατατάξει σε μυθικό επίπεδο.
Ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά ουδέποτε είχα διαβάσει τη βιογραφία της ρεμπέτισσας. Ίσως γιατί το συγκεκριμένο είδος μουσικής δεν περιλαμβάνεται εντός των προσωπικών προτιμήσεων. Κι όμως οι συντελεστές της παράστασης «Η Τουρκομερίτισσα» πέτυχαν μέσα σε 75 λεπτά να μου τη συστήσουν και να με βοηθήσουν να τη θαυμάσω, να την πονέσω, να λυπηθώ γιατί άκουγα ενίοτε τα τραγούδια της με αδιαφορία και να αποχωρήσω τελικά από την αίθουσα ψιθυρίζοντάς τα μέσα μου.
Αυτή η πλήρης θεατρική προσπάθεια βρήκε το στόχο της γιατί ήταν απλή, μεστή, ουσιαστική, βασιζόμενη στο ταλέντο της Ελένης Ουζουνίδου όχι μόνο στην ερμηνεία αλλά και στο τραγούδι. Αυτό το κείμενο δε θα μπορούσε να το αναλάβει οποιαδήποτε ηθοποιός.
Μόνο κάποια που θα κατάφερνε να ταυτιστεί με τη Μαρίκα Νίνου και κυρίως κάποια που θα διέθετε το φωνητικό χάρισμα να αποδώσει επί σκηνής τα πλέον γνωστότερα κι εμβληματικά της τραγούδια.
Μια επιπλέον λεπτομέρεια που με επηρέασε συναισθηματικά ήταν το γεγονός ότι παρακολούθησα την παράσταση στις 23 Φεβρουαρίου, τη μέρα δηλαδή συμπλήρωσης 67 χρόνων από το θάνατο της Μαρίκας Νίνου.
ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ ΕΝΑΛΛΑΞ
Η «βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού», είχε αρμένικη καταγωγή. Γεννήθηκε μεσοπέλαγα, πάνω στο βαπόρι «Ευαγγελίστρια» που έφερνε την οικογένεια Αταμιάν στον Πειραιά, ξεριζωμένη και προσφυγοπούλα από τα γεννοφάσκια της.
Ο καπετάνιος τη βάφτισε Ευαγγελία. Άρχισε τη ζωή της στην παραγκούπολη της Κοκκινιάς. Γράφτηκε στο αρμένικο σχολείο «Άγιος Ιάκωβος» και κάθε Κυριακή έψελνε τόσο γλυκά στην εκκλησία, ώστε ο κόσμος έσπευδε να την ακούσει.
Παντρεύτηκε το 1939 τον Χάικο Μεσροπιάν που ήταν κλειδαράς κι απέκτησε μαζί του τον μοναχογιό της Γιάννη. Μετά το χωρισμό της γίνεται ζευγάρι με τον ακροβάτη, μουσικό και ηθοποιό Νίνο (Νίκο) Νικολαΐδη. Το όνομα «Μαρίκα» της το επέβαλε η μητέρα του Νίνο, που θαύμαζε τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίνου από τον Νίνο. Έτσι, η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου.
Ο βαθύτερος πόθος της ήταν να ανέβει στο πάλκο και να τραγουδήσει. Συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, πριν η μοίρα την οδηγήσει στο πλάι εκείνου που στάθηκε ο μοναδικός έρωτας της σύντομης ζωής της, πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο ίδιος είχε ομολογήσει: «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ’ άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (…). Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου “Τζίμη” γινόταν χαλασμός κόσμου (…). Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη (…). Το κέφι που δημιουργούσε η Νίνου στο πάλκο έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα που μπορούσε να χαλάσει ο κόσμος στο μαγαζί. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένη για το πάλκο».
Για να εξασφαλίσει τη θέση της στο πάλκο, δίπλα στον Τσιτσάνη, κυριολεκτικά πάλεψε σώμα με σώμα με τη Σωτηρία Μπέλλου και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Λέγεται ότι η Νίνου ήταν η πρώτη που τόλμησε να τραγουδήσει όρθια στα ρεμπέτικα πάλκα εκεί γύρω στο 1951.
Αλλά το είχε κάνει νωρίτερα η Λίτσα Χάρμα, που τραγούδαγε μόνο όρθια από το 1948. Τσιτσάνης και Νίνου χαλάσανε κόσμο. Η σχέση τους είναι εκρηκτική, με φοβερές εντάσεις. Η Μαρίκα ήταν διεκδικητική, παθιασμένη, τραγουδούσε και το πρόσωπό της έπαιρνε μια έκφραση που έδινε και στο τραγούδι, μεταφέροντας συγκίνηση.
Το 1954 αρρωσταίνει με καρκίνο στη μήτρα. Υποβάλλεται σε επέμβαση και πρέπει να ταξιδέψει στην Αμερική για να ακολουθήσει θεραπεία με ακτινοβολίες. Κι ενώ το ταξίδι επρόκειτο να το κάνει μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη, εκείνος δεν την ακολουθεί. Αντιθέτως, μέσω ενός γράμματος, της εξηγεί ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη σύζυγό του που περίμενε το δεύτερο παιδί τους.
Η Μαρίκα, τις παραμονές της αναχώρησής της για Αμερική, μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», χωρίς να γνωρίζει, τουςστίχους που επρόκειτο να ερμηνεύσει.
Μόλις τους διαβάζει αντιλαμβάνεται πως έφτασε το τέλος της σχέσης τους, ξεσπά σε κλάματα, φεύγει και επιστρέφει ξανά στο στούντιο για μία και μοναδική ηχογράφηση, στην οποία είναι ολοφάνερα το παράπονο και οι λυγμοί της.
Ο μεταστατικός καρκίνος που έτρωγε τα σωθικά της, κατάφερε μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα να τη λυγίσει και να της κλείσει τα μάτια στις 23/2/1957. Συνολικά η Μαρίκα Νίνου ηχογράφησε 174 τραγούδια σε δίσκους 78 στροφών, από τα οποία το ένα τρίτο ανήκει στον Τσιτσάνη και τα υπόλοιπα σε είκοσι άλλους δημιουργούς.
Στα 119 από αυτά τραγουδάει πρώτη φωνή και στα 55 δεύτερη. Επίσης, άφησε εννιά τραγούδια του Τσιτσάνη, ηχογραφημένα το καλοκαίρι του 1954 στην αίθουσα «Παρνασσός» από γαλλικό συνεργείο, και έντεκα σε ζωντανή ηχογράφηση του Τζίμη του Χοντρού το 1955.
Αυτά περίπου μας αφηγήθηκαν συμπυκνωμένα ο Δημήτρης Καρατζιάς και η Ελένη Ουζουνίδου. «Η Τουρκομερίτισσα» ήρθε από τηνΞάνθη, στάθηκε για δύο παραστάσεις στην Καβάλα κι έφυγε για τη Δράμα, συνεχίζοντας το ταξίδι της μέχρι τον Απρίλη.
Όπου σταματά σημειώνει τεράστια επιτυχία γιατί είναι άριστα προετοιμασμένη, ουσιαστική, γλαφυρή, γλυκόπικρη και συγκινητική. Σε κάποια σημεία η γλώσσα του κειμένου είναι σαρκαστική και ο ιδιαίτερος τρόπος της Ελένης Ουζουνίδου, η πληθωρική της ερμηνεία, εξασφαλίζουν ακόμη και το σύντομο γέλιο του κοινού.
Η παράσταση αποσπά αυθόρμητα το ζεστό χειροκρότημα και τα συγχαρητήρια των θεατών, μόλις σβήσουν τα φώτα της σκηνής και «ξεψυχήσει» η υπέροχη φωνή της Ελένης Ουζουνίδου τραγουδώντας:
Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα;
Ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα,
μπορεί και για τους δυο να ‘ναι καλύτερα.
Ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα…
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ