Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Φούσκωσε στο δυτικό παράθυρο που ήταν ανοιχτό, η κουρτίνα, και σύρθηκε στην άκρη. Αέρας φύσηξε. Ξαφνικός και δυνατός. Το παντζούρι χτύπησε με δύναμη στο κούφωμα καθώς έσπασε το ζεμπερέκι που το κρατούσε σταθερό. Από νωρίς το πρωί φαίνονταν πως θα χαλούσε ο καιρός. Της το είχε πει της κυράς του ο Νικόλας.
“Κλείσε τα παντζούρια”, της είχε πει. Τίποτα εκείνη. Θα σκοτείνιαζε το δωμάτιο του είπε. Να, τώρα. Είχε όμως δίκιο η Μαρίκα, ήταν ακόμα νωρίς για να ανάψουν φως.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω. Κατέβηκε τη σκάλα και κατευθύνθηκε προς το καμαράκι που είχε τα εργαλεία του. Πρώτη μπήκε μέσα η γάτα του που το ακολούθαγε παντού, και άρχισε να τρίβεται στα πόδια του χουρχουρίζοντας. Αχόρταγο το ζωντανό, να φάει ήθελε. Με την τανάλια έκοψε ένα κομμάτι σύρμα από την κουλούρα που του είχε απομείνει από τότε που είχε τα ζώα και έδενε τις μπάλες με τη ξεραμένη γιόντζα και τα καζάλια. Τροφή για τον χειμώνα που η πρασινάδα ήταν λίγη, και που καθόλου δεν είχε σα χιόνιζε. Με το σύρμα έδεσε το παντζούρι στο σπασμένο ζεμπερέκι.
Φύσηξε πάλι απότομα. Κρατήθηκε από τα κάγκελα της σκάλας. Κόντεψε να τον ρίξει κάτω η δυνατή ριπή. Μισοριξιά ήταν κι αδύνατος πολύ σ’ όλα του τα χρόνια, μα τώρα τελευταία παράγινε η αδυναμία του. Το ζωνάρι του κρέμονταν ίσα με δυο πιθαμές στην μια του άκρη καθώς άνοιγε συνέχεια καινούργιες τρύπες. Έχανε συνέχεια κιλά και του έπεφτε το παντελόνι. Μια στάλα άνθρωπος είχε απομείνει. Τον έφαγε η Γερμανία. Το κλίμα, η στεναχώρια, ο καημός, μακριά από τα αδέρφια του και τους γονείς του, τον βρήκε η αρρώστια και τον χτύπησε στο στομάχι. Διάτρηση είπαν. Έκανε εγχείρηση. Καλύτερα, μα δεν έγιανε ολότελα. Πέρασαν κι άλλα λίγα χρόνια. Στο αναμεταξύ, οι γονείς του έφυγαν, τα αδέρφια του σκόρπισαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί κι αυτός έκανε κι άλλη εγχείρηση στο στομάχι. Του αφαίρεσαν κι ένα κομμάτι έντερο και οι γιατροί του είπαν να τρώει μικρά γεύματα και πιο συχνά. Συμπληρώθηκε και ο καιρός, πήρε τη σύνταξή του και γύρισε με την κυρά του στο χωριό. Η κόρη του – μονάχα αυτήν είχε – παντρεύτηκε Γερμανό κι έμεινε πίσω. Άλλος καημός κι αυτός, μα δεν γίνονταν αλλιώς. Δεν γίνονταν ούτε αυτή να πάει μαζί τους στην πατρίδα, ούτε αυτός να μείνει πίσω στη μαύρη ξενιτιά. Να γυρίσει έπρεπε. Στο χωριό του ήθελε να πεθάνει.
Παλιόκαιρος. Φυσούσε κι άφηνε πίσω στο κατόπι του κουρνιαχτό. Ύστερα σταματούσε και ξανά το ίδιο. Παλιοαέρας.
Έκατσε στα σκαλιά και κοίταξε πέρα, πάνω από τα βουνά. Από εκεί έρχονταν ο καιρός. Από τη μεριά των Σερρών. Από τα δυτικά. Κοιτούσε τον ήλιο που σιγά σιγά κατέβαινε. Να δύσει ο ήλιος πήγαινε, να χαθεί. Ξαναφύσηξε και φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα. Έβλεπε τώρα τον ήλιο να τρέχει ανάμεσα στα σύννεφα κι όλο να κατεβαίνει. Μπήκε στις σκέψεις του. Στις δικές του σκέψεις. Σε κανέναν δεν τις έλεγε. Κανένας δεν ήξερε τι σκέφτεται. Ο ήλιος όλο και κατέβαινε. Έτσι γίνεται. Ανατολή και δύση. Η ζωή. Έτσι είναι κι η ζωή. Μονάχος τα σκέφτονταν όλα αυτά. Δικές του σκέψεις ήταν. Ρόδιζε ο ήλιος κι άρχισε να κρύβεται πίσω από το βουνό. Ξαναφύσηξε δυνατά και κάπως ένιωσε τον άνεμο να τον σηκώνει ψηλά. Μαύρισε ο ουρανός. Σκοτείνιασε. Τον πήραν οι πρώτες χοντρές σταλαματιές. Από το παράθυρο ακούει να του μιλά η κυρά του.
“Τι κάθεσαι χριστιανέ μου στη βροχή, έλα μέσα”.
Σηκώθηκε, ξετύλιξε το σύρμα από το παντζούρι και κίνησε για μέσα. Την ώρα που έκλεινε την εξώπορτα είδε στο δρόμο κάποια παιδιά που έτρεχαν γελώντας μέσα στη βροχή. Όλο ξεγνοιασιά και ζωντάνια. Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα, ύστερα έκλεισε την πόρτα, πήγε στο παράθυρο, τράβηξε και ασφάλισε τα παντζούρια και ξάπλωσε στον καναπέ της κουζίνας.
Έκλεισε τα μάτια του και χάθηκε στις σκέψεις του. Στις δικές του, κατάδικές του σκέψεις.
Ποτέ κανένας δεν θα τις μάθαινε τούτες τις σκέψεις ..…
Ήταν μοναχά δικές του…